«Άνθη ανάκατα και χιόνι/ τις αμυγδαλιές φορτώνει./ Κούτσα – κούτσα κατεβαίνει/ όλη η πλάση τον προσμένει!/ Μήνυμα πως δεν αργεί,/ φτάνει η Άνοιξη στη γη./ Στο γαλάζιο το στεφάνι/ του ήλιου κάποια αχτίδα εφάνη./ Το ‘παν και το λένε τόσοι,/ άνθρωποι με τόση γνώση:/ Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει/ καλοκαίρι θα μυρίσει». Φλεβάρης ο ελπιδοφόρος… Θα μπορούσε να ‘χει κι αυτόν τον τίτλο το ποίημα “Φεβρουάριος” της Ρένας Καρθαίου, σκεφτόμουν, “όταν ήμουν δάσκαλος” και το (τον) έκανα μάθημα στα παιδιά. Κατ’ εξοχήν μήνας της ελπίδας ο Κουτσοφλέβαρος. Μήνα της Ξεστεριάς κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά τον θέλει το πιο γνωστό απ’ τα ριζίτικα τραγούδια μας. Φλεβάρης από σήμερα, καλό μήνα και καλή Ξεστεριά, λοιπόν, με ό,τι σημαίνει η λέξη “ξεστεριά”. Πολλά τα σύννεφα στον ουρανό…
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει», η πιο γνωστή απ’ τις παροιμίες για τον δεύτερο μήνα του χρόνου – εκεί τον τοποθέτησαν οι Ρωμαίοι τον Φλεβάρη το 46 π.Χ. Κουτσοφλέβαρος το πιο γνωστό απ’ τα παρωνύμια του, αφού σύμφωνα μ’ έναν μύθο έχασε την ισότιμη θέση του απέναντι στους υπόλοιπους μήνες, παραχωρώντας δύο απ’ τις μέρες του στον παμπόνηρο Μάρτη, επειδή ζήλευε τον όμορφο Απρίλη. Λατινικής, βέβαια, προέλευσης το όνομά του, που προέρχεται από το ρήμα februare που σημαίνει εξαγνίζω, καθαρίζω. «Ο Φεβρουάριος ήταν από τους Ρωμαίους, μήνας αφιερωμένος στον θεό του Άδη Φέβρουο και γι’ αυτό θεωρούνταν μήνας των νεκρών, μήνας πένθους. Επειδή υπήρχε η πίστη πως οτιδήποτε έχει σχέση με τον θάνατο είναι μολυσμένο, επιδίωκαν να το καθαρίσουν, να το εξαγνίσουν με διάφορες τελετές (εξαγνισμούς, καθαρμούς)». Τα που γράφει, μεταξύ των άλλων… για τη χάρη του στο βιβλίο της “Λαογραφικό Ημερολόγιο” η Αικατερίνη Τσοτάκου – Καρβέλη. Και μήνας των νεκρών μα και των καθαρμών, εκτός από μήνας της ξεστεριάς… ο δικός μας. Ας θυμηθούμε τα Ψυχοσάββατά του…
«Στα εννιακόσια δεκαοχτώ/ από τη Μικρά Ασία/ μου ‘στειλες κάρτες με στρατό/ και με την Αγιά Σοφία./ Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό/ Μα από τότε μέχρι εδώ/ σπίτι μείναμε μόνο δυο:/ ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ./ Πρόσφυγα σ’ έριξαν εδώ/ κι ο χάρος έξι βήματα/ στα χρόνια που ‘ρθα να σε δω/ μέσα στα παραπήγματα./ Κι αυτά συμβαίνουν στον καιρό./ Μα από τότε μέχρι εδώ/ σπίτι μείναμε μόνο δυο:/ ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ». (Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου και Δήμος Μούτσης. Μουσική: Δήμος Μούτσης, 1η ερμηνεία: Πετρή Σαλπέα). Και Άγιος, προπάντων Άγιος ο Φεβρουάριος, λοιπόν, αφού κατά δήλωση του συνθέτη (πηγή: ogdoo.gr) «είναι ένας συμβολισμός μιας τραγωδίας, που περνάμε όλοι κάποτε, αλλά και ο συμβολισμός μιας αναγεννήσεως που ελπίζουμε ότι κάποτε θα έρθει».
Και… στα πεταχτά
Της Παναγίας του Κλάδου, αύριο… Καλά κρατεί ακόμη το πανηγύρι της. Στην κορφή ενός απ’ τους εφτά λόφους που ζώνουν και φρουρούν το χωριό μου, τον Νίππο Αποκορώνου, κι αυτός της Παναγίας του Κλάδου στην κορφή του οποίου το εκκλησάκι της Υπαπαντής. Εκεί, θεού θέλοντος, γι’ άλλη μια χρονιά κι εφέτος. Λίαν πρωί. Και για ν’ ακούσω τα γειτονικά πουλιά να ψάλλουν το μεγαλυνάριο. «Θεοτόκε η ελπίς πάντων των χριστιανών, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους ελπίζοντας εις σε»…
Στον απόηχο της Μεγάλης των Τριών Ιεραρχών εορτής, που ήταν προχθές 30 Ιανουαρίου οι σημερινές μαντινάδες που μου έστειλε, μέσω κινητού, όπως πάντα η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. «Τρεις Ιεράρχες μέγιστοι, προστάτες των Γραμμάτων,/ Φύλακες Άγγελοι πιστών, φτωχών και αδυνάτων», μας λέει στην πρώτη. Για να συμπληρώσει στη δεύτερη: «Προστάτες της Παιδείας μας, μεγάλο τ’ όνομα τους,/ εμπνέουν κάθε μαθητή με το παράδειγμα τους». Έχει έναν δικό της ξεχωριστό τρόπο η και συνεργάτις μου “Στα πεταχτά”, ξεχωριστή μαντιναδολόγος φίλη μου, να “χωρεί” τα πάντα όλα σε δυο δεκαπεντασύλλαβους.
Κερασάκι στην τούρτα… του κορωνοϊού η κακοκαιρία. Να το γράψω στον πληθυντικό. Κερασάκια στην τούρτα του κορωνοϊού οι κακοκαιρίες… Πολλά τα κερασάκια, όσα και οι κακοκαιρίες, μια η τούρτα, αφού ένας -εντάξει με διάφορες μορφές- ο κορωνοϊός. Ένας αλλά κακά κακός διάολος…
«Επί της κορυφής ενός λόφου/ το ξωκλήσι της Υπαπαντής./ Κάθε μέρα ο όρθρος./ Την άνοιξη απ’ τα χελιδόνια,/ το καλοκαίρι απ’ τ’ αηδόνια,/ το φθινόπωρο απ’ τα κοτσύφια, τον χειμώνα απ’ τα σπουργίτια./ Από έναν γέρο-παπά, μια φορά τον χρόνο,/ στις 2 του Φλεβάρη, λειτουργία./ Με όλα τα πετούμενα,/ πλην των χελιδονιών που λείπουν στα ξένα,/ παρόντα με τον περιεστώτα λαό.// Χαίρε κεχαριτωμένη, Θεοτόκε Παρθένε…/ Ωσεί παρόντα τα χελιδόνια/ στη λιτάνευση της εικόνας. Ένα χαμόγελο το πρόσωπο της Παναγίας,/ δάκρυα στα μάτια του γερο-παπά». Το ποίημα μου “Η Παναγία της Υπαπαντής” (από την ποιητική συλλογή “Τα χελιδόνια του μοναχού”).