Θα ‘ταν η περίοδος του εμφυλίου πολέμου και οι άνθρωποι εξουθενωμένοι από τη γερμανική κατοχή και τα μετέπειτα και με απόλυτη φτώχεια (μήπως τώρα πλούτισαν;) κυνηγούσαν πιο πολύ από τη σημερινή εποχή τα τυχερά της στιγμής.
Έτσι, στην πλατεία της Δημοτικής Αγοράς, από το πεζοδρόμιο έως την κύρια είσοδο, από την περίοδο Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς, στηνόταν, γέμιζε με πρόχειρα τραπεζάκια – πάγκους, όπου ο κάθε ταλαίπωρος με άδειες τσέπες προσπαθούσε να βάλει κατιτίς σε αυτές και τις πιο πολλές φορές έχανε και τα ψιλά που είχε.
Τι ήταν αυτά τα τραπεζάκια; Πάνω τους στηνόταν τυχερά παιχνίδια, πρωτόγονα, που κι εγώ, μη έχοντας στα δεκατρία μου χρόνια άλλη εορταστική διέξοδο, ερχόμουνα για χάζεμα, γιατί η τσέπη μου δεν είχε τα ψιλά για να δοκιμάσω την… τύχη μου.
Το κυριότερο τυχερό, θυμάμαι, ήταν η «κουρκούτσα – μιναρές». Μια απομίμηση μιναρέ από τσίγκο μάλλον, που στην κορυφή είχε ένα άνοιγμα απ’ όπου ο… επιχειρηματίας του παιχνιδιού έριχνε ένα ή δύο, δεν θυμάμαι, ζάρια και κατέβαιναν εσωτερικά του μιναρέ στο τραπεζάκι και αν είχε προβλέψει σωστά ο παίκτης, κέρδιζε. Όπως ανέφερα όμως, συνήθως έχανε φυσικά η φτιαριά.
Υπήρχαν ακόμη και λίγα, με το γνωστό «παπάς εδώ, παπάς εκεί», και κάτι άλλα με τράπουλες. Το γεγονός είναι ότι οι άδειες γι’ αυτά τα τυχερά, όπως αναφέρεται σε έγγραφα που παρέδωσα στο Ιστορικό Αρχείο για την περίοδο αυτή, διδόταν από τη στρατιωτική διοίκηση σε ημέτερους… «αγωνιστές», κι αυτό συνάγεται από τις διαμαρτυρίες τοπικών υπηρεσιών που ήταν οι αρμόδιες για τις άδειες.
Και πριν 70 χρόνια Πρωτοχρονιά στα Χανιά
Τα χρόνια τα παλιά, όταν ήμασταν νέοι, περιμέναμε από πολύ πριν την Πρωτοχρονιά, για να ξεφαντώσουμε κάπως, μιας και τότε η διασκέδαση για τους νέους δεν ήταν όπως σήμερα.
Από αργά το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς άρχιζε το… πανηγύρι. Οι παρέες των νέων, κάθε φύλου και ηλικίας, τα «μπουλούκια» μάλλον, ξεκινούσαμε από το Σαντριβάνι, για μια διαδρομή από την σημερινή οδό Καραολή – Δημητρίου, την οδό Ποτιέ και μετά την Τσουδερών ως τα βορινά σκαλάκια της Δημ. Αγοράς.
Από το Σαντριβάνι ως τα σκαλάκια, μπορούσε να χρειαστείς και πάνω από μισή ώρα να φτάσεις… σπρώχνοντας τους εκατοντάδες άλλους «συνοδοιπόρους» που ασφυκτικά είχαν γεμίσει αυτούς τους δρόμους. Και τι φασαρία και χάι χούι από τις εκατοντάδες καραμούζες και άλλα σφυριχτά «εργαλεία» που σε κούφαιναν. Και μαζί με τ’ άλλα φυσερά που ξεδιπλώνονταν στο πρόσωπό σου από τον διπλανό και τα νεροπίστολα που κατέβρεχαν τους πάντες, παρέες και καταστηματάρχες των δρόμων αυτών. Και φυσικά, χωρίς ποτέ να υπάρξει παρεξήγηση. Αυτό κρατούσε ως τη στιγμή που άλλαζε ο χρόνος ή και λίγο μετά.
Με τον χρόνο όμως ατόνησε το έθιμο. Παρέμεινε όμως το άλλο ολόκληρη την χειμερινή περίοδο. Το λεγόμενο τότε «νυφοπάζαρο», που από το καλοκαίρι που τα ζευγάρια, οι παρέες και κάποιοι μοναχικοί, με μεγάλο συνωστισμό ξεκινούσαν τον βραδινό… περίπατο από το μέσα λιμάνι μέχρι Φιρκά, πάλι σχεδόν σπρώχνοντας. Και με τον περίπατο αυτό να πραγματοποιείται πέρα δώθε αρκετές φορές. Τον χειμώνα, αυτό το ίδιο γινόταν από πλατεία δικαστηρίων μέχρι και Μπόλαρη με πάνω – κάτω αμέτρητες φορές. Τότε βέβαια δεν υπήρχε και το σημερινό διαχωριστικό σε αυτή την οδό, τη σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου.
Άλλες συνήθειες, άλλες εποχές, αλησμόνητες και ανεπανάληπτες όμως.