Αγαπητοί αναγνώστες,
Καλημέρα σας και ευχές να ’χουμε τον νέο χρόνο υγεία!
Επειδή απόψε θα μας ψάλλουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα οι πάντες, σκεφτήκαμε πως έχει χρέος η στήλη μας, χρονιάρα μέρα, να δώσει στους αναγνώστες των έγκριτων “Χανιώτικων νέων”, μια πλούσια παραλλαγή κρητικών καλάντων, που έχει καταγραφεί πριν από μισόν αιώνα (Μαδεράκης, Ροδοβάνι, 1961) στο Σέλινο -όχι πως ψάλλονται μόνον εκεί- και σχεδόν όμοιά τους από τον Αρ. Κριάρη το 1909.
Τα Λαογραφικά του Δωδεκαημέρου, στο σύνολό τους, τα πρωτοδημοσιεύσαμε στη φιλόξενη εφημερίδα που κρατάτε, τις τελευταίες ημέρες του Δεκ. 1985 και στις 4.1.1986. Γι’ αυτό δεν τα αναδημοσιεύουμε και πάλι. Ευκαιρία να μας δώσουν οι νεώτεροι που ασχολούνται με τον σχ. χώρο τις δικές των καταγραφές.
Εμείς, για ώρας, αρκούμαστε στα κάλαντα π’ ακολουθούν, ευχόμενοι ολόθερμα: στη Δ/νση, το Προσωπικό, τους Αναγνώστες των “Χανιώτικων νέων” και σ’ όλον τον κόσμο: Υγεία, Ετη πολλά και το 2014 πολύ καλύτερο από το προηγούμενο!
Και τώρα:
ΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
“Ταχιά – ταχιά ν’ αρχιμενιά, ταχιά ‘ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ’ν’ απού πορπάτηξεν ο Κύριος του κόσμου
κι εβγήκε κι εχαιρέτηξε ούλους τσοι ζευγολάτες.
Τον πρώτ’ απού χαιρέτηξε ήταν Αι-Βασίλης:
5 «Αγιε Βασίλη, δέσποτα, καλό ζευγάριν έχεις».
«Καλό το λες, αφέντη μου, καλό και βλοημένο,
απού το βλόγα η χάρην Του με το δεξίν του χέρι,
με το δεξί, με το ζερβό, με το μαλαματένιο.
Πευκένιο ’ναι τ’ αλέτρι του, δαφνένιος ο ζυγός του,
10 τ’ απανωζεύλια του ζυγού βασιλικού κλωνάρι».
«Πες μου, να ζήσεις, Βασιλιέ, τι σπέρνεις την ημέρα;».
«Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,
ταή και ρόδι δεκαοχτώ, κι από νωρίς στο στάβλο.
Μ’ αλήθεια, κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
15 μουζούρι στάριν έσπειρα κι ένα πλατύ πινάκι.
Μα κειά τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
και στένω την οξόβεργα να πιάσω τα περδίκια.
Μουδέ λαγούδια έπιασα μουδέ περδίκια είδα,
μα θέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια,
20 και τ’ αποσκυβαλίδια μου χίλια και πεντακόσια.
Μα τ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατ’ ο Χριστός επέρνα,
κι εκειά που στάθηκ’ ο Χριστός, ώρια πανώρια βρύση,
κι εκειά που παραστάθηκε, πανώριο κυπαρίσσι,
κι είχε στη ρίζα τζίντζεβρο και στην κορφή κανέλα,
25 κι απάνω πάνω στα κλαδιά γράμματα ’ναι γραμμένα.
Περνά παπάς διαβάζει τα, διάκος κι ανέγνωσέν τα,
κι οι άγγελοι του ουρανού καθίζουν γράφουνέν τα».
Μ’ επά τον έχουν τον υγιό το μοσχοκανακάρη,
που λούζουν και χτενίζουν τον και στο σκολειό τον μπέμπουν
30 για να του μάθουν γράμματα, γραμματικός να γίνει.
Μα ποιος θα μπει σιργουλευτά για να τονε ξυπνήσει
και θα του φέρει να πλυθεί, να τον καλοκαρδίσει;
Φέρτε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεφτοκάρυα,
και φέρτε και καλό κρασί να πιουν τα παλικάρια.
35 Κι εγώ θα μπω σιργουλευτά και θα τονε ξυπνήσω
και θα του γείρω να πλυθεί, να τον καλοκαρδίσω
και να τον μπέψω στο σκολειό γράμματα για να μάθει.
Μα εξέπεσέν του το κερί κι έκαψε το χαρτίν του
κι έκαψε και την πέτσαν του την πενταπλουμισμένη
40 απού την επλουμίζανε οι τρεις βασιλιοπούλες.
Η μια βάνει τον πόθο τζη, η γι άλλη την κεδιά τζη,
κι η τρίτη η καλύτερη βάνει την ομορφιά τζη.
Κι ο δάσκαλός του τόδειρε μ’ ένα χρυσό βιτσάλι,
το παίρνει το παράπονο, στη γίτσα – γίτσα πάει.
45 Στη στράτα τ’ απαντήξανε τρεις άρχοντες κι ετρώγαν:
«Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις».
«Μα μένα οι καλοί γονιοί τραγούδια δε μου μάθαν,
μόνο μου μάθαν γράμματα, κι εκείνα σάσε λέω».
«Μα σαν κατέεις γράμματα, πέ μας την αλφαβήτα».
50 Κι εις το ραβδίν του κούμπησε να την καλαναρχήσει,
και το ραβδί τονε ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα,
κι απάνω πάνω στσοι βλαστούς πέρδικες κακαρίζαν.
«Κακάριζε, κακάριζε, κι αν κελαηδείς, κελάηδε».
Κατέβηκεν η πέρδικα να βρέξει το φτερό τζη
55 κι έβρεξε τον αφέντη μας τον πολυχρονισμένο
είπαμ’ εδά του γιούκα μας, ας πούμε και τ’ αφέντη:
Αφέντη, αφέντη ολάφεντε, πέντε φορές αφέντη,
πέντε βαστούνε τ’ άτι σου, δέκα το χαλινάρι,
και δεκαπέντε σε βαστούν να βγει ο καβαλάρης.
60 Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καράβια ν’ αρματώνεις
και στην Κωνσταντινούπολη μονομερίς να σώνεις.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, φλουριά να κουλαντρίζεις,
με το ’να χέρι να σκορπάς με τ’ άλλο να δανείζεις.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου να τρως κουλούρι’ αφράτα
65 τση κιτρολεμονιάς τσ’ αθούς να γεύγεσαι σαλάτα.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καθέκλα καρυδένια,
ν’ αντικουμπίζουν τα νεφρά τα μαργαριταρένια.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου θρόνος για να καθίζεις
και μια κοπέλα όμορφη να τηνε κανακίζεις.
70 Είπαμ’ εδά τ’ αφέντη μας, ας πούμε τση κεράς μας:
Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα,
κερά μαρμαροτράχυλη και φεγγαρομαγούλα,
όντε λουστείς και χτενιστείς και βάλεις τα καλά σου,
τα μάρμαρα ραΐζουνε από την ομορφιά σου.
75 Κερά ’κκλησιά θε να γενείς με δεκαοχτώ καμάρες,
κάθε καμάρα και κερί και κάθε τρεις το διώμα,
και κάθε τρεις και τέσσερις, ώρια πανώρια βρύση,
να τρέχουν τα κρύγια νερά να πιούνε οι διαβάτες,
κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, διαβάτες και διαβαίνουν,
80 να πίνουν τα κρυγιά νερά, τον Κύριο να δοξάζουν.
Κερά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά προυκιά γυρεύγει.
Γυρεύγει κάστρα, πρόβατα, τον ουρανό σεντόνια,
τον ήλιο τον λαμπρότατο, αμπέλια και περβόλια.
85 Γυρεύγει μύλους δώδεκα και με τσοι μυλωνάδες,
γυρεύγει βόδια είκοσι και με τσι ζευγολάτες.
Τάξε κερά μου, τάξε του, τάξε και μην του δώσεις
είπαμ’ εδά και τση κεράς ας πούμε και τση Βάγιας:
Αψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι,
90 και έμπα και εις την κάμερα να δεις τι θα μας βγάλεις,
γή απάκι γή λουκάνικο γή αβγά καθαρισμένα,
κι απού το γερο-βάρελο να πιούμε μια γεμάτη,
κι αν είναι περισσότερο, βαστούμε και τ’ ασκάκι,
κι απού το γεροπίθαρο ένα κουρούπι λάδι
95 κι απού την ορνιθόκοιτα κιανένα πουλαδάκι,
κι απού το τυροκούρουπο ένα ζιλοκουμπάκι
κι απού το ασπροσάκουλο κιανένα μετζιτάκι.
Κι ακόμης δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μασε δώσεις τίβοτσι κι ύστερα να σφαλίξεις;
100 Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα
(φεύγοντας από το σπίτι τραγουδούν)
Επά που καλαντίσαμε, καλά μάσε πλερώσαν,
καλά να ’ναι τα έχει των και τ’ αποδόματά των,
κι αν έχουν σερνικό παιδί στη σέλα καβαλάρης,
105 να σειέται, να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι,
να το μαζώνου οι γι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια,
κι αν έχουν θηλυκό παιδί, χρυσή μοίρα να λάβει,
του Ρεν-ντ’ Εσπάνιο τον υγιόν άντρα να τόνε πάρει.
Και σε χρόνια πολλά!”.
(Σταμ. Α. Αποστολάκη: “Ριζίτικα. Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης” Χανιά 2010, σχ. 8ο σ. ΧΧΧVI +570).