Μέρος Β
Διαχείριση Κρίσης
Ο ρόλος του κράτους σε περίοδο ύφεσης θα πρέπει να είναι η νομοθετική παρέμβαση του για έκτακτα μέτρα με σκοπό την άμεση μείωση των τιμών και προσωρινά των μισθών στα επίπεδα που μπορεί να εξακολουθεί να αγοράζει ο καταναλωτής τις ίδιες ποσότητες προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι θα υπάρχει αμοιβαίο όφελος για όλες τις πλευρές αλλά και για το σύνολο της οικονομίας. Η παρέμβαση αυτή του κράτους μειώνει την συγκέντρωση πλούτου σε λίγα χέρια μέσω των καρτέλ τιμών, αποφεύγει την εξαθλίωση των πολιτών που δημιουργεί η ανεργία, κρατάει σε απασχόληση όλους τους παραγωγικούς πόρους, συντομεύει την έξοδο από την ύφεση και μειώνει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα.
Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 στις ΗΠΑ είχε καταστροφική απώλεια του ΑΕΠ κατά 30% από τις λάθος ενέργειες του κράτους να συστήσει το 1933 την περιβόητη Διοίκηση Εθνικής Ανάκαμψης η οποία προσπαθούσε να αποτρέψει τις τιμές να προσαρμοστούν προς τα κάτω ώστε να μπορούν οι πολίτες με μειωμένα εισοδήματα να αγοράσουν τα απαραίτητα αγαθά. Επίσης προσπαθούσε να αποτρέψει την προσωρινή μείωση των μισθών η οποία θα βοηθούσε στον περιορισμό των απολύσεων και στην ευκολότερη πρόσληψη ανέργων. Δύο χρόνια μετά το 1935 το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματική τη δράση της Διοίκησης Εθνικής Ανάκαμψης. Χρειάστηκε να έρθει το 1940 για να ανακάμψει πλήρως η οικονομία καθόσον τα πρώτα έξη χρόνια όλες οι αποφάσεις διατηρήσουν ή δημιουργούσαν νέα καρτέλ τιμών.
Εάν γίνει προσπάθεια με δημοσιονομική (Κεϋνσιανή) ή νομισματική πολιτική να αυξηθεί η ζήτηση, χωρίς να έχουν προσαρμοσθεί οι τιμές και προσωρινά οι μισθοί, απλά το πρόβλημα «μπαίνει κάτω από το χαλί». Διότι όχι μόνο δεν θα μειωθούν οι υψηλές τιμές των καρτέλ, αλλά αντιθέτως θα ανέλθουν λόγω τεχνητής αύξησης της ζήτησης και οι καταναλωτές θα αγοράσουν ακόμα λιγότερα τεμάχια από το προϊόν και έτσι θα εξακολουθεί να υπάρχει ανεργία. Αυτή είναι μία αρνητική επίπτωση της Κεϋνσιανής πολιτικής η οποία όπου εφαρμόζεται τα τελευταία 50 χρόνια ενώ αυξάνει τη συνολική ζήτηση δεν αυξάνει ανάλογα και την απασχόληση. Το αποτέλεσμα είναι στις τελευταίες υφέσεις οι τιμές των προϊόντων λόγω της καρτελοποίησης της αγοράς, δεν μειώθηκαν καθόλου, ενώ η ανεργία συνεχίζει να αυξάνει. Αυτή η διατήρηση των υψηλών τιμών ακόμα και σε περίοδο υφέσεων μεταφέρει τον πλούτο από τους πολίτες (που αναγκάζονται να πληρώνουν υψηλή τιμή) στα καρτέλ τιμών. Αυτό ακριβώς δημιουργεί την οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Στις περιπτώσεις δε όπου υπάρχουν συντεχνίες-καρτέλ στην αγορά εργασίας που διατηρούν ψηλά τους μισθούς στην περίοδο της ύφεσης, οι νέο εισερχόμενοι στην εργασία δεν μπορούν να βρουν δουλειά λόγω των εμποδίων που τους έχουν επιβάλει για να εισέλθουν και των υψηλών μισθών.
Για να λυθεί το πρόβλημα της απορρόφησης της ανεργίας ώστε να υπάρχει υγιή οικονομία, θα πρέπει να εγκαταλειφθούν παλαιότερες θεωρίες και να εφαρμοστούν νέες όπως αύτη του Mancur Olson*, οι οποίες προτείνουν ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να νομοθετήσουν την αφαίρεση της δύναμης κάθε ομάδας συμφερόντων (καρτέλ, συντεχνίες, κλπ.), να επιβάλουν τιμές και μισθούς σε βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών. Επειδή οι ομάδες συμφερόντων είναι ολιγομελείς, κάθε μέλος έχει τεράστιο όφελος να συμμετέχει σε καρτέλ και συντεχνίες. Από την άλλη πλευρά, λόγω του μεγάλου αριθμού των καταναλωτών και των ανέργων και της έλλειψης άμεσου οφέλους, δεν μπορούν να οργανωθούν να διεκδικήσουν τη μείωση της ανισότητας. Για το λόγο αυτό οι αδύναμες ομάδες πρέπει να υποστηριχθούν από κυβερνητική παρέμβαση για να μειωθεί η ανισότητα τόσο σε περιόδους υφέσεων αλλά και σε περιόδους ανάπτυξης.
Η κυβερνητική δράση για την αφαίρεση της δύναμης των ομάδων συμφερόντων, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα πολιτικής συναίνεσης όλων ή των περισσότερων πολιτικών δυνάμεων. Αλλιώς, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, σε κάθε πολιτική αλλαγή κάποιες ομάδες συμφερόντων θα ανακτούν τη δύναμή τους και θα συνεχίζουν να ζημιώνουν την κοινωνία είτε με τη δημιουργία ανεργίας είτε με υψηλές τιμές προϊόντων στερώντας από τους πολίτες τις απαραίτητες ποσότητες αγαθών σε χαμηλές τιμές με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της ανισότητας.
Το ζητούμενο για τη μεγάλη μάζα των πολιτών που δεν μπορούν να οργανωθούν σε ομάδες, δεν είναι με κάθε εναλλαγή της κυβέρνησης να εναλλάσσονται οι ομάδες συμφερόντων που ζημιώνουν την κοινωνία και δημιουργούν τις παραπάνω ανισότητες. Το ζητούμενο είναι ανεξαρτήτως ποια είναι η κυβέρνηση, οι ομάδες συμφερόντων να μην μπορούν να βλάψουν τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται πολιτική συναίνεση των κομμάτων η οποία σημειωτέον, δεν έχει κανένα δημοσιονομικό κόστος. Αρκεί να ανακαλέσουν κάθε νομοθεσία ή ρυθμίσεις ειδικών συμφερόντων και ταυτόχρονα να εφαρμόσουν αυστηρούς νόμους κατά των τραστ σε κάθε τύπο καρτέλ ή συμπαιγνίας που χρησιμοποιούσε την ισχύ του για να αποσπάσει τιμές ή μισθούς πάνω από τα ανταγωνιστικά επίπεδα. Με τον τρόπο αυτό αίρονται οι παραπάνω λόγοι που εμποδίζουν την άμεση προσαρμογή μιας επιχείρησης και μιας οικονομίας στις απροσδόκητες μεταβολές της ζήτησης.
Φυσικά πρέπει να αναφέρουμε ότι οι διοικούντες μια οικονομία θα πρέπει να προνοούν και να προβλέπουν. Εάν το δημόσιο δεν είχε υπερδανειστεί διπλασιάζοντας το χρέος από τα 140 δις το 2000 σε 320 δις το 2009, για να καλύπτει τα εξωφρενικά ελλείμματα όπου το 2009 το δημόσιο έφθασε να ξοδεύει 70% περισσότερα από τα έσοδα που εισέπραττε, η παραπάνω προσαρμογή δεν θα χρειαζόταν να γίνει ή εάν γινόταν θα αφορούσε σύντομο χρονικό διάστημα μερικών μηνών. Για να επανέλθει η χώρα στα προηγούμενα επίπεδα ανάπτυξης θα πρέπει τα 20 δις που κατά μέσο όρο δανειζόταν το κράτος ετησίως και δημιουργούσε τεχνητή ζήτηση και εικονική άνοδο του ΑΕΠ, να δημιουργηθούν με πραγματική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία είτε θα εξάγετε είτε θα υποκαθιστά εισαγωγές.
*Μancur Olson «Η άνοδος και η πτώση των Εθνών» Εκδόσεις Παπαζήση, 2007.