1. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά την κατάρρευση του µετώπου στη Μ. Ασία, άρχισε η µετακίνηση ελληνικών πληθυσµών προς τα παράλια προκειµένου να επιβιβαστούν σε πλοία για την Ελλάδα. Τον Σεπτέµβριο του 1922, στη χώρα επικρατούσε αναταραχή από το κίνηµα των Πλαστήρα – Γονατά – Φωκά και µετά την εγκαθίδρυση επαναστατικής κυβέρνησης, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα. Βασιλιάς έγινε ο Γεώργιος Β΄. Ακολούθησε η ανακωχή των Μουδανιών(1922)µε την οποία η Ανατολική Θράκη ενσωµατώνεται στην Τουρκία. Η εκκένωση της περιοχής ολοκληρώθηκε στα µέσα Νοεµβρίου 1922.
2. Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Τραγική […] για τους άνω του ενός εκατοµµυρίου Έλληνες πρόσφυγες και τις περιουσίες τους, αλλά και πλέον συµφέρουσα λύση, εν όψει της κατηγορηµατικής αρνήσεως της τουρκικής πλευράς να δεχθεί την επιστροφή τους, ήταν η Συµφωνία της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσµών που υπογράφτηκε στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923. η οποία προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή µεταξύ των ελληνορθόδοξων που κατοικούσαν στην Τουρκία και των µουσουλµάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της Κων/πολης, της Ίµβρου και της Τενέδου και οι µουσουλµάνοι της ∆υτικής Θράκης. Όταν δηµοσιοποιήθηκε το κείµενο της σύµβασης, οι πρόσφυγες αντέδρασαν µε συλλαλητήρια που οργανώθηκαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.
3. Η ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ
Τα έτη 1923-1925 µεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, σύµφωνα µε τη Σύµβαση Ανταλλαγής της Λοζάνης, 192.356 Ελληνορθόδοξοι «µετανάστες» -σύµφωνα µε τη διατύπωση της σύµβασης- από την κεντρική και την ανατολική Μ. Ασία, τον Πόντο, την Κων/πολη, µε τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής. Στη συνέχεια µεµονωµένα έφθαναν πρόσφυγες, αλλά και αιχµάλωτοι στρατιώτες ή πολιτικοί όµηροι οι οποίοι είχαν κρατηθεί από τις τουρκικές Αρχές. .
Τα πλοία έφθαναν το ένα µετά το άλλο, στην αρχή στη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάµο, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια σε όλα σχεδόν τα ελληνικά
λιµάνια …….
Το ταξίδι διαρκούσε µερικές ηµέρες. Συχνά ένα πλοίο περνούσε από δύο, τρία ή περισσότερα λιµάνια µέχρις ότου του επιτραπεί να αποβιβάσει το ανθρώπινο φορτίο του. Οι συνθήκες πάνω στα πλοία ήταν βασανιστικές λόγω του αφόρητου συνωστισµού, της ελλιπούς σίτισης, των καιρικών συνθηκών και ενίοτε της συµπεριφοράς του πληρώµατος.
Ήδη στις 5 Σεπτεµβρίου εκδόθηκε ανακοίνωση προς τα πλοία που µετέφεραν πρόσφυγες να µην προσεγγίζουν τον Πειραιά, αλλά να κατευθύνονται σε άλλα λιµάνια. Στα τέλη του Σεπτεµβρίου ο Πειραιάς είχε µετατραπεί σε έναν απέραντο καταυλισµό. Η συνήθης διαδικασία µετά την αποβίβαση ήταν να οδηγούνται οι πρόσφυγες σε µέρη τα οποία είχαν προεπιλεγεί, µια αποθήκη, ένα σχολείο, µία εκκλησία, ένα υπόστεγο ή απλώς ένας κενός χώρος, και στη συνέχεια -συχνά µετά από παρέλευση αρκετών ηµερών- να υποβάλλονται σε ιατρική εξέταση.
Η έξαρση των επιδηµικών ασθενειών οδήγησε στην επιβολή έκτακτων υγειονοµικών µέτρων, κυρίως την επιβολή καραντίνας στους πρόσφυγες που έφθαναν από τις αρχές του 1923 στην Ελλάδα. Τα κύρια λοιµοκαθαρτήρια, του Πειραιά (Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι) και της Θεσσαλονίκης (Καράµπουρνου), αναδιοργανώθηκαν και στελεχώθηκαν µε επιπλέον προσωπικό, ενώ ιδρύθηκε και ένα νέο στη Μακρόνησο. Η πρώτη εµπειρία πολλών προσφύγων στην Ελλάδα υπήρξε ο στρατωνισµός τους σε αυτά κάτω από άθλιες συνθήκες.
4. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΕΤΡΑ
Τα πρώτα µέτρα που λήφθηκαν, ήδη από τις αρχές του Σεπτεµβρίου, ήταν η διενέργεια εράνων, η λειτουργία συσσιτίων και η σύσταση γραφείων ευρέσεως εργασίας. Οι εφηµερίδες στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις καθιέρωσαν ειδικές στήλες για τους πρόσφυγες, µε τίτλους όπως «Προσφυγική στήλη», «Προσφυγικά», «Πληροφορίαι διά τους πρόσφυγας», «Ζητούνται» κ.ά., στις οποίες δηµοσιεύονταν δωρεάν αγγελίες για αναζήτηση συγγενών ή εργασίας και διάφορες ειδήσεις για τους πρόσφυγες.
Για τις πρώτες ανάγκες των προσφύγων στους καταυλισµούς µοιράστηκαν φάρµακα, αλεύρι, γάλα σε κουτιά και σαπούνια, ενώ υπήρξε µέριµνα για τη συγκέντρωση τροφίµων από τα υπουργεία Περιθάλψεως και Επισιτισµού και επιτράπηκε η εισαγωγή «παλαιών ή µεταχειρισµένων ειδών» από το εξωτερικό. Σε ορισµένες κατηγορίες προσφύγων (χήρες, ορφανά, άποροι κ.ά.), δόθηκε προσωρινό χρηµατικό βοήθηµα. Σε όλες τις πόλεις υπάρχοντες σύλλογοι ή ιδρυµένοι για τον σκοπό αυτό προσπάθησαν να συνδράµουν µε τη συγκέντρωση και διανοµή τροφίµων, ρουχισµού και κλινοσκεπασµάτων, τη διοργάνωση συσσιτίων κ.ά. Τον συντονισµό της περίθαλψης των προσφύγων είχε το Υπουργείο Περιθάλψεως, το οποίο τον ∆εκέµβριο του 1922 µετεξελίχθηκε σε Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως.
Να σηµειωθεί εδώ ότι η οικονοµική κατάσταση της χώρας ήταν εξαιρετικά δυσχερής και ότι η συναλλαγµατική αστάθεια και ο πληθωρισµός προκάλεσαν το καλοκαίρι του 1923 άνοδο στις τιµές. Η ακρίβεια και οι ελλείψεις σε τρόφιµα επιτάθηκαν από τη συγκέντρωση χιλιάδων προσφύγων στη χώρα
5. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΤΕΓΑΣΗ
Το πιο επείγον ζήτηµα αφορούσε στη στέγαση των χιλιάδων προσφύγων που είχαν κατακλύσει τη χώρα. Κατά την άφιξή τους εγκαθίσταντο όπου ήταν δυνατόν: εγκαταλειµµένες αποθήκες, άδεια σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, θέατρα, δηµόσια κτίρια και στρατόπεδα, υπόστεγα, σιδηροδροµικά βαγόνια, σκηνές, αυτοσχέδιες κατασκευές, όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος. Αρκετοί πρόσφυγες ζούσαν στην ύπαιθρο, χωρίς κανένα στέγαστρο. Συγχρόνως άρχισε η κατασκευή µε απλά υλικά πρόχειρων παραπηγµάτων, τα οποία συχνά σχηµάτιζαν µικρούς οικισµούς. Ένα πρόχειρο οικοδοµικό υλικό που χρησιµοποιήθηκε κατά το πρώτο διάστηµα ήταν πλίνθοι φτιαγµένοι από λάσπη και άχυρα και ξεραµένοι στον ήλιο.
Τα σχολεία δεν λειτούργησαν ή υπολειτούργησαν το σχολικό έτος 1922-1923, αφού τα περισσότερα είχαν επιταχθεί ή καταληφθεί. Αυτό ήταν η αφορµή για την έναρξη ανέγερσης του συνοικισµού Παγκρατίου. Με εγκυκλίους το φθινόπωρο 1923 το Υπουργείο Παιδείας επέσειε αυστηρές ποινές στους υπεύθυνους υπαλλήλους οι οποίοι θα κωλυσιεργούσαν ως προς την εκκένωση των επιταγµένων ή κατειληµµένων σχολείων. Όµως η κατάσταση δεν είχε απολύτως οµαλοποιηθεί ούτε το επόµενο σχολικό έτος 1923-1924.
Η επιτακτική ανάγκη για στέγη οδήγησε την «Επαναστατική Επιτροπή» «να αποφασίσει στις 15 Σεπτεµβρίου 1922 την επίταξη «εν όλω ή εν µέρει» κάθε είδους κενών ακινήτων, οικιών, αποθηκών, κ.ά. για την εγκατάσταση προσφύγων µε αποζηµίωση των ιδιοκτητών από το δηµόσιο, ρύθµιση που επεκτάθηκε τον Νοέµβριο και σε ακίνητα που κατοικούνταν. Επιτάχθηκαν για τον σκοπό αυτό πάνω από 8.000 κενά οικήµατα. Το µέτρο όµως της επίταξης αποδείχθηκε ανεπαρκές και επιβάρυνε τις σχέσεις γηγενών και προσφύγων.
6. Η ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Η µαζική εισροή προσφύγων από τον Σεπτέµβριο του 1922 προκάλεσε προβλήµατα στον τοµέα της δηµόσιας υγείας. Οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τα σπίτια τους, µε ελάχιστα ή τίποτα από τα κινητά αγαθά τους. Πολλοί είχαν µαζί τους µόνο τα ρούχα που φορούσαν. Οι συνθήκες της µετακίνησης και της άφιξης, η σωµατική ταλαιπωρία, η κακή διατροφή, η υποτυπώδης στέγαση, ο ψυχικός τραυµατισµός επιβάρυναν την υγεία τους.
Ως επείγουσα προτεραιότητα θεωρήθηκε η αντιµετώπιση των µολυσµατικών ασθενειών, όπως η ευλογιά, η δυσεντερία, ο εξανθηµατικός τύφος και η πανώλης. Η σηµαντικότερη επιδηµία εξανθηµατικού τύφου στην Ελλάδα τον 20ό αι. σηµειώθηκε το 1922-1923. Υπήρχε επίσης κίνδυνος εξάπλωσης της ελονοσίας στην ύπαιθρο και της φυµατίωσης στα αστικά κέντρα, ασθενειών ενδηµικών στην Ελλάδα πριν το 1922. Η επιδείνωση της δηµόσιας υγείας, καθώς δεν υπήρχαν σηµαντική νοσοκοµειακή υποδοµή, ιατρικό προσωπικό και το απαραίτητο φαρµακευτικό υλικό, ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να απευθυνθεί στην Κοινωνία των Εθνών, προκάτοχο του σηµερινού ΟΗΕ, που ανταποκρίθηκε µε την αποστολή του Γάλλου συνταγµατάρχη Gautier.
Υψηλή θνησιµότητα σηµειώθηκε στις πόλεις λόγω των συνθηκών προσωρινής στέγασης και υγιεινής και ακόµη µεγαλύτερη στα λοιµοκαθαρτήρια από δυσεντερία και τύφο. Στις πόλεις ο αριθµός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων τα έτη 1922-1924. Στην Αθήνα τον Σεπτέµβριο του 1922 λειτούργησαν ως νοσοκοµεία για τους πρόσφυγες η Αστυκλινική Αθηνών και το κτίριο του Βαρβάκειου Γυµνασίου στην οδό Αθηνάς. Συστάθηκαν επίσης δύο άτυπα νοσοκοµεία (σε αντίσκηνα), πίσω από το νοσοκοµείο Συγγρού και στην περιοχή του Χατζηκυριάκειου στον Πειραιά. Σταδιακά ιδρύθηκαν σε όλη τη χώρα νοσοκοµεία αποκλειστικά για πρόσφυγες. Το 1923 ιδρύθηκε στους Αµπελόκηπους το Νοσοκοµείο Προσφύγων Αθηνών (σήµερα Ιπποκράτειο), το 1923 στη Ν. Ιωνία το Γενικό Νοσοκοµείο «Η Αγία Όλγα», στη Ν. Κοκκινιά το νοσοκοµείο της οργάνωσης American Women’s Hospitals (σήµερα Γενικό Κρατικό Νίκαιας). Στη Θεσσαλονίκη λειτούργησε το Κεντρικό Νοσοκοµείο Προσφύγων το 1923 (σήµερα «Γεώργιος Γεννηµατάς»), ενώ και σε πολλές άλλες πόλεις ιδρύθηκαν ή µετατράπηκαν σε προσφυγικά αρκετά νοσοκοµεία.
Έγιναν επίσης µαζικοί εµβολιασµοί και, στο πλαίσιο µιας τεράστιας προσπάθειας, µέχρι τον Απρίλιο του 1923 είχαν εµβολιαστεί 550.000 πρόσφυγες. Ο εµβολιασµός υπήρξε υποχρεωτικός για τους πρόσφυγες και προαιρετικός για τους γηγενείς. Στους προσφυγικούς καταυλισµούς πραγµατοποιήθηκαν απολυµάνσεις και αποφθειριάσεις, ενώ συγχρόνως καταβλήθηκε προσπάθεια καλύτερης διατροφής, προκειµένου να αντιµετωπιστεί η υψηλή νοσηρότητα των προσφύγων.
7. Η ∆ΡΑΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ
Στην περίθαλψη των προσφύγων συνέβαλαν αρκετές ελληνικές οργανώσεις, όπως ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ), η Πανελλήνια Επιτροπή ∆ωρεών (αργότερα Ασιατικό Ταµείο για τους πρόσφυγες), το Πατριωτικό Ίδρυµα Περιθάλψεως, το Εθνικό Συµβούλιο Ελληνίδων, ο Σύνδεσµος υπέρ των ∆ικαιωµάτων της Γυναικός, ο ∆ιεθνής Σύνδεσµος Γυναικών, το Λύκειον των Ελληνίδων, η Χριστιανική Ένωση Νεανίδων (ΧΕΝ). Το φθινόπωρο του 1922 το Εθνικό Συµβούλιο Ελληνίδων, ο Σύνδεσµος υπέρ των ∆ικαιωµάτων της Γυναικός, το Λύκειον Ελληνίδων και το Πατριωτικό ίδρυµαΠεριθάλψεως «ανέλαβαν την εποπτεία 40 καταυλισµών προσφύγων». Πολύπλευρη υπήρξε η δράση του ΕΕΣ, ο οποίος φρόντισε για την υποδοχή των προσφύγων από οµάδες, αποτελούµενες από γιατρούς, εθελόντριες νοσοκόµες και εθελοντές/τριες, τον εφοδιασµό τους µε τρόφιµα, ρουχισµό, στρώµατα και κλινοσκεπάσµατα, σκηνές, ιατροφαρµακευτικό υλικό. Παράλληλα διενήργησε εράνους στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το µεγαλύτερο µέρος της περίθαλψης των προσφύγων ανέλαβαν ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως ήταν, µεταξύ άλλων, ο ∆ιεθνής Ερυθρός Σταυρός, ο Αµερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η American Women’s Hospitals, η Near East Relief, το Save the Children Fund, η Society of Friends. Οι περισσότερες οργανώσεις είχαν στην ευθύνη τους έναν ή περισσότερους προσφυγικούς καταυλισµούς.
8. Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Η ρητή απόφαση για τη µη επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους από τα τέλη Ιανουαρίου του 1923 µε την υπογραφή της Σύµβασης Ανταλλαγής της, αλλά και η εµπειρία για τη γεωργική εγκατάσταση προσφύγων κατά την προηγούµενη περίοδο (1917-1920), οδήγησαν άµεσα στην ανάληψη ενεργειών για την οριστική εγκατάσταση/αποκατάσταση των προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό από την Ανοιξη του 1923 πρόσφυγες µεταφέρθηκαν από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και άλλα µέρη της χώρας στη Μακεδονία, µε το Υπουργείο Γεωργίας να δραστηριοποιείται εκεί µε τις υπηρεσίες Εποικισµού. Σηµαντικότερο ρόλο στην αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων θα διαδραµατίσει από το 1924 η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), η οποία ιδρύθηκε τον Σεπτέµβριο του 1923.
Η προσπάθεια για την οργανωµένη εγκατάσταση προσφύγων στις πόλεις ξεκίνησε ταυτόχρονα µε την αγροτική. Μετά την άφιξη των προσφύγων διευθετήθηκαν νοµοθετικά ζητήµατα που προέκυψαν από την ανάγκη για ταχεία και χαµηλού κόστους οικοδόµηση σπιτιών για τους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1923 ψηφίστηκε πλαίσιο για την ανέγερση νέων οικισµών, καθορίζονταν οι απαιτούµενες απαλλοτριώσεις, ο σχεδιασµός, η δηµιουργία κοινόχρηστων χώρων κ.ά.
Η αστική αποκατάσταση αποτέλεσε κυρίως έργο του κράτους και λιγότερο της ΕΑΠ. Αρχικά η προσωρινή ή και µονιµότερη στέγαση των προσφύγων στις πόλεις ανατέθηκε στο Ταµείο Περιθάψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), το οποίο ιδρύθηκε τον Νοέµβριο του 1922, και στο Υπουργείο Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως. Το πρώτο διάστηµα, οι δύο αυτοί κρατικοί φορείς απλώς διένειµαν σκηνές ή κατασκεύαζαν παραπήγµατα. Μέχρι το 1925, οπόταν τερµάτισε τη λειτουργία του, το ΤΠΠ παρέδωσε 4.000 ολοκληρωµένα οικήµατα και άλλα 2.500 ηµιτελή.
Τα πρώτα προσφυγικά οικήµατα-παραπήγµατα ανεγέρθηκαν στην Αττική στο Πεδίο του Άρεως, στους Αµπελόκηπους, τα Παλαιά Σφαγεία (Καλλιθέα), τις Τζιτζιφιές, τα Νέα Σφαγεία (Ταύρος), την Καισαριανή, τη Ν. Ιωνία, τη Ν. Κοκκινιά, αλλά και σε άλλες πόλεις. Τα έτη 1922-1924, το Υπουργείο Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως κατασκεύασε 18.337 οικήµατα .Για την ανέγερση προσφυγικών συνοικισµών επιτράπηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ή επίταξη οικοπέδων. Στην Αθήνα η πρώτη έκταση που αξιοποιήθηκε το 1923 για µαζική στέγαση των προσφύγων ήταν 100 στρέµµατα στις παρυφές του Παγκρατίου, ο συνοικισµός Παγκρατίου (από το 1924 Βύρωνας). Εκεί κοντά, όπου ήταν ήδη πρόχειρα εγκατεστηµένοι σε σκηνές περίπου 8.000 πρόσφυγες, χωροθετήθηκε ο συνοικισµός Συγγρού (Καισαριανή). Το ίδιο έτος θεµελιώθηκαν και οι δύο άλλοι µεγάλοι συνοικισµοί της Αττικής, η Ν. Ιωνία και η Ν. Κοκκινιά. Η ΕΑΠ από το 1924 συνέχισε ή ξεκίνησε την κατασκευή προσφυγικών συνοικισµών σε πόλεις της Ελλάδας.
9. Η ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ…
ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Μια ιδιαίτερη αναφορά απαιτείται µε πληροφορίες που αφορούν την πόλη που βρίσκεται το Γ.Ε.Λ Σούδας .«Στα Χανιά εγκαταστάθηκαν πριν το 1922 περίπου 850 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα ∆ωδεκάνησα για τη στέγαση των οποίων επιτάχθηκαν 33 ιδιωτικά κτίρια», γράφει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης. Στις αρχές Αυγούστου του 1922 έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος Σεπτεµβρίου στα Χανιά βρίσκονταν 17.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε δηµόσια και ιδιωτικά κενά κτίρια, ενώ µέρος τους µεταφέρθηκε σε χωριά του νοµού. Καθώς ο αριθµός τους ήταν µεγάλος για τις δυνατότητες του τόπου, αναχώρησαν σταδιακά είτε για το Ηράκλειο είτε για άλλα µέρη της Ελλάδας.
Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νοµό Χανίων 11.021 πρόσφυγες από τους οποίους οι 9.052 στην πόλη των Χανίων. Κατά το πρώτο διάστηµα σηµαντικός αριθµός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά σε οικισµούς κοντά στα Χανιά, όπως στη Σούδα, τον Αλικιανό, το Καστέλι Κισσάµου και το Μάλεµε. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται περίπου 10.000 πρόσφυγες στο νοµό Χανίων. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 8.246 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 6.925 στην πόλη των Χανίων και 772 στους πλησιόχωρους οικισµούς της επαρχίας Κυδωνίας. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 21,5% του συνολικού πληθυσµού της πόλης των Χανίων το 1928. Επίσης απογράφηκαν 262 πρόσφυγες στη Σούδα και 151 στα Τσικαλαριά.
Σύµφωνα µε στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον ∆εκέµβριο του 1925 στο νοµό Χανίων ο «αστικός» πληθυσµός ανερχόταν σε 1.450 οικογένειες (5.892 άτοµα) και ο «γεωργικός» σε 1.050 (4.108 άτοµα).Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά προέρχονταν από οικισµούς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, η Σµύρνη, το Αϊδίνι και το Μελί». Η διανοµή των ανταλλάξιµων περιουσιών έγινε µε κλήρους στους πρόσφυγες και καταγράφονται πολλές διενέξεις ανάµεσα σε γηγενείς και πρόσφυγες για τη δίκαιη κατανοµή.
10. Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Μια εκτίµηση για τη σχέση γηγενών –προσφύγων όπως παρατίθεται στο βιβλίο της νεότερης ιστορίας
. Η αντίθεση γηγενών-προσφύγων
Η εντονότατη αντίθεση γηγενών και προσφύγων διαχέεται σ’ όλον τον ελλαδικό χώρο […] Οι άνθρωποι που µόλις διασώθηκαν από την τουρκική σφαγή αποκαλούνται «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισµένοι» [επειδή συνήθιζαν να τρώνε γιαούρτι]. Η λέξη «Σµυρνιά» από προσδιοριστική της γυναικείας µικρασιατικής καταγωγής, γίνεται στο νεοελληνικό λεξιλόγιο συνώνυµη της πόρνης. […] Η λέξη «πρόσφυγας» διαχέεται στον κοινωνικό ιστό µε τον πιο υποτιµητικό τρόπο […]. Το «ρατσισµό» αυτό προσπαθούν να εκµεταλλευτούν οι φασιστοειδείς κινήσεις που […] απαιτούν […] να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν […] κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι […] Έλληνες.
Ά. Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική ∆ηµοκρατία, 1924-1935, Θεµέλιο, Αθήνα 1999, σ. 223-228.
Όµως παρά τις αντιθέσεις σε οικονοµικό επίπεδο, η αγροτική οικονοµία αναζωογονήθηκε, καθώς οι πρόσφυγες αξιοποίησαν ακαλλιέργητες εκτάσεις εφαρµόζοντας και νέες καλλιεργητικές µεθόδους. Η συγκέντρωση πολλών από αυτούς στα αστικά κέντρα πρόσφερε νέες δυνατότητες στο εµπόριο και στη βιοµηχανία. Οι περισσότεροι γνώριζαν κάποια τέχνη και, έχοντας µεγάλη ανάγκη από χρήµατα, εργάζονταν ακόµη και µε χαµηλές αµοιβές. Όσοι διέθεταν κεφάλαιο ασχολήθηκαν µε το εµπόριο και τη βιοτεχνία, όπου αρκετοί διέπρεψαν.
Σε κοινωνικό επίπεδο οι πρόσφυγες έφεραν στην κοινωνία της Ελλάδας τον τρόπο ζωής τους, τις συνήθειές τους, τη µουσική τους (ρεµπέτικο τραγούδι), την κουζίνα τους. Καθώς πολλές από τις γυναίκες πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να εργαστούν και αρκετές από τις γηγενείς έκαναν το ίδιο, τα στερεότυπα που ήθελαν τη γυναίκα κλεισµένη στο σπίτι και υποχείριο του άντρα άρχισαν να κλονίζονται.Τέλος, οι πρόσφυγες έδωσαν νέα πνοή στα Γράµµατα και στις Τέχνες. Σηµαντικοί λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Σεφέρης (Νόµπελ Λογοτεχνίας 1963), ο Ηλίας Βενέζης, ο Κοσµάς Πολίτης, ο Στρατής ∆ούκας και η ∆ιδώ Σωτηρίου, ήταν Μικρασιάτες.
Συνοψίζοντας µπορούµε να πούµε ότι παρ’ όλες τις δυσχέρειες και τις κακουχίες, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες τα κατάφεραν. Βελτίωσαν τη ζωή τους αλλά ανανέωσαν και ην Ελλάδα και αποτέλεσαν έκτοτε και µέχρι σήµερα, αναπόσπαστο τµήµα του Ελληνικού λαού
* Το κείµενο βραβεύθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισµό του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος. Κ. Βενιζέλος»
Μάλλον το ανάποδο θα έπρεπε να ισχύει ως προς τον ρατσισμό. Εδω οι γηγενείς ήταν σχεδον “ημιάγριοι” και απολίτιστοι, ούτε απο μαγειρική ήξεραν, ούτε να καλλιεργούν τη γη, ακόμα και το νερό το είχαν μόνο για να το πίνουνε, αφου δεν πλενόντουσαν σχεδόν ποτέ (μερικά παραδείγματα) και μαλιστα κορόιδευαν τους Μικρασιάτες επειδή φρόντιζαν για την ατομική τους υγειινή καθημερινά!
Και πως τους ονομάζουν “πρόσφυγες”? Από που και ως πού? Εκεί δεν ήταν Ελλαδα χιλιάδες χρόνια, εκει δεν ήταν η Ιωνία?