Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
Δεν θέλω πια να αγγίξω τα χρώματά του
Κλείνω τα μάτια μου για να δω
(Γαλάζια σπλάχνα) Ν. Καρούζος
Μέσα στο τοπίο της ερημίας, διαυγής, διάφανος, ολόγυμνος ο Σταύρος Ψυλλάκης, τρυφερός, ραγισμένος αλλά και συμπαγής όταν κινηματογραφεί. Ενας ακριβός φίλος έτοιμος να μοιραστεί το πρόβλημά σου, αλλά κυρίως τη χαρά σου. Γιατί οι ακριβοί φίλοι στη χαρά μετριούνται.
Nα γράψω ένα σχόλιο για τον Σταύρο μου ζητήθηκε. Οταν το είπα στον Σταύρο κοκκίνισε από ντροπή. Αντε εσύ να γράψεις σχόλιο. Παρ’ όλα αυτά θα προσπαθήσω να γράψω μερικά λόγια για το φίλο Σταύρο κάνοντας χρήση του “ζυγού ακριβείας” για να πέφτουν οι λέξεις ακριβώς.
Τον πρωτογνώρισα πριν από χρόνια όταν ένα πρωί με επισκέφτηκε στο γραφείο μου μαζί με ένα φίλο του και συνεργάτη τον Κώστα Πάλμα. Στη θύμηση αυτού του ανθρώπου, του Κώστα -που έφυγε νέος για τους ασάλευτους τόπους- είναι αφιερωμένο αυτό το σχόλιο και ας αναφέρεται στη δουλειά του Σταύρου.
Επειδή ο καλύτερος τρόπος για να φτάσεις στον πυρήνα του κινηματογραφιστή Σταύρου είναι να μιλήσεις για τους ήρωές του, ακούστε λοιπόν την ιστορία.
Το ραντεβού με το Σταύρο και το συνεργάτη του ήταν γιατί ήθελε ο Σταύρος να κάνει κάτι για το ψυχιατρείο και τους έγκλειστούς του.
Στο γραφείο μου έπινα καφέ με έναν ασθενή, τον Κώστα Σηφάκη ο οποίος χρόνια βασανιζόταν με οπτικές ψευδαισθήσεις. Τόσο πολύ που κάποια στιγμή μου είχε πει: γιατρέ τίποτα δεν μπορείς να κάνεις με τα χάπια σου, δεν μου βγάζεις τα μάτια να τελειώνουμε, να ησυχάσω κι εγώ επιτέλους;
Πριν μπει ο Σταύρος με τον Πάλμα στο γραφείο μου, λέω στον Κώστα να καθίσει στην καρέκλα μου και να κάνει τον ψυχίατρο. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του το έκανε. Μπαίνοντας μέσα οι επισκέπτες, τους σύστησα στον “συνάδελφο” και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε τα τετριμμένα. Σε κάποια στιγμή ο Σηφάκης προσηλώνοντας το βλέμμα του στον Πάλμα του λέει: Εχεις πρόβλημα με τα μάτια σου! Βλέπω τον Πάλμα να τα χάνει. Είχε κι αυτός μια ιστορία με τους Ραϊχικούς και είχε πειστεί ότι «έχει μπλόκ στη ζώνη των ματιών». Χρειάστηκε χρόνος και προσπάθεια για να τον πείσω ότι ο Σηφάκης δεν είναι ψυχίατρος και ότι όλο το σκηνικό ήταν μια πλάκα. Μα πώς γίνεται να βρει το πρόβλημα μου αμέσως, μου έλεγε ο Πάλμας. Ηταν ο καλύτερος τρόπος να τους βάλω στην άποψη ότι δεν υπάρχει ξεχωριστός δρόμος που οδηγεί στην τρέλα. Από τον δρόμο της λογικής φτάνει κανείς στην τρέλα. Και η τρέλα είναι ένα τρόπος του υπάρχειν στον κόσμο, και ότι το φυσιολογικό από το μη φυσιολογικό είναι ένα συνεχές.
Δεν χωρίζονται από ένα βαθύ χαντάκι, αλλά από μια πολύ λεπτή γραμμή. Και αν την περάσεις… Αυτή τη “στιγμή” έπρεπε κατά τη γνώμη μου να γράψει κινηματογραφικά ο Ψυλλάκης, στο ντοκιμαντέρ “Ο Ανθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν”. Υπήρξαν βέβαια κα άλλες πολλές προσπάθειες για να μπορέσει το κινηματογραφικό συνεργείο να ψαύσει αυτό που λέμε “τρέλα”. Απλές συζητήσεις, συγκατοίκηση με τους ασθενείς κ.λπ., κ.λπ. Ο Σταύρος μάζευε “ίχνη” από αυτή την εμπειρία και όλο αυτό το υλικό το έδωσε με μαγικό τρόπο στο ντοκιμαντέρ “Ο Ανθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν”.
Ο τίτλος είναι του ποιητή Γ. Κοκκινίδη, έγκλειστου τότε και τώρα κατοίκου του επέκεινα. «Το ψυχιατρείο είναι ο τόπος που θα επισκέπτομαι να βλέπω τις σκουριασμένες αλυσίδες μου» μου έλεγε. Πού ξέρεις, μπορεί και να το επισκέπτεται, γιατί ακόμα ακούγονται οι οιμωγές του παρελθόντος, οι τριγμοί από τις αλυσίδες, οι αποτρόπαιοι κρότοι και οι εφιαλτικές κραυγές.
“Ο Ανθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν” υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την αλλαγή του ψυχιατρικού σκέπτεσθαι και του ψυχιατρικού πράττειν, για την αλλαγή του ψυχιατρικού παραδείγματος. Ηδη τώρα τη θέση του Ασυλικού χάους στην Κρήτη πήρε ένα σύγχρονο σύστημα ψυχιατρικής κοινοτικής φροντίδας.
Οταν πρωτογνώρισα τον Σταύρο και παρατηρώντας πώς χειριζόταν την κάμερα, πώς προσέγγιζε τα πλάνα, το υλικό του, βλέποντας τον σκεπτικισμό του, έβγαλα το συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι από άγνοια. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν από γνώση, στέρεη γνώση της τέχνης του. Ο Σταύρος είναι ένας τελειομανής. Κυνηγός του άπιαστου, του άλεκτου, των υπόγειων ρευμάτων, των υπαρξιακών δονήσεων και των οντολογικών καταβυθίσεων. Ολη του τη δουλειά διαπερνά αυτό το νήμα, αυτό της εναγώνιας υπαρξιακής απορίας. Εκεί όμως που νομίζω ότι κορυφώνεται η δουλειά του Σταύρου είναι στο “Αλλος δρόμος δεν υπήρχε”.
Ακούστε μια ιστορία του Γιάννη Λιονάκη, ενός απ’ τους πρωταγωνιστές της ταινίας:
«Ημουν μαζί με τον Μπλαζάκη και πέφτομε σε ενέδρα. Μπροστά μας στα 200 μέτρα 80 χωροφύλακες να χτενίζουν τον τόπο. Ηταν θέμα λίγου χρόνου να μας εντοπίσουν. Εκεί που σκεφτόμαστε τι να κάνουμε και πώς να τους ξεφύγουμε, ακούγεται ότι ο επικεφαλής του αποσπάσματος δίδει εντολή να σταματήσουν για λίγο για ξεκούραση και κολατσιό. Είχα στο σακούλι μια ντομάτα κα λίγο ξερό ψωμί. Ελα, λέω στο Μπλαζή να φάμε και εμείς γιατί μπορεί να μην ξαναφάμε! Κόβω την ντομάτα στα δύο και φάγαμε. Επειτα του λέω ξέρω τον τόπο καλά. Ακολούθησέ με. Περνώντας ανάμεσά τους ξεφύγαμε και γλυτώσαμε»
Δεν έχω ξανακούσει στην ίδια στιγμή αποθέωση της ζωής και ακραία περιφρόνηση του θανάτου. Αυτή την υπερβατικότητα κατέγραψε ιδανικά ο Σταύρος στο ντοκιμαντέρ “Αλλος δρόμος δεν υπήρχε”. Αυτά τα ακραία όρια της ύπαρξης.
Μία διδαχή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μια διαπίστωση για τις ατελεύτητες δυνατότητες του ανθρώπου, μία ιδανική αξίωση της ζωής μέσα από την προσήλωση σε ηθικά προτάγματα.
Σ’ ευχαριστούμε Σταύρο για τις δωρεάν συγκινήσεις που μας πρόσφερες. Εύχομαι να παραμείνεις κυνηγός ακριβών στιγμών, διώκτης του εφήμερου και του λαμπερού, αναδεύοντας τα βαθιά και σκοτεινά ύδατα της ύπαρξης. Μακριά από τις σύγχρονες λεωφόρους που οδηγούν στο τίποτα, στο ανέμελο, στο άκοπο, στο ευτελές. Ας μην σε ακολουθεί η πομπή, εσύ να παραμείνεις στο μονοπάτι της εσχατιάς της ουσίας των πραγμάτων.