Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου, 2025

Πρωτοχρονιάτικα έθιμα στον τόπο μας

Τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Δυτ. Κρήτης, είναι πολλά και ωραία. Τα πιο χαρακτηριστικά είναι:
Τα κάλαντα. Όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ψάλλονται τα Κρητικά κάλαντα από τις συντροφιές των καλαντιστάδων, με την ίδια προετοιμασία που περιγράψαμε πιο πριν για τα Χριστούγεννα.
Καλόδεκτα απ’ όλους, και πλούσια τα φιλοδωρήματα, για τα παιδιά, καμιά φορά και μεγάλους, που συνεχίζουν αιώνες τώρα να διαλαλούν στ’ αρχοντικό μας, πως: «Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία…»
Λάδι στα ελαιοπαραγωγικά χωριά μας, οπωρικά, κάστανα φουρνιστά, καρύδια, πορτοκάλια και τα τελευταία χρόνια χρήματα, είναι τούτα τα φιλοδωρήματα.
Κι όσο για τα λόγια των Κρητικών καλάντων, είναι συναρπαστικά. Ποιημένα στο μέτρο του ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου, μιλούν για τον ζευγολάτη Aϊ Βασίλη και τη συνάντησή του με τον Κύριο. Δίνουν πλουσιοπάροχες ευχές στο νοικοκυριό και ξεχωριστά σε κάθε μέλος του σπιτιού. Εύχονται την “καλή μοίρα” στη θυγατέρα, πλούσια αποδώματα κι επιτυχίες στον υγιό, πλούτη και νοικοκυράτα στον κύρη, φιλοφρονήσεις εγκάρδιες στην χρυσοχέρα νοικοκυρά.
Ενδιαφέρον είναι επίσης και το τελευταίο τμήμα των καλάντων, όπου μιλάει για τα φιλοδωρήματα που προτρέπει τη νοικοκυρά να δώσει στους καλαντιστάδες.
Τους θυμούμαστε με νοσταλγία αυτούς τους χρόνους στο πατρικό μας σπίτι. Χειμώνας βαρύς, στην καμινάδα να τριζοβολούν πρινοκούτσουρα, οι γονείς δουλειές ατέλειωτες σπιτίσιες, η γιαγιά ιστορίες συναρπαστικές, που τις διακόπτει για την ώρα, χτύπος στην εξώθυρα του σπιτιού μας.
Ρωτά ο πιο καλλίφωνος και βροντόφωνος της συντροφιάς απ’ έξω:
– Να τα πούμε γή να μπούμε;
– Να τα ‘πείτε, απαντά η μητέρα ή ο πατέρας μας. Κι εκείνοι, πέντ’ έξι «καλαντιστάδες» μαζί και με τον λαγουτιέρη Ευτ. Εμμ. Μπουλταδάκη, αρχινούν κεφάτα και δυνατά:
«Ταχειά – ταχειά ν’ αρχιμενιά, ταχειά ν’ αρχή του χρόνου
ταχειά ν’ απού πορπάτηξε ο Κύριος του κόσμου
κι εβγήκε κι εχαιρέτηξε ούλους τσι ζευγολάτες.
Τον πρώτ’ απού χαιρέτηξε ήταν ο Αϊ Βασίλης
– Αγιε Βασίλη, Δέσποτα, καλό ζευγάριν έχεις;
– Καλό το λες, αφέντη μου, καλό και βλοημένο,
απού το βλόγα η χάρι ντου με το δεξί ντου χέρι,
με το δεξί, με το ζερβό, με το μαλαματένιο
πευκένιο ‘ναι τ’ αλέτρι του, δαφνένιος ο ζυγός του
τ’ απανωζεύλια του ζυγού βασιλικού κλωνάρι…»
(και συνεχίζουν αρκετά)
ενώ τελειώνουν με τις προτροπές για τα… φιλοδωρήματα:
Είπαμ’ εδά και τση κεράς ας πούμε και τση βάγιας.
Αψε, Βαγίτσα, το κερί, άψε και το λυχνάρι,
και έμπα κι εις την κάμερα να δεις τι θα μας βγάλεις.
Γι’ απάκι γη λουκάνικο γη αυγά καθαρισμένα,
κι απού το γέρο βάρελο να πιούμε μια γεμάτη
κι αν είναι περισσότερο βαστούμε και τ’ ασκάκι
κι απού το γέρο πίθαρο ένα κουρούπι λάδι
κι απού την ορνιθόκοτα κιανένα πουλαδάκι
κι απού το τυροκούρουπο ένα ζηλοκουμπάκι
κι απού το ασπροσάκουλο κιανένα μετζητάκι.
Κι ακόμης δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
να μας εδώσεις τίβοτσι κι ύστερα να σφαλίξεις.
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα, ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα».
Μετά τα φιλοδωρήματα, «την πλερωμή τους» δηλαδή, σήκωσαν τ’ ασκί με το λαδί στη ράχη και βγαίνοντας έξ’ απ’ την πόρτα ανοιχτόκαρδα τραγούδησαν τούτα τα επιλογικά στιχάκια:
«επά που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν
καλά νάναι τα έχη των και τ’ αποδόματά των
κι αν έχουν σερνικό παιδί στη σέλα καβαλάρης
να σιέται, να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνου οι γι’ άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
κι αν έχουν θηλυκό παιδί χρουσή μοίρα να λάβει
του Ρε ντ’ Εσπάνιο τον υγυιόν άντρα να τον επάρει».
Κι ευχήθηκαν: «Και σε Χρόνια Πολλά».

Ξαναγυρίζοντας τώρα στον χώρο των εθίμων, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στη Δυτική Κρήτη, σημειώνουμε:
Από νωρίς, στέλνουμε τα δώρα στους φιλιότσους μας (τους βαφτισιμιούς μας) κι ετοιμάζουμε τα δώρα για τους ανθρώπους του σπιτιού.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τ’ απόγευμα, πηγαίνουμε στις εκκλησίες το εικόνισμα του σπιτιού μας, σκεπασμένο μ’ άσπρη υφαντή πετσέτα, για να μείνει εκεί και να λειτουργηθεί, για το ποδαρικό, αύριο πρωί – πρωί.
Ας σημειώσουμε τη μεταφορά του εθίμου και στην πόλη. Στην εκκλησία του Αγ. Κων/νου Νέας Χώρας των Χανίων γεμίζουν και τα δυο κλίτη με εικονίσματα από τα σπίτια. Ο νεοκόρος τα κατατάσσει με αλφαβητική σειρά, για να μην έχει τι επόμενο πρωί μπερδέματα. Ασφαλώς, το ίδιο γίνεται σ’ όλες τις Ενορίες!
– Επίσης, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές “αναπίζουνε” τους λουκουμάδες με προζύμι. Τους αφήνουν “ν’ ανεβούνε”, όπως λένε, κι όταν τους ζυμώνουν, με τη ζύμη που συγκρατείται στα δάκτυλα, σημειώνουν σταυρό πίσ’ από την πόρτα της κουζίνας για να μη μπουν μέσα στο σπίτι οι κατσικαντίληδες, όπως λένε στα χωριά του Δυτ. Σελίνου, τους καλικάντζαρους.
Από τα ιδιαίτερα γλυκά των ημερών είναι κι οι σαμουσάδες, γλύκισμα παρόμοιο με τον μπακλαβά, και γίνονται για το καλό του χρόνου. Δεν παραλείπουν, βέβαια, να κάνουν και τα πατροπαράδοτα ξεροτήγανα, αλλά και τους λουκουμάδες, που είπαμε και πιο πάνω.
Τα μεσάνυχτα που τα περιμένει όλος ο κόσμος με ευχάριστη διάθεση, σβήνονται τα φώτα κι ανάβονται ξανά. Το γεγονός συνοδεύεται από ντουφεκιές, ευχές εγκάρδιες και φιλιά με πλούσιο κέφι. Επίσης, με το άνοιγμα των δώρων και το κόψιμο της βασιλόπιτας, έθιμο που απλώθηκε και στα χωριά μας τους τελευταίους δεκαπέντε χρόνους καθώς και στους διάφορους συλλόγους.
Γνωστή η ιεροτελεστία του νοικοκύρη κατά το κόψιμό της. Την σταυρώνει, εύχεται, κι αρχίζει με το κομμάτι του Χριστού, τ’ Αϊ Βασίλη, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς και με τη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, ξενιτεμένων, φιλοξενουμένων κ.λπ. Η αγωνία όλων κορυφώνεται ως ότου δουν τίνος έχει πέσει το φλουρί. Ποιος θα είναι ο τυχερός της χρονιάς.
Την ίδια ώρα η νοικοκυρά “τρατέρνει” τα γλύκισματά της, που τα ετοίμαζε τις δύο τελευταίες ημέρες, μελομακάρουνα, φοινίκια, κουραμπιέδες κ.λπ.
Απ’ αυτήν την ώρα, παρατηρούμε: τα πρωτακούσματα, το πρώτο τηλέφωνο, τα πρωταντικρίσματα και λοιπά παρατηρήματα, με τα οποία ερμηνεύομε την καλή ή κακή έκβαση της χρονιάς. Δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που δυστυχώς υπάρχουν ακόμη τόσο έντονες, ώστε π.χ. σε χωριά του Πελεκάνου – Σελίνου δεν ανταλλάσσουν επισκέψεις στα σπίτια την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Είπαμε πρωτύτερα πως το εικόνισμα του σπιτιού μας είναι στην Εκκλησία. Μετά την πρωτοχρονιάτικη Θεία λειτουργία το επιστρέφουμε στο σπίτι και «κάνει το ποδαρικό»…
Ο ποδαρικατζής είναι το παιδί που διαλέξαμε από μέρες, και το έχουμε ειδοποιήσει, για να μπει πρώτο στο σπίτι μας, με τον νέο χρόνο. Είναι πρόσχαρο, ζουν οι γονείς του, είναι αρσενικό, καλότροπο, γεμάτο χάρες.
Στα χωριά ξέρουν ποιοι είναι οι πιο τυχεροί για το ποδαρικό και συνεννοούνται αποβραδίς για τα παραπέρα.
Κι εκείνοι, κρατώντας μια σιδερόπετρα, περίπου ενός κιλού, φτάνουν πρωί – πρωί Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μας πρόσχαροι και γελαστοί, καθαροί και καθίζουν στην πέτρα που κρατούν, στη μέση του δωματίου και εύχονται:
«Του βάρους της, το μάλαμα,
να μπει στο σπιτικό σας.
– Καλή χρονιά με υγεία.
– Καλές σοδειές.
– Αρνιά και ρίφια θηλυκά,
και τα κοπέλια ‘σερνικά»
Εμείς τους φιλοξενούμε πλούσια και φεύγουν μετά τα κεράσματα και τα καλοχερίδια.
Κάποια παιδιά κρατούν ασκελετούρες και τις πηγαίνουν στα σπίτια για γούρι. Τούτα τ’ αγριοκρέμμυδα, ως γνωστόν, βλασταίνουν όπου και να τ’ αφήσεις και προοιωνίζουν πως το σπίτι θα πάει καλά τούτη τη χρονιά.
Σε κάποια χωριά ορεινά το ποδαρικό το κάνει αρνί από τα πρώιμα οικόσιτα του σπιτιού.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς είναι καλό ν’ αρχίσουμε κάποια εργασία, από την οποία επιζητούμε όφελος, προκοπή, όπως είναι: η μελέτη για μαθητές, σπουδαστές, κάποια χειρωνακτική εργασία για τις προκομμένες και άλλες.
Καλό είναι να μη στενοχωρήσουμε και να μη στεναχωρηθούμε, χρονιάρα μέρα, γιατί της δίδονται προεκτάσεις που βαστούν σ’ όλην τη διάρκεια του χρόνου.
Τα ανύπαντρα κορίτσια παρακολουθούν ποιο θα είναι το πρώτο όνομα που θ’ ακούσουν, ο πρώτος που θα δουν κ.λπ. και κάνουν διασυνδέσεις για τον μέλλοντα σύζυγό τους. Εξάλλου από τα μεσάνυχτα το έχουν σιγοψιθυρίσει:
«Καλώς τον που μας έφτασε και ο καινούργιος χρόνος,
που θα μας φέρει τον γαμπρόν να μας περάσει ο πόνος!»
Οι γεροντότεροι ρίχνουν στην αθρακιά του τζακιού σαλιωμένο λιόφυλλο με την ευχή:
«Ανέν πηδήξει θα ζιώ του χρόνου,
κι ανέν καεί, όχι!»
ή
«Ανέν πηδήξει θα γίνει τούτο,
κι ανέν καεί, όχι!».
Και τ’ ανύπαντρα κορίτσια:
«Ανέν τριπηδήξει θα τον επάρω
κι αν αμουχλοκαεί, τον εχάνω!…»
κι άλλοι αγωνίζονται να θυμηθούν στο ακέραιο, το χθεσινοβραδινό όνειρό τους, πρώτο της χρονιάς και να το εξηγήσουν.
Από τα πιο άσχημα θεωρούνται: Να μας ζητήσουν παραμονή Πρωτοχρονιάς δανεική φωτιά, στάχτη, χρήματα, εργαλεία.
Για το κυνήγι της τύχης, στα χαρτιά ή το κουμάρι όπως λένε, δεν το συζητούμε. Θυμίζουμε μόνο τη γνωμική μαντινάδα του τόπου μας, που τα λέει ξεκάθαρα:
«Του χαρτοπαίκτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο,
εφτά φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο!»
και πως Πρωτοχρονιάτικα, πολλά σπίτια καταστρέφονται κι ύστερα λένε:
«Έκαψέ με ο Αϊ Βασίλης», αντί να πουν: «το μυαλό τους!» Ή λένε ασεβώς: «Ο Αϊ Βασίλης ήρθε ξυπόλυτος!»
Μέρα γεμάτη όπως λέμε κι η Πρωτοχρονιά, με εκκλησιασμό το πρωί, πλούσιο τραπέζι το μεσημέρι, επισκέψεις, κεράσματα και φιλοφρονήσεις στα συγγενικά και γειτονικά σπίτια, θα κλείσει τ’ απόβραδο με τις καθιερωμένες γιορτές στα νοικοκυριά των Βασίληδων και της Βασιλικής.
Εδώ το γλέντι θ’ αποκορυφωθεί. Πλούσιοι οι μεζέδες, π’ από το γουρουνόπουλο που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα υπάρχουν ακόμη με τη μέθοδο του δανεικού, χειμώνας είναι και τραβιέται το κρασί «να ζεσταθούμε» και λίγο το θέλει ακόμη η συντροφιά από το ν’ αρχίσει τα ριζίτικα και τις μαντινάδες.
«Μια μαντινάδα θα να πω, απάνω στο βραχιόλι,
να ζήσ’ ο Βασιλάκης μας και η παρέα όλη».
«Και πάλι θα την ξαναπώ, απάνω στο κεράσι,
να ζήσει κι παρέα μας, να ζήσει να γεράσει».
κι άλλες, κι άλλες μαντινάδες ατέλειωτες, ώσπου νάρθει η ώρα του ριζίτικου:
«Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν
κι εγώ ‘μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν εήργου
και γιάντα δεν εήργουνα και γιάντα δεν εήργου
λιγνό κορμάκι αγκάλιαζα…»
(Αποστολάκης: “Ριζίτικα”, σ. 61)
ή τούτου, που μας θυμίζει, πάνω στη στιγμή, τη ματαιότητα αυτού του κόσμου, και μας καλεί να τον γλεντίζουμε τουλάχιστο όσο μπορούμε:
«Κόσμε χρυσέ, κόσμε αργυρέ, κόσμε μαλαματένιε,
κόσμε και ποιος σε χάρηκε και ποιος θα σε κερδίσει
Μα εγώ Κόσμε, σε χάρηκα, μα δε θα σε κερδίσω,
πεζός περπάτουν τα βουνά…»
(Σταμ. Α. Αποστολάκης: “Ριζίτικα”, σ. 465)
επισφραγίζοντας με την ανάλογη μαντινάδα:
«Γλεντίζετέ τα τα κορμιά και χαίρεστε τα νιάτα
πριχού τα φάει η μαύρη γης και τα σκεπάσ’ η πλάκα!»

Χρόνια Πολλά σε όλους!

* Δάσκαλος – Λαογράφος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα