Tον κώδωνα του κινδύνου για την, κατά την γνώμη τους, συνεχιζόμενη δυσλειτουργία του συστήματος υποδοχής της χώρας, που αφήνει αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες χωρίς πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες, κατά παράβαση της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, κρούουν 26 ΜΚΟ σε σχετική κοινή ανακοίνωσή τους.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, στα νησιά που καταφθάνουν οι πρόφυγες οι δομές υποδοχής (ΚΕΔΝ) παραμένουν σε κατάσταση συνωστισμού, με το πρόβλημα να καταγράφεται πιο έντονα στην Κω, όπου οι νεοαφιχθέντες/είσες υπάγονται σε ένα άτυπο καθεστώς κράτησης μέχρι να καταγραφούν, χωρίς πλέον να έχουν πρόσβαση ούτε σε γιατρό, μετά την αποχώρηση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού στα τέλη Οκτωβρίου. Παρόμοια, όπως επισημαίνουν, είναι η κατάσταση και στη Σάμο, όπου παρέχεται περιστασιακά ένας στρατιωτικός γιατρός, για την κάλυψη των αναγκών σχεδόν 4.000 διαμενόντων.
Σύμφωνα πάντως με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, οι ροές παράτυπων μεταναστών καταγράφουν μείωση 42,06%, που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο. Συγκεκριμένα, τον φετινό Οκτώβριο καταγράφηκαν 6.581 αφίξεις παράτυπων μεταναστών στην Ελλάδα, έναντι 11.470 αφίξεων που είχαν σημειωθεί ένα μήνα νωρίτερα τον Σεπτέμβριο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το υπουργείο, οι ροές παράτυπων μεταναστών άρχισαν να αυξάνονται από τα μέσα του 2022. Στην πρώτη κορύφωσή τους έφθασαν τις 2.315 αφίξεις τον μήνα Νοέμβριο του 2022. Ανοδική πορεία ακολούθησαν εκ νέου από τον φετινό Ιούνιο και κορυφώθηκαν τον φετινό Σεπτέμβριο. Από το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η σταδιακή και εντεινόμενη αποκλιμάκωσή τους.
Οι υπογράφουσες οργανώσεις πάντως στην ανακοίνωσή τους, τονίζουν πως τα προβλήματα στους μετανάστες που καταφθάνουν αλλά και αυτούς που είναι ήδη εγκαταστημένοι στα νησιά παραμένει προβληματική, ενώ πολύ δύσκολη παρουσιάζεται η κατάσταση στα θαλάσσια σημεία εισόδου που δε διαθέτουν ΚΕΔΝ. Στα εν λόγω σημεία, όπως αναφέρουν, παρά τις σταθερές ροές αφίξεων, δεν παρέχονται ούτε καν στοιχειώδεις συνθήκες υποδοχής με την μέριμνα των αρμόδιων φορέων της Πολιτείας.
Ενδεικτικό παράδειγμα των ανωτέρω, όπως επισημαίνουν, αποτελεί το νησί της Ρόδου, το οποίο στερείται παντελώς υποδομών και υπηρεσιών υποδοχής και στο οποίο από τις αρχές του έτους έχουν αφιχθεί σχεδόν 5.000 άτομα.
Αξiζει να σημειωθεί εδώ ότι το υπουργείο έχει δώσει τον εξής αριθμό για τους διαμένοντες πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά (στοιχεία Μαΐου 2023):
Οι διαμένοντες στο σύνολο της επικράτειας ήταν 11.567 παρουσιάζοντας μείωση κατά 47% σε σχέση με τον Μάιο του 2022. Ο αριθμός διαμενόντων στα νησιά τον Μάιο του 2023 διαμορφώνεται στους 4.075 αιτούντες ενώ τον Μάιο του 2022 διέμεναν συνολικά 2.062 αιτούντες.
Συνολικά τον Μάϊο του 2023, διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα 755.967 μετανάστες, εκ των οποίων το 30% είναι πολίτες ΕΕ και Ομογενείς, το 63% είναι πολίτες τρίτων χωρών με ισχυρή άδεια διαμονής και το 7% είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας με ενεργές ΑΔΕΤ.
Ο αριθμός λοιπόν των διαμενόντων στα ελληνικά νησιά εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος και οι υφιστάμενες υποδομές και δομές φιλοξενίας, καθώς φαίνεται, δεν δύνανται ν αντέξουν όλη αυτή το ανθρώπινο φορτίο. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εφησυχάζει ή απλά να καταγράφει τους αριθμούς και να ωραιοποιεί την εικόνα, όπως και κάθε κυβέρνηση εξάλλου που βρίσκεται στην εξουσία. Θα αποτελούσε μεγάλο ατόπημα.
Πρέπει να έρθει κάποτε η στιγμή ώστε να υπάρξει αγαστή συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων και ΜΚΟ όσο και αν αυτό δείχνει ουτοπικό για όλο αυτό το τεράστιας σημασίας προσφυγικό θέμα και να πάψουν οι αμφίδρομες κριτικές των μεν για ελλείψεις και των δε για εκμετάλλευση του προσφυγικού.
Οι Οργανώσεις επισημαίνουν εν προκειμένου για τους διαμένοντες στα ελληνικά νησιά ότι στην ενδοχώρα οι θέσεις φιλοξενίας έχουν και εκεί εξαντληθεί, με αποτέλεσμα ακόμη και εξόχως ευάλωτες περιπτώσεις αιτούντων/ουσών άσυλο (π.χ. θύματα βασανιστηρίων, εμπορίας ανθρώπων, μονογονεϊκές οικογένειες κ.α.) να μην έχουν πρόσβαση σε συνθήκες υποδοχής.
Όσον αφορά στα παιδιά, είναι αμφίβολο αν, ποιες και κατά πόσο λειτουργούν υπηρεσίες παιδικής προστασίας. Αιτούντες/ούσες άσυλο με αυξημένες ιατρικές ανάγκες, όπως διαβητικοί και καρδιοπαθείς, δεν έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη θεραπεία και διατροφή ή/και δεν εντοπίζονται εγκαίρως, μητέρες δεν μπορούν να δώσουν γάλα στα παιδιά τους και οικογένειες ψάχνουν μόνες τους λύσεις για να αυτοστεγαστούν.
Οι υπογράφουσες ΜΚΟ καταλήγουν στο ότι σε κάθε περίπτωση η Πολιτεία, με τη συνδρομή και της ΕΕ, οφείλει να μεριμνήσει άμεσα για κάλυψη των αναγκών όλων όσοι αιτούνται προστασία, καθώς και για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συστήματος υποδοχής, μεταξύ άλλων, μέσω της επαρκούς στελέχωσης των δομών με το απαραίτητο, ιδίως μόνιμο ιατρικό προσωπικό και προσωπικό ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών.
Η μονομέρεια στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, που συναρτάται σχεδόν αποκλειστικά στο δημόσιο πολιτικό λόγο με την αποτροπή αφίξεων, και που έχει εκθέσει τη χώρα διεθνώς με τις καταγγελλόμενες πρακτικές επαναπροωθήσεων, συνιστά αποφυγή διαχείρισης ενός σύνθετου ζητήματος, το οποίο η Ελλάδα και η ΕΕ οφείλουν να διαχειριστούν με πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των καταστατικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλώνουν ρητά στην ανακοίνωσή τους οι υπογράφουσες Οργανώσεις.
Τα πράγματα και τα γεγονότα, λέω, ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να εξετάζονται λεπτομερώς από όλες τις πλευρές. Και με μια έστω και τέτοιου μεγέθους ανακοίνωση που περιλαμβάνει την υπογραφή 26 τουλάχιστον ΜΚΟ δεν επιλύεται το πρόβλημα. Γιατί πιθανώς το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου θα έχει να αντιλέξει, και προφανώς μπορεί να παρουσιάσει άλλη εικόνα.
Το ζήτημα είναι να λαμβάνονται υπόψιν οι ίδιες οι Οργανώσεις και οι επισημάνσεις τους και να ακολουθεί γόνιμος διάλογος. Γιατί το προσφυγικό έχει πολλές πτυχές που ξεκινούν από τις Δομές φιλοξενίας μέχρι και τις επαναπροωθήσεις. Γιατί πέρα από διαφωνίες και αλληλοκατηγορίες, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα που μας αφορά όλους.