Θε να κοντεύανε δυο ώρες που είχαμε φύγει απ’ το Λακκί της Λέρου, το δεύτερο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Μεσογείου, μετά τη Μάλτα, κι ακουμπισμένος στην κουπαστή του πλεούμενου, έστερνα νου, καρδιά και ψυχή μου να αρμενίζουν εκεί, στον ορίζοντα ίσα μπροστά, που είχε ξεπροβάλλει από τα κύματα σα μισοφέγγαρο λαμπερό το αγιασμένο νησί της Πάτμου.
Στραφτάλιζε ο γυαλός, πιτσιλιές το θαλασσόνερο χαϊδολογούσε χέρια και μούτρα μου κι ο νους μου φτερούγιζε. Πάγαινε πίσω, αιώνες πίσω, πολλούς αιώνες, όταν ο γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης μαζί με τον αδερφό του Ιάκωβο εγκατέλειψαν δίχτυα, βάρκες και γονείς κι ακολούθησαν τον Ιησού. Κι έμελλε να γίνει ο απόστολος κι ευαγγελιστής Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού που απ’ τον Σταυρό του μαρτυρίου του εμπιστεύτηκε τη Μητέρα Του Παναγία.
Δίδαξε τον λόγο του Θεού, διώχθηκε, βασανίστηκε κατ’ επανάληψη και εξορισμένος από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, βρέθηκε στην Πάτμο, έζησε στο Ιερό Σπήλαιο, είχε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και εκεί έγραψε την Αποκάλυψη, το σπουδαίο αυτό έργο της Ορθοδοξίας.
Κι ως πλήθιαναν παγωμένες οι θαλασσοσταγόνες στο ξεσκούφωτο κεφάλι και τα γυμνά μου χέρια, ως με μπάτσιζε και μάχονταν να με σωριάζει χάμω ο βορινός αγέρας, πρόβαλε πιο ξεκάθαρο το όνειρό μου να επισκεφτώ την Πάτμο. Ενα πολυκαιρισμένο όνειρο που, να, έπαιρνε σάρκα και οστά.
Εβλεπα αφρισμένα τα σμαραγδένια νερά να αντιμάχονται το πλεούμενό μας που τρύπωνε σα σφήνα στα βάθη τους κι όλο σιμώναμε, ώσπου αχνοφάνηκε ένα κάστρο, θαρρείς, στο καματερό βουνό του νησιού κι ολόγυρα άσπρα πετρώματα ή χαμηλόσπιτα, που απόρησα τι νά’τανε. Κι ως όργωνε το μικρό καράβι το Αιγαίο πέλαγος, πάσκιζα να βεβαιωθώ αν όραμα ή πραγματικότητα ήντονε το όμορφο θέαμα, όταν μια τραχιά μα ζεστή φωνή ακούστηκε.
-Το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου τριγυρισμένο με τα αρχοντικά της Χώρας, είναι…
Γύρισα, αρμυροποτισμένος και πρόσχαρος ο άγνωστος, έστεκε συμπονετικός, που είδε την αγωνία μου, μηχανές, μολύβια και χαρτιά, τα σύνεργά μου και θέλησε να με βγάλει απ’ το αδιέξοδό μου.
– Ευχαριστώ κύριε.. μα ποιος…
-Ο πλοίαρχος. Σε είδα, κατάλαβα, γραμματιζούμενος θα είσαι…
-Είστε η καλύτερη διαφήμιση της Πάτμου καπετάνιε…
-Δωδεκανήσων πες καλύτερα. Είναι στο αίμα μας, να είμαστε φιλικοί με τους επιβάτες.
-Και η Αποκάλυψη; Χαμηλορώτησα.
-Το μοναστήρι που φαίνεται σαν κάστρο είναι σχεδόν πάνω από το Σπήλαιο που έγραψε ο Άγιος Ιωάννης την Αποκάλυψη. Προλαβαίνεις να το επισκεφτείς απόψε κι όλας.
-Και τα αρχοντικά που είπατε;
-Αυτά που ασπρίζουν… αιώνες κι αυτά χτισμένα…
Έκανα κάτι να ρωτήσω, με σταμάτησε.
-Θα τα μάθεις εκεί. Πρέπει να πάω τώρα στην τιμονιέρα. Καλά να περάσεις.
Δεν τον ξανάδα τον καπετάνιο. Χώθηκε στη μικρή γέφυρα, κοντράρισε τα κύματα, έφερε σε ισιάδα το δυνατό ετούτο σκαρί, μπήκαμε στο λιμάνι της Πάτμου, την Σκάλα, τον μεγαλύτερο οικισμό του νησιού.
Τώρα, δεν με δέρνανε οι σταγόνες μηδέ κι ο αγέρας. Μόνο τα αγαπημένα πρόσωπα ξεχώριζα που με ανοιχτά χέρια με καλωσορίζανε όσο ήμουνα στο κατάστρωμα κι υστερνά σαν πάτησα στεριά με τα ωραία κτίρια και πολλά Βενετσιάνικα κι ελληνικά κοσμήματα αρχιτεκτονικής τέχνης ολόγυρα.
Αγκαλιές και φιλιά αγάπης ανταλλάξαμε με τον Μπενέτο, γέννημα θρέμμα της Πάτμου και την υπέροχη γυναίκα του τη Σούζη που από το Μαϊάμι βρέθηκε εδώ πριν χρόνια πολλά, γνωριστήκανε, ενώσανε τις τύχες τους, στρώσανε τη δουλειά τους με ένα θαυμάσιο εστιατόριο κι χαίρονται το δυο Λυκειόπαιδά τους. Μια σύντομη γνωριμία με το νησί και πρώτος σταθμός το δημοσιογραφικό μου ενδιαφέρον, η τοπική εφημερίδα Πατμιακά Χρονικά με την δραστήρια οικοδέσποινα Σμαράγδα να μας ενημερώνει για τα της μηνιαίας εφημερίδας που με πολύ γούστο εκδίδει και το νησί γενικότερα.
Μα η Σούζη βιαζότανε κι άμεσα πήγαμε στο Αγιασμένο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, προσκυνήσαμε, είδαμε τον χώρο που ασκήτευε πριν από κοντά δυο χιλιάδες χρόνια ο Άγιος και νιώσαμε πνευματική, ψυχική και σωματική ανάταση μαζί με συγκλονιστική προσέγγιση στα θεμέλια της πίστεώς μας. Εικόνες, μυστήρια και συναισθήματα μας κατακλύσανε που δεν λέγονται σε ένα χρονογράφημα.
Ανεβήκαμε σκαλοπάτια, περάσαμε γαλαρίες και στενά δρομάκια, πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου που σαν πύργος μυθικός δεσπόζει και προστατεύει το νησί. Μπήκαμε στο καθολικό με τους ιερούς θησαυρούς και κειμήλια, χωθήκαμε στο υπέροχο μουσείο-σκευοφυλάκιο με τα σπάνια εκθέματα και μετά στην επιβλητική, υπόγεια βιβλιοθήκη με τις χιλιάδες βιβλία πριν αιώνες κι ως τα σήμερα γραμμένα, από φωτισμένους ανθρώπους κι αγίους.
Τρεις μέρες γυρνάγαμε την Πάτμο με τους τρεισήμισι χιλιάδες κατοίκους, τα πολλά μοναστήρια, εκκλησιές, παραλίες, εστιατόρια, ξενοδοχεία και ταβέρνες.
Δύσκολο να έρθεις κανείς ως τα εδώ αφού δεν επιδιώκουν να κάνουν αεροδρόμιο μην και γίνει μια δεύτερη Μύκονος, μα αξίζει τον κόπο. Αποζημιώνεσαι με το παραπάνω.
Ένα βάπτισμα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.