100 χρόνια προσφυγιάς…
100 χρόνια ξεριζωμού…
100 χρόνια ιστορικής
μνήμης
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, κάθε άνθρωπος που εγκαταλείπει χωρίς την θέληση του το κράτος του οποίου είναι πολίτης, εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου ότι εκεί θα υποστεί διωγμούς λόγω της θρησκείας, της εθνικότητας, ή ακόμα και εξαιτίας της ιδιότητάς του ως μέλος μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του απόψεων (πολιτικός πρόσφυγας), και επιπλέον του είναι αδύνατο να εξασφαλίσει προστασία από τη χώρα του ή, εξαιτίας του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να τεθεί υπό αυτή την προστασία, ονομάζεται πρόσφυγας.
Ανήμποροι , στοιβαγμένοι σε κάθε λογής πλεούμενο, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έχουν πάρει τον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς.
Είναι η τελευταία φορά, που βλέπουν την πατρίδα τους. Η θάλασσα μοιάζει να είναι η μοναδική διέξοδος σωτηρίας ,προκειμένου να φτάσουν στην Ελλάδα.
«…πριν έρθουν οι Τούρκοι, κατέβηκε ο Πλαστήρας, συντεταγμένος με το σύνταγμά του, και στέκεται απέξω απ’ το καφενείο του Μουτρόδη, εγώ ήμουνα παιδάκι και ήμουνα ανεβασμένος απάνω στα κάγκελα, απάνω στο παράθυρο για να τον ακούσω. Και ακούω τον Πλαστήρα και λέει αν θέλετε να κρατήσω άμυνα δυο μέρες, να φύγει όλος ο κόσμος από δω, διότι οι Τούρκοι κάτι θα σας κάνουν. Οι αρχές εκεί, ο Δήμαρχος, οι προύχοντες, είπανε δεν φεύγομε. Και τότε ο Πλαστήρας λέει, σας εύχομαι λέει, αφού δεν θέλετε να φύγετε, τα δεινά σας να είναι τα λιγότερα. Έφυγε ο Πλαστήρας, την άλλη μέρα οι Τούρκοι. Ήρθαν πρώτοι οι τσέτες… και δόθηκε το σύνθημα, να πιάσομε την ακρογιαλιά, να πάμε στο Μπεντίρι. Επήγαμε και κατά σύμπτωση , επέρασε ένα καϊκι… κι όταν βγήκε ο καπετάνιος όξω λέει, όποιος έχει λεφτά να μπει μες το καϊκι για να φύγει… εμείς που λεφτά… μας τα ‘χαν φάει οι Τούρκοι. Σε λίγο, περνάει ένα μεγάλο καϊκι, που πήγαινε στη Σάμο να φορτώσει σταμνιά, όπως μας είπε ο καπετάνιος. Και βγήκε ο ίδιος έξω και λέει… βρε παιδιά, κόσμος πολύς είναι, οι βάρκες μου είναι δύο, δεν μπορώ να σας πάρω όλους…»
Μετά το σπάσιμο του μετώπου και την συντριβή, οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους κυνηγημένοι, μέσα από την σφαγή και τις ατελείωτες προσωπικές τους τραγωδίες, έρχονται στην Ελλάδα.
«…ακούσαμε που έσπασε το μέτωπο επάνω. Κατεβαίνανε οι αξιωματικοί και πέρνανε τις οικογένειές τους και φεύγανε. Έγινε πια σούσουρο στον κόσμο. Μαθεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, έστειλε ο Φίλιππας ο Καβουγκίδης βαπόρια. Κι εμάς μας βάλαν σ’ εκείνο το βαπόρι του Φίλιππα με κόσμο πολύ. Αφού γύριζε ο κόσμος και περπατούσε απάνω μας κι εμείς κάναμε τσάπα τσάπα και στη θάλασσα απέ το πλοίο. Έβγαινε ο καημένος ο Φίλιππας κι έλεγε… βρε παιδιά… καθήστε κάτω, μη γυρνάτε και θα πνιγούμε…
Ο κόσμος φώναζε, βγάλε μας πέλαος κι ας πνιγούμε… μόνο πέλαος να βγούμε… στοις Τούρκοι να μην παραδοθούμε κι ας πνιγούμε».
Προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους και να ριζώσουν οπουδήποτε.
Μένουν παντού…, εργοστάσια, σχολεία, εκκλησίες, καπναποθήκες, λιμάνια, τζαμιά, πάρκα, αποθήκες γίνονται τα «νέα τους» σπίτια.
«…ημάστανε στον μπαχτσέ και ήρθε τση μητέρας μ’ η αδερφή και λέει, άντε Πηνελόπη, φεύγομε. Λέει, που πάμε; Μας σηκώνουνε λέει από τα Σώκια και πάμε λέει, πρόσφυοι… Και μας πήγανε στο Κουσάντασι… δεν είχε καράβια να έρθομε για την Ελλάδα… και λέει, που θα πάμε τώρα;
Μετά, διατάξανε να πάμε στο Γιασολούκ… άμα πήγαμε εκεί, καθήσαμε και δεν είχε τίποτα… Πέρασε το τελευταίο τραίνο… το σταματάνε και μας ρίξανε σαν τα κατσίκια απάνω. Άμα ανεβήκαμε λοιπόν, μετά, βγήκαμε στην Σμύρνη…».
Σε όλη την Ελλάδα, από τον βορά ως τον νότο και από την ανατολή ως την δύση, γεμίζει από τον πόνο, την απόγνωση και την πίκρα των προσφύγων.
«…Κατέβαινε στρατός πολύς, Ελληνικός στρατός κι φεύγανε από τον Τσεσμέ… ο τελευταίος που πέρασε ήτανε ο Πλαστήρας… εφύγαμε κι εμείς για το Μπεντίρι… οι Τούρκοι δεν μας ακολουθήσανε γιατί μένανε στο χωριό μέσα και κάνανε πλιάτσικο… πέρνανε, κλέβανε, κάνανε διάφορα, οι τσέτες ήτανε…
Το πρωί ήρθε ένα καϊκάκι στο Μπεντίρι, κι ήπαιξε κάτι ντουφεκιές, μην τυχόν είμαστε κι εμείς Τούρκοι… και τότες φωνάζαμε εμείς και λέγαμε το «Πιστεύω…» κι αρχίσανε και μας επαίρνανε, και βγήκαμε στην Φωκαριά, στην Χίο».
Οικογένειες διαλύθηκαν, σκόρπισαν…
Μοναδική τους περιουσία πια, οι αναμνήσεις τους για μια ζωή που δεν επρόκειτο να ξαναζήσουν.
Αυτά, δεν μπορεί κανείς να τους τα πάρει…
«…γδύμνια… πείνα… και να ‘χεις και τσοι ντόποιοι να σε φωνάζουνε… γρούνια… σχαμέν’… ξεκουμπειστείτε… κι εμείς τι να κάνομε… υπομονή… με την υπομονή μας περάσανε 10 μέρες και μετά μας έπιασε ένας Δάγγειος (πυρετός) και μας θέρισε όλους μας. Κάθε μέρα βγάζανε δέκα, δεκαπέντε νεκρούς… στο δρόμο τους βγάζανε από τις αποθήκες…».
Κάτω από τραγικές συνθήκες καταφεύγουν στην Ελλάδα και διασχίζουν όλη την χώρα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ριζώσουν στον καινούργιο αυτόν τόπο.
Μαζεύουν τα κομμάτια τους, συγκεντρώνουν όση αντοχή τους έχει μείνει, για να πατήσουν στα πόδια τους και να ξαναχτίσουν τη νέα τους ζωή.
Αναζητούν χαμένους συγγενείς, γονείς τα παιδιά τους, γυναίκες τους άνδρες τους, αναζητούν μια ελπίδα, κάτι για να μπορέσουν να κρατηθούν και να συνεχίσουν.
«από την Θεσσαλονίκη φύγαμε και μας έφεραν εδώ, στα Νέα Μουδανιά. Εδώ που ήρθαμε, δεν βρήκαμε τίποτα… μόνο χορτάρια, τσαλιά κι άλλο τίποτα… μετά κάναμε μια επιτροπή και μας φέρανε αντίσκηνα.
Νερό; Εδώ πιο πάνω, ήτανε ένα νερό και έτρεχε, και πήγανε και βγάζανε τη γλίτσα από το νερό και γιόμισαν μια στάμνα και την φέραμε στο αντίσκηνο.
Στρώματα δεν είχαμε, πηγαίναμε και βγάζαμε χορτάρι και το κάναμε κρεββάτι. Το μισό αντίσκηνο ήτανε κρεββατοκάμαρα και το άλλο μισό κουζίνα… φτώχειες… πείνα… κρύο παιδί μου… πολύ κρύο…».
Μονάκριβες “αποσκευές”, στην νέα τους πατρίδα, ήταν οι αναμνήσεις τους και τα πανάρχαια έθιμά τους, τα οποία τα ρίζωσαν και τα διατήρησαν, σε πείσμα όλων των δυσκολιών και αντιξοοτήτων, κρατώντας τα σαν πολύτιμο φυλαχτό και κρίκο που τους ενώνει με την χαμένη πατρίδα τους.
*Η Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη
είναι πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών
Ν. Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος
Η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων « ο Άγιος Πολύκαρπος» σε συνεργασία με τα “Χανιώτικα νέα”, παρουσιάζουν κάθε εβδομάδα ένα ιστορικό αφιέρωμα στη Μικρά Ασία, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μικρασιατική καταστροφή.