20.6 C
Chania
Τρίτη, 25 Μαρτίου, 2025

Πρόσφυγες και ποίηση

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ παραμένει κρίσιμο και περίπλοκο παγκόσμιο πρόβλημα. Στην Κρήτη, οι ροές προσφύγων και μεταναστών αυξάνονται, οι δε συνθήκες στα ελληνικά κέντρα υποδοχής καταντούν απαράδεκτες. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ανθρωπιστικών οργανώσεων (ΕΕΣ), Δήμων και υπουργείου.

ΑΝ ΚΑΙ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει συμφωνηθεί ένα νέο status μετανάστευσης που στοχεύει στη βελτίωση της διαχείρισης του προβλήματος με έμφαση στην ενίσχυση των εθνικών συνόρων και την επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου, η συνολική κατάσταση δεν αλλάζει εύκολα. Ακόμη και μέσα στις προσφυγικές δ ο μ έ ς όπου η εξαπάτηση του άλλου, η βία, η χρήση ουσιών και η εκμετάλλευση ανθρωπίνων αδυναμιών δεν λείπουν.
ΑΝ ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ του προσφυγικού δεν εκλείψουν, αν οι πόλεμοι δεν τελειώσουν (Παλαιστίνη, Συρία, Ουκρανία, Αφρική κ.λπ.), αν οι πάσης φύσεως ρατσιστικές πολιτικές (φυλετικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές διώξεις) δεν σταματήσουν, αν οι μεγάλες δυνάμεις δεν σκύψουν στο πρόβλημα με προοπτική το μέλλον, το προσφυγικό/μεταναστευτικό θα παραμένει το μέγιστο πρόβλημα -τουλάχιστον στην Ευρώπη…
Η ΠΟΗΣΗ και η προσφυγιά πάνε μαζί: η πρώτη έχει την ικανότητα να εκφράζει βαθιά συναισθήματα, τραύματα και ελπίδες που συνοδεύουν την εμπειρία της δεύτερης. Πολλοί ποιητές έχουν γράψει για την απώλεια της πατρίδας, την αβεβαιότητα της εξορίας, την αντοχή και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η ποίηση γίνεται ένα μέσο μοιράσματος του πόνου για τον άδικο χαμό ανθρώπων, την ολική καταστροφή πατρίδων… Συχνά λειτουργεί ως γέφυρα κατανόησης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και ανθρώπων.
ΛΕΕΙ, λοιπόν, ο Μπρεχτ (1898-1956) για το όνομα “Μετανάστες” που δίνουμε στους πρόσφυγες:
“Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: «Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.

Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.

Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα”. (1)

ΠΙΟ συγκεκριμένος, πιο ρεαλιστής ο Παντελής Μπουκάλας (1957-), μας δίνει μια ελληνική εκδοχή/εικόνα των προσφύγων που έρχονται εδώ, και της μητρικής τους γλώσσας το δράμα-”ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους”:

“Τυχαία ώρα.
Τυχαία πλατεία.
Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή, τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι. Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
Καν δεν τη διακρίνουν
Γι αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν.
Φιλιππινέζοι.
Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί της γλώσσας και του δέρματος δεσμεύουν τη φωνή τους αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων παίρνεις να γράφεις σιωπηρά, δίχως χαρτί ή μολύβι, λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν, έχει ραγίσει ο ρυθμός, κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ τ’ αγενεολόγητο: «Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του» σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα. Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού, μετράς, διπλή- τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτα που τον ζητάς μόνον για να τον χάσεις”. (2)

ΛΥΡΙΚΟΙ και γεμάτοι ανεκπλήρωτες προσδοκίες ενός αβέβαιου μέλλοντος, οι στίχοι του του Θεσσαλονικιού Νίκου- Αλέξη Ασλάνογλου (1931-1996):
“Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε”. (3)
ΠΕΝΗΝΤΑ χρόνια πέρασαν κι όμως, το Κυπριακό (1975), η μεγάλη ντροπή της Ευρώπης και του κόσμου μας, παραμένει άλυτο. Με τις χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγές του, με τη μόνη ευρωπαϊκη χώρα διαιρεμένη και το μόνο λαό να προσδοκά:
“Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός
Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού
Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή” (4)
… ΑΛΛΑ, ας ξαναθυμηθούμε τη δεκαετία του 1990, τότε που άρχισαν, μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού (1989), οι αθρόες ροές προσφύγων από τις πρώην χώρες του Σιδηρούν Παραπετάσματος. Στην Ελλάδα, υπήρχαν και προηγουμένως ενδορατσιστικά συνθήματα (“΄Εξω οι Βλάχοι από την Αθήνα!”). Όμως, με τους πρώτους μετανάστες από τα βόρεια σύνορά μας, φούντωσαν φιλοπροσφυγικά ή ρατσιστικά συνθήματα. Θυμάμαι το πιο ήπιο αντιρατσιστικό σε κάποιο τοίχο: “Οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές…;” Κι εδώ που τα λέμε, μήπως κι η παρουσία μας στον πλανήτη γη, δεν είναι “προσφυγική”; Αφού, τίποτε δεν μας ανήκει και τίποτε δεν παίρνουμε μαζί μας, όταν φεύγουμε… (21-3-25)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Μπέρτολτ Μπρεχτ, “Ποιήματα”, Για τον όρο μετανάστες”, σελ. 67,
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο (2008)

-(2) Παντελής Μπουκάλας, «Στην ξενιτιά της γλώσσας». Από τη συλλογή «Ρήματα», εκδ. Άγρα, 2009
-(3) Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Πρόσφυγες στην Άμμο, Από την ποιητικη σύλλογή : “Ο θάνατος του Μύρωνα “(1960)
-(4) Άνθος Λυκαύγης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Χαραλαμπίδη) . Γεννήθηκε στην Τριμίκλινη (Λεμεσσού) το 1942. Ποιητικό του έργο ( Κραυγές, 1961, Σχεδίασμα για άνθρωπο 1962, Μετά τα φυσικά , 1966 Ουαί , 1971 κ.ά.)

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα