Οι σφαίρες πέφτουν σαν βροχή. Ο ήχος τους επάνω στα μέταλλα και στις πέτρες είναι εφιαλτικός. Το ανάχωμα των αμυνομένων δεν φτάνει να τους προστατέψει. Οι σφαίρες που ξαστοχούν, φυτεύονται στο χώμα, με τέτοια ορμή και ταχύτητα που κάνουν την γή να αναπηδά. Το αίμα των τραυματιών απλώνεται σαν λίπασμα στην μαρτυρική γη και οι πολεμικές ιαχές και κραυγές, αληθινής τραγωδίας όπερα.
Δυο νοσοκόμοι στο ανάχωμα, έχουν βαλθεί να μεταφέρουν τραυματίες, με τις άσπρες μπλούζες τους κατακόκκινες από το αίμα. Σε κανέναν δεν χαρίζονται οι σφαίρες ούτε στις άσπρες μπλούζες της ειρήνης. Τέσσερα πολυβόλα κροταλίζουν εφιαλτικά, ασταμάτητα, λες και το μαρτύριο αυτό δεν θα τελειώσει ποτέ. Οι ήρωες και από τις δυό πλευρές βουτηγμένοι στις λάσπες από την πρωινή βροχή, επιμένουν λυσσαλέα να ξεκάνουν τον εχθρό για να σταματήσει ο εφιάλτης. Οι όλμοι σφυροκοπούν και δεν υπάρχει σημείο ασφαλές να προφυλαχθεί κανείς τους. Οι σφαίρες τελειώνουν μα η λυσσωδεία συνεχίζεται με τις λόγχες, προσπαθώντας ο ένας στρατός να μπεί στις γραμμές του άλλου. Ένα βλήμα χειροβομβίδας χτυπάει στην πλάτη ένα ξαπλωμένο στρατιώτη που πυροβολεί με το όπλο του πρημυδών.
Δεν καταλαβαίνει τον πόνο από την αδρεναλίνη που έχει καταλάβει το σώμα του και ρίχνει νεκρός την τελευταία σφαίρα που βρίσκει κατάστηθα τον εχθρό που είχε ρίξει την χειροβομβίδα. Μα ποιοί είναι οι καλοί να πάρουμε το μέρος τους και ποιοι οι κακοί να τους καταραστούμε να χάσουνε τη μάχη; Μια ριπή πολυβόλου γαζώνει κυριολεκτικά μια σειρά φαντάρων και μια γυναίκα αγρότισσα που βρέθηκε εκεί το πρωί αγνοώντας τον κίνδυνο, ουρλιάζει και υποφέρει. Τα ρούχα της είναι γεμάτα αίματα αλλά δεν είναι δικά της. Είναι από τους στρατιώτες που γάζωσε το πολυβόλο. Κι όμως συνεχίζει να βογγάει και να ουρλιάζει από πόνους. Στο πρόσωπό της έχει κολλήσει το μαντήλι της από τον ιδρώτα και τα αίματα των στρατιωτών κι εκείνη έχει παραφρονήσει. Κρατάει την τεράστια κοιλιά της, έλεος, μια γυναίκα γεννάει στο πεδίο της μάχης, που ακούστηκε αυτό; Οι πόνοι γίνονται οδύνες ανυπόφορες, πάει να ανασηκωθεί από την πλαγιά του αναχώματος, ένας φαντάρος την ρίχνει πάλι κάτω να την προστατέψει, ταυτόχρονα πυροβολεί να σκοτώσει τον εισβολέα και με το άλλο χέρι να σώσει το νέο παιδί που γεννιέται. Οι νοσοκόμοι τρέχουν να μεταφέρουν τραυματίες, ο νέος άνθρωπος που γεννιέται δεν είναι στις προτεραιότητες τους. Ο φαντάρος πέφτει στα τέσσερα ξεγυμνώνει την γυναίκα και εκεί στο λασπωμένο από την βροχή και αίμα χώμα, γεννιέται το παιδί. Το αίμα της μήτρας που δίνει ζωή ανακατεύεται με το αίμα του θανάτου στο χώμα. Πρώτο κρεβάτι του νεογέννητου, η λασπωμένη ματωμένη γη και πρώτη πάνα η χλαίνη απο νεκρό στρατιώτη. Παύσατε πυρ φωνάζει ο λοχαγός των αμυνομένων στο ανάχωμα. Το κλάμα του νεογέννητου ας ακουστεί να γίνει λύτρωση από αυτό τον εφιάλτη.
Οι επιτιθέμενοι βλέπουν την παύση πυρός και σιγούν και τα δικά τους όπλα να καταλάβουν τι συμβαίνει. Το κλάμα του νεογέννητου γεμίζει τον κάμπο. Όλοι σηκώνονται όρθιοι και μένουν ακίνητοι. Τα όπλα χαμηλώνουν σε ένδειξη ασφάλειας. Τι γυρεύει μια γέννα στη μάχη, σκέφτονται .Είναι έξω από τις διαταγές και τα πολεμικά σχέδια. Πρέπει όμως να συνεχίσουν, ή όχι; Περιμένουν διαταγές; Όχι, δεν περιμένουν διαταγές. Απολαμβάνουν την ολιγόλεπτη ειρήνη που έφερε το απρόβλεπτο γεγονός. Το νεογέννητο αγόρι σε ποιόν από τους δυο στρατούς ανήκει και ποιον από τους δυο θα υποστηρίξει όταν μεγαλώσει και πάει φαντάρος; Οι δυο αξιωματικοί των αντιμαχομένων συναντώνται στο μέσον του μετώπου και συζητούν. Είναι κουρασμένοι και ξαρμάτωτοι, οι στολές τους στην λάσπη και το αίμα, παράσημα της ανθρώπινης ανοησίας. Οι νεκροί κείτονται και στις δύο πλευρές του μετώπου και το νεογέννητο αναζητά το λασπωμένο στήθος της μάννας να το θρέψει.Οι αξιωματικοί βουβοί κι αμίλητοι. Δεν προβλέπει το εγχειρίδιό τους τίποτα για το περιστατικό. Μόνο η παραφροσύνη μπορεί να συνεχίσει αυτή τη μάχη, αλλά θέλει και έναν μανδύα να την δικαιολογεί. Η απόφαση για την συνέχιση της μάχης παραμένει ακόμα θολή και οι δικαιολογίες στέρεψαν. Οι ώρες περνούν και οι στρατιώτες στέκουν σαν τα άλογα που ξεκουράζονται όρθια.
Κανείς δεν έχει όρεξη να συνεχίσει να σκοτώνει σήμερα. Μερικά δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους στα λασπωμένα μάγουλα των στρατιωτών, ξεπλένοντάς τα από την ντροπή του φονικού και του ολέθρου. Ένα νεογέννητο φάνηκε πιο σοβαρό από τους στρατοκράτες του κόσμου. Ένα μωρουδίστικο κλάμα, έφερε ειρήνη και γύρισε τους στρατιώτες πίσω στην μήτρα της μάνας, και τους έκανε πάλι παιδιά.
Δυο στρατιώτες πλένουν το παιδί με τα παγούρια τους, η μητέρα καθαρίζει από την λάσπη και το αίμα τους μαστούς της και τα μάγουλά της απ το κλάμα. Συμμαζεύει τα ρούχα της και πηγαίνει και κάθεται καταμεσής του μετώπου στη γη και θηλάζει το παιδί. Το φώς του δειλινού που αναφέρεται στα εγχειρίδια, αποφασίζει την λήξη της μάχης. Μέχρι αύριο το πρωί.
ἄφωνος
Απίστευτη εικόνα!!