Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο! Τρία πεζά κείμενα κι ένα ποίημα απ’ το παλιό αναγνωστικό της Β’ Δημοτικού (συγγραφέας του ο Βασίλης Οικονομίδης με εικονογράφηση του ζωγράφου Γιώργου Μανουσάκη), που μεγάλωσε πολλές γενιές ελληνόπουλων από το 1954 μέχρι τα τέλη της 10ετίας του 1970, στον σημερινό Παιδότοπο. Επί τη ενάρξει του νέου σχολικού έτους. Aρωμα μιας άλλης εποχής, πολύ μακρινής για τα σημερινά παιδιά. Πρώτες μέρες στο σχολείο, καλή σχολική χρονιά σε μαθητές και δασκάλους! Σας χαιρετώ με αγάπη όλους! Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης δάσκαλος
Με τον πατέρα στο βιβλιοπωλείο Τι χαρά που δοκιμάζει σήμερα ο Θανασάκης! Μαζί με τον πατέρα του πηγαίνει στο βιβλιοπωλείο. Σωστό πανηγύρι έχουν εκεί τα παιδάκια. Αλλα αγοράζουν κασετίνες, άλλα τετράδια. Μερικά έχουν στο χέρι μολύβια. Τι πολλά βιβλία! Τι σάκες! Τι εικόνες! Τι τετράδια! Πόσα άλλα ωραία πράγματα! Ο Θανασάκης κοιτάζει τις σάκες και τις θαυμάζει. Η σάκα, που είχε πέρυσι, πάλιωσε. – Διάλεξε όποια θέλεις, παιδί μου, του λέει ο πατέρας. Ναι. Αλλ’ αυτές είναι τόσο πολλές! Τι είδους να διαλέξη; από δέρμα; από ύφασμα; από μουσαμά; από τι; – Ν’ αγοράσετε μια απο δέρμα, τους σύστησε ο βιβλιοπώλης. Μια φορά θα δώσετε τα χρήματα, πρέπει να πιάσουν τόπο. Να σας δώσω μάλιστα μια που να κλειδώνη. Και πραγματικά, τους έδωσε μια που κλείδωνε. Άρεσε και στον πατέρα και στο παιδί. Ύστερα αγόρσαν ένα ωραίο βιβλίο. Αγόρασαν και μολύβια και τετράδια. – Θέλω και μια κασετίνα καινούρια, πατέρα, ζήτησε ο Θανασάκης. – Κασετίνα έχεις, παιδί μου, την περσινή. Ας κάνωμε κάποια οικονομία. Δεν έχομε και πολλά χρήματα. Τώρα ο Θανασάκης έγινε σωστός μαθητής. Τίποτε δεν του λείπει. Σάκα, βιβλίο, τετράδια, μολύβια. Ω! με τι όρεξη γυρίζει στο σπίτι! Πέτα από χαρά. Η μητέρα κι η θεία του τον καμαρώνουν. Τον δέχονται με χίλιες δύο ευχές. Ο Θανασάκης χαϊδεύει τη σάκα του και το βιβλίο. Κοιτάζει όλες τις εικόνες και χαμογελά. Είναι πολύ ευχαριστημένος από τα πράγματα που του αγόρασε ο πατέρας.
Πρώτη μέρα στο σχολείο – Τόση βιάση και σπουδή! Για πού πας, καλό παιδί; Κίνησες νωρίς νωρίς και τρεχάτο προχωρείς. Στάσου να διασκεδάσης με τις ομορφιές της Πλάσης! Κόψε απ’ τα περβόλια πάλι του χινόπωρου τα κάλλη! – Να σταθώ; Δεν ευκαιρώ, γιατί πάω στο φτερό. Και που πάω, να σου το πω Στο σχολειό μου, π’ αγαπώ! Τέλος Αγρας
Το καινούργιο βιβλίο Τι μεγάλη χαρά που έχουν τα παιδιά σήμερα! Αγόρασαν όλα καινούργιο βιβλίο. Το κοιτάζουν και δεν το χορταίνουν. Τι ωραίο εξώφυλλο! Τι ζωγραφιές! Τι καθαρά γράμματα! – Αλήθεια, παιδιά! Ποιος το φτιάνει το βιβλίο; είπε ο Ζαφείρης. – Ο βιβλιοπώλης, λέει η Μαρίτσα. Απ’ αυτόν δεν το αγοράζομε; Ε, αυτός το φτιάνει. Άλλο πάλι παιδί έλεγε πως το φτιάνει ο βιβλιοδέτης. Τη συζήτηση την άκουσε κι ο δάσκαλος και τους είπε: – Ούτε ο βιβλιοπώλης, παιδιά μου, το φτιάνει το βιβλίο ούτε ο βιβλιοδέτης. Για να γίνη, εργάζονται πολλοί. Και πρώτα πρώτα αυτός που το γράφει. Το όνομά του το βλέπετε στο εξώφυλλο. Για να το γράψη, χρειάζεται καιρό. Υπάρχουν βιβλία που, για να γραφτούν, χρειάζονται χρόνια. – Χρόνια! είπαν μερικά παιδιά με απορία. – Βέβαια, τόνισε ο δάσκαλος. Υστερα έρχεται ο ζωγράφος, που κάνει τις εικόνες. Και αυτός κοπιάζει πολύ. Επειτα οι τυπογράφοι και τόσοι άλλοι… – Ώστε τόσοι εργάζονται για το βιβλίο; είπε η Φωτούλα. – Μάλιστα. Και σ’ όλους αυτούς χρωστούμε χάρη, γιατί κοπίασαν. Χάρη σ’ αυτούς έχομε το βιβλίο, που μας μαθαίνει τόσα χρήσιμα πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει να το προσέχωμε. Να μην το μουτζουρώνωμε. Όταν το πιάνωμε, να είμαστε καθαροί. Η σάκα μας, τα ρούχα, τα χέρια μας να είναι κατακάθαρα. Με χέρια ακάθαρτα, πως θα έχωμε καθαρό το βιβλίο;
Ο Νίκος και το γαϊδουράκι – Εγώ, κύριε, είπε ο Νίκος, πήγα στην εξοχή με τη θεία μου. Είναι πολύ ωραία εκεί. Είναι κρύα νερά, δέντρα με παχύ ίσκιο. Είναι και πολλά περιβόλια. Εχουν μπάμιες, μελιτζάνες, ντομάτες. Εκεί είδα μια μέρα και τον Πάρη. – Ναί, ήμουν κι εγώ, βεβαίωσε ο Πάρης. Και είδα το Νίκο καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι. Φοβόταν να μην πέση. Ο Νίκος διαμαρτυρήθηκε. Πειράχτηκε μ’ αυτό που είπε ο Πάρης. – Αυτό δεν είναι σωστό, είπε. Την πρώτη φορά που καβαλίκεψα τότε μονάχα είχα φοβηθή. Τότε είχα πιαστή από το σαμάρι. Ύστερα όμως συνήθισα. Τώρα δε φοβούμαι πια, όταν καβαλικεύω. Κι ενώ έλεγε αυτά ο Νίκος, άνοιξε τα χέρια του. Μ’ αυτό ήθελε να δείξη πως δε φοβάται πιά. Ούτε έχει ανάγκη να πιαστή από το σαμάρι.