Ὅσοι γιὰ διάφορους λόγους (ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος) ἀποχωροῦν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης ἀμέσως μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ τὶς θορυβώδεις ὅσο καὶ ἐπικίνδυνες ἐκδηλώσεις ποὺ ἀκολουθοῦν (κροτίδες, βεγγαλικὰ κ.λπ.) δὲν ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκούσουν μιὰ εὐχὴ ποὺ διαβάζεται ἀργότερα.
Εἶναι ὁ λεγόμενος «Κατηχητικὸς Λόγος» τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἕνα κείμενο μὲ πλούσια νοήματα, πυξίδα πορείας γιὰ τοὺς πιστούς. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὁ μεγάλος Ἱεράρχης καὶ Ἅγιος προτρέπει τοὺς «εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους» νὰ γευθοῦν τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως ἀπολαμβάνοντας ὄχι μόνο τὰ πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτο τὸ πασχαλινὸ τραπέζι: «νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες».
Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὴν ἀπόλαυση ὑλικῶν ἀγαθῶν (ὀφειλόμενη βέβαια στὴ σημασία τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως) μοῦ ἦρθε στὸ νοῦ, ὅταν πρὸ ἡμερῶν ἔτυχε νὰ διαβάσω ἕνα παλιὸ ἐπίσης κείμενο. Πρόκειται γιὰ ἐπιτάφιο λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἐπισκόπου Νύσσης, «Εἰς Πλακίλλαν Βασίλισσαν» (σύζυγο τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου). Τὸν θρῆνο γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς βασίλισσας καὶ τὰ ἐγκώμια γιὰ τὶς ἀρετὲς ποὺ τὴ χαρακτήριζαν ὅσο ζοῦσε διαδέχεται ἀναφορὰ τόσο στὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων ὅσο καί, κυρίως, στὴν εὐτελῆ ἀξία ποὺ ἔχει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.
Ἀφορμὴ ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης παίρνει ἀπὸ τὴ φράση τοῦ Ἠσαΐα «πᾶσα σὰρξ χόρτος» – φράση μὲ τὴν ὁποία ὁ Προφήτης ἤθελε νὰ δείξει τὸ πόσο εὐάλωτη καὶ σύντομη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Γρηγόριος μετατοπίζει κάπως τὸ θέμα λέγοντας ὅτι μάλλον τιμᾶ τὸν ἄνθρωπο ἡ σύγκρισή του μὲ τὸ χορτάρι. Τὸ χορτάρι, λέει, «οὐδεμίαν ἐκ φύσεως ἀηδίαν ἔχει», σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι «ὀσμῆς ἐργαστήριον ἅπαν τὸ ληφθὲν εἰς διαφθορὰν ἀχρειοῦσα» (μὲ τὴν πέψη διαλύονται οἱ τροφὲς καὶ ἀναδύονται ὀσμές)· τὴ σάρκα αὐτὴν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἰδικότερα τὸ στομάχι του, ποὺ χαρακτηρίζεται «διηνεκὴς φορολόγος», καθὼς μονίμως ζητάει τροφή. Τὸ δὲ χειρότερο εἶναι ὅτι, ἂν σὲ αὐτὸν τὸν «φορολόγο» προκαταβάλουμε μέρος τοῦ «χρέους», δὲν ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς καθημερινῆς ἀποπληρωμῆς του – πῆγε χαμένη ἡ «προκαταβολή».
Γιὰ νὰ γίνουν σαφέστερα τὰ λόγια του, ὁ Γρηγόριος χρησιμοποιεῖ ἕναν παραλληλισμό. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει μὲ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὸ μύλο: τὸ ἄλογο κινεῖ τὴ μυλόπετρα κάνοντας στὸν ἴδιο τόπο ἀμέτρητους κύκλους, χωρὶς ποτὲ νὰ προκύπτει κάτι καινούργιο. Καὶ ἡ ζωή μας κύκλους κάνει: «ὄρεξις, κόρος, ὕπνος, ἐγρήγορσις, κένωσις, πλήρωσις· ἀεὶ ἀπ’ ἐκείνων ταῦτα καὶ ἀπὸ τούτων ἐκεῖνα καὶ πάλιν ταῦτα καὶ οὐδέποτε κύκλῳ περιιόντες παυόμεθα» (ποτὲ δὲν σταματᾶμε νὰ κάνουμε τοὺς ἴδιους κύκλους). Εἶχε δίκιο, λοιπόν, ὁ Σολομών, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τὴ ζωὴ «πίθον τετρημένον καὶ οἶκον ἀλλότριον» – πιθάρι τρύπιο, σπίτι ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει (πῶς νὰ μὴ θυμηθοῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ μύθο μὲ τὸ πιθάρι τῶν Δαναΐδων…).
Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις, οἱ ὁποῖες σχετίζονται μὲ συγκεκριμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὁδηγοῦν εὔκολα στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται λυπηρὸ γεγονός: αὐτὸς ποὺ πέθανε (ἐν προκειμένῳ ἡ βασίλισσα) «τῶν τοῦ βίου κακῶν κεχώρισται», ἀπέβαλε «ὥσπερ τινὰ λήμην (: σὰν τσίμπλα) τὸν τοῦ σώματος ῥύπον», καὶ μὲ καθαρὴ ψυχὴ «πρὸς τὴν ἀκήρατον ζωὴν μετανίσταται». Πρόκειται γιὰ συμπέρασμα ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ καίριο σημεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας: ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ εἶναι προσωρινὴ καὶ στάδιο δοκιμασίας κάθε ἀνθρώπου· ἡ πραγματικὴ ζωὴ ἀρχίζει μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος. Ὅλα λοιπόν, καὶ πρωτίστως τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, εἶναι χωρὶς ἀξία, «ματαιότης ματαιοτήτων».
Ἴσως φανεῖ παράδοξο, καὶ ἐν τέλει ἐκτὸς θέματος, τὸ ὅτι ὁ Γρηγόριος κάνει λόγο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐνῶ ἐκφωνεῖ ἐπικήδειο. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό: γιὰ νὰ στηρίξει τὶς ἀπόψεις του, χρησιμοποιεῖ εἰκόνα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ – ἀπὸ τὴν ἐργασία στὸ μύλο. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀσυνήθιστο. Πρόκειται γιὰ τὴ γραμμὴ τὴν ὁποία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκολούθησαν συγγραφεῖς καὶ ποιητές, γιὰ τὴ γραμμὴ ποὺ ὁδηγοῦσε μὲ ἀσφάλεια στὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀπὸ τὸ χῶρο αὐτὸ ἄντλησαν εἰκόνες, καταστάσεις, γεγονότα καὶ τὰ μετέτρεψαν σὲ ὄχημα μέσω τοῦ ὁποίου ἡ προσωπική τους δημιουργία ἔφτασε στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ποιός δὲν θυμᾶται, π. χ., τὶς θαυμαστὲς παρομοιώσεις ποὺ ὑπάρχουν στὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου; Πῶς νὰ παραβλέψουμε τὶς γεμάτες ζωντάνια εἰκόνες ποὺ συναντᾶμε στὸ δράμα, στὸν Πίνδαρο, στὴ μελικὴ καὶ στὴ βουκολικὴ ποίηση; Πῶς νὰ μὴ σταθοῦμε μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι ἐνταγμένος στὴ θρησκευτικὴ ποίηση τῶν βυζαντινῶν Ἑλλήνων;
Τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προκύπτει δὲν εἶναι μόνον ἡ παράκαμψη τῆς πεζότητας καὶ συνολικὰ ἡ αἰσθητικὴ ἐξύψωση τοῦ λόγου. Πηγαίνοντας στὴν πλευρὰ τοῦ δέκτη (ἀναγνώστη, ἀκροατῆ) θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ δημιουργὸς τοῦ ἔργου τὸν διευκολύνει νὰ προσλάβει τὸ μήνυμα ποὺ ἐκπέμπεται. Ὅταν ὁ ποιητὴς Ἀλκαῖος (640-570 π. Χ.) περιέγραφε μὲ μαεστρία τὴν εἰκόνα τοῦ πλοίου ποὺ πάλευε στὴν τρικυμισμένη θάλασσα προκειμένου νὰ μὴ διαλυθεῖ καὶ βουλιάξει, βοηθοῦσε τοὺς συμπολίτες του νὰ καταλάβουν πόσο μεγάλος ἦταν ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν πόλη τους ἐξ αἰτίας τῶν πολιτικῶν ἐρίδων – τοὺς βοηθοῦσε προβάλλοντας εἰκόνα ποὺ τοὺς ἦταν πολὺ οἰκεία. Τὸ ἴδιο θὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γρηγορίου: ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν ξέρει ὅτι τρύπιο πιθάρι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ γεμίσουμε; ἢ ποὺ δὲν ἔχει (εἶχε) δεῖ τὸ μονότονο ἔργο τοῦ ἀλόγου στὸ μύλο; ἤ ποὺ δὲν ἔχει πείρα τοῦ ὅτι ὁ «φορολόγος» γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησε εἶναι διηνεκὴς καὶ ἄτεγκτος;
Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν τὸ τυπικὸ μέρος τοῦ λόγου, συγχρόνως δὲ ὑπηρετοῦν μὲ συνέπεια καὶ τὸ οὐσιαστικὸ μέρος. Ἀσφαλῶς, ἡ ἁρμονικὴ σύνθεση οὐσίας καὶ τύπου εἶναι ἔργο δύσκολο, τὸ ὁποῖο λίγοι εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπιτελέσουν. Συνιστᾶ ὅμως καὶ κατάκτηση, ἡ ὁποία εἶναι δεῖγμα τῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, σκαλοπάτι γιὰ τὴν ἀνέλιξή του καὶ τὴ διεύρυνση τῶν ὁριζόντων του, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν κάποιος δέχεται ἢ ἀπορρίπτει θέσεις, ἀπόψεις, ἰσχυρισμοὺς κ.λπ. Στὸν Γρηγόριο, ἂς ποῦμε, μαζὶ καὶ στὸν Ἠσαΐα, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαντήσουμε ὅτι τόσο ἡ σάρκα ὅσο καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἑπομένως ἔχουν τὴν ἀξία τους καὶ τὸν προορισμό τους. Ἢ καὶ ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ μύλος μὲ τὸ ἔργο τοῦ ἀλόγου, δὲν θὰ εἴχαμε ἀλεύρι, ἑπομένως οὔτε ψωμὶ νὰ φᾶμε. Στὸν Ἀλκαῖο ὅτι ἀντιπαραθέσεις γιὰ ζητήματα πολιτικὰ εἶναι τὸ ἐργαστήριο μέσα στὸ ὁποῖο σφυρηλατεῖται καὶ δοκιμάζεται ἡ δημοκρατία.
Χωρὶς ἀμφιβολία, ἀπόψεις σὰν αὐτὲς τοῦ Γρηγορίου (καὶ ὅποιου ἄλλου), μὲ τὶς προεκτάσεις τους, δὲν ἀποσκοποῦν στὸ μηδενισμὸ καὶ στὴν ἄρνηση: πολὺ καλὰ ἐγνώριζε τὴ χρησιμότητα τοῦ μύλου, ὅπως καὶ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀποστολὴ ποὺ ἔχει τὸ σῶμα. Εἶπε ὅμως κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτὰ ποὺ ὅλοι συνηθίζουμε νὰ λέμε, ὅταν συγκρίνουμε ἕνα ἀγαθὸ μὲ ἄλλα. «Πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ ὑγεία», εἶναι ἡ κουβέντα ποὺ συχνὰ ξεστομίζουμε παραμερίζοντας ἄλλα, σημαντικὰ μάλιστα, ἀγαθὰ (χρήματα, κτήματα, ταξίδια, δόξα κ.λπ.).
Στὸν εὔλογο ἰσχυρισμὸ ὅτι καθένας διαμορφώνει τὴ στάση του καὶ τὴν ἄποψή του μὲ βάση τὶς κλίσεις, τὶς προτιμήσεις καὶ τὶς ἐπιλογές του ὑπάρχει ἐξ ἴσου εὔλογη ἀπάντηση: τὰ πράγματα, τὰ γεγονότα, ἡ ζωὴ συνολικὰ ἔχουν δύο ὄψεις. Συνήθως ἡ μιὰ εἶναι ἀντιστροφὴ τῆς ἄλλης. Τὸ νὰ πορευτοῦμε ἐξοβελίζοντας ἢ ἔστω περιφρονώντας τὴ μία ἀπὸ αὐτὲς ἱκανοποιεῖ ἴσως τὴν ἰδέα ὅτι εἴμαστε ἰσχυροὶ καὶ αὐτεξούσιοι, ἀφαιρεῖ ὅμως συγχρόνως τὴ δυνατότητα νὰ παλεύουμε ἀπέναντι σὲ μιὰ ἀδιάκοπη πρόκληση. Καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ ἐκτιμᾶμε τὴν ἀξία ποὺ ἔχει κάθε τι: μόνον ὅταν στερηθοῦμε τὸ νερὸ ἢ τὸ ψωμὶ ἢ τὸν ὕπνο ἢ τὴ φιλία ἢ τὴν ὑγεία, θὰ καταλάβουμε τὴν πραγματικὴ ἀξία τους (ἐξαιροῦνται ἴσως οἱ «μὴ νηστεύσαντες» τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀπολαύσουν στὸν ἴδιο μὲ τοὺς «νηστεύσαντας» βαθμὸ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι!). Μόνον ὅταν βρεθοῦμε στὴν τρικυμισμένη θάλασσα, θὰ νιώσουμε τί σημαίνει λιμάνι – θὰ πάψει νὰ εἶναι ἕνα ἀξιοθέατο, κατάλληλο γιὰ τὸ βραδινὸ περίπατο.
Ἔχοντας κατὰ νοῦν αὐτὴν τὴν πολύπλευρη διάσταση τῶν πραγμάτων ὁ νέος ἄνθρωπος θὰ ἀκολουθήσει εὐκολότερα διαδρομὴ εὐδόκιμη στὸ στίβο τῆς ζωῆς, χωρὶς καὶ νὰ λησμονεῖ πὼς ἡ διάρκειά της εἶναι σὰν μιὰ κουκίδα στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ χρόνου. Καὶ πὼς δὲν εἶναι ὅλα «μάταια», ἀφοῦ ἔχει τὴ δυνατότητα μὲ ἀξιοποίηση τῶν ταλάντων του νὰ ἀφήσει μνήμη ἀγαθὴ μὲ τὸ ἔργο του καὶ μὲ τὴν ὅλη πολιτεία του. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ψήγματα ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, θὰ φτάσει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂν ξέρει ὅτι «αἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί, αἱ δ’ ἀρεταὶ ἀθάνατοι» (Περίανδρος), ὅτι «μέτρον ἄριστον» (Κλεόβουλος), ὅτι «ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφὸς» (ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο γίνεται σοφός· Βακχυλίδης) καὶ ὅτι «σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσεται σοφὸς» (ἂν συναναστρέφεται μὲ σοφούς, καὶ ὁ ἴδιος θὰ γίνει σοφός· Μένανδρος). Ἄν, τελικά, ἀγωνίζεται (καὶ) γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ σωκρατικοῦ «γνῶθι σαυτόν», ὥστε νὰ ξέρει πότε πρέπει νὰ λέει τὸ «ναὶ» καὶ πότε τὸ «ὄχι».
Συγχαίρομε κι ευχαριστούμε θερμά τον αξιόλογο αρθρογράφο -Καθηγητή Φιλόλογο- κ. Γεώργιο Λουπάση, για την πλήρη και άκρως διαφωτιστική εργασία του στα “Χ.Ν.” Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ