Κάποτε, σε μια παραμυθένια ακρογιαλιά, γεννήθηκε ένα μκρό ψαράκι. Ήταν πανέμορφο, οπως όλα τα νεογέννητα μωρά, μόνο λίγο πιο αδύνατο και μικρό. Τα μάτια του, όμως, είχαν ένα ξεχωριστό φως και καθρέφτιζαν τα πιο όμορφα γαλαζοπράσινα κύματα. Οι νεράιδες της θάλασσας, που προστατεύουν και καλομοιράζουν κάθε πλάσμα που γεννιέται εκεί, έτρεξαν να καμαρώσουν το νεογέννητο και να ευχηθούν στους γονείς του. Δεν άργησε, όμως, να πάει και η κακονεράιδα, που είχε θυμώσει επειδή πρόφτασαν οι άλλες να πάνε πριν από εκείνη.
Oι καλές νεράιδες μαγεύτηκαν από τα όμορφα μάτια του νεογέννητου και του ευχήθηκαν: «Να είναι τα λέπια σου διαμαντένια, τα φτερά και η ουρά σου από σμαράγδια, να λάμπεις ολόκληρος και να φωτίζεις, με τα μεγάλα μάτια σου, τον βυθό γύρω σου!» είπαν.
Η κακονεράιδα τότε πλησίασε, εριξε ένα μοχθηρό βλέμμα στο νεογέννητο και είπε, μουρμουριστά: «Όταν μεγαλώσεις, να θαμπώσουν τα μάτια σου, να μη βλέπεις και να μη φωτίζεις τον βυθό!»
Ο καιρός πέρασε και κανείς πια δεν αναρωτιόταν άραγε τι να είχε μουρμουρίσει η φθονερή κακονεράιδα στο μικρό ψαράκι. Εκείνο μεγάλωνε και έγινε ένα πανέμορφο και σπάνιο ψάρι. Τα λέπια του ανατανακλούσαν όλες τις ρόδινες αποχρώσεις από το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμμα, ενώ η ουρά και τα φτερά του καθρέφτιζαν λίμνες, θάλασσες και ωκεανούς. Όσο για τα μάτια του, αυτά έφεγγαν και σκόρπιζαν ένα πανέμορφο, δυνατό και γαλήνιο φως, που έδιωχνε πέρα για πέρα όλα τα σκοτάδια των βυθών. Οι θαλασσινοί πίστευαν ότι αυτό το μοναδικό ψάρι είναι το Καλό Στοιχειό του νερού. Όλοι έλεγαν: «Είμαστε τυχεροί που έχουμε στις θάλασσές μας το διαμαντόψαρο, αυτό μας προστατεύει από φουρτούνες και από τους καρχαρίες! Φαίνεται πως το φως του διώχνει κάθε κακό!»
Κάποια μέρα οι γονείς του διαμαντόψαρου χάθηκαν. Κάποιος είπε πως φαγώθηκαν από ένα μεγάλο, πεινασμένο ψάρι. Εκείνο απόμεινε μόνο, όμως σε κάθε δύσκολη στιγμή θυμόταν τα λόγια της μάνας του: «Ό, τι και να γίνει, εσύ πάντα θα σκορπίζεις φως γύρω σου!»
Μια μέρα που κολυμπούσε κοντά σε κάποια μεγάλα βράχια, στα βαθιά νερά, του φάνηκε πως τα κλαδιά των κοραλλιών κινούνταν πέρα- δώθε. Πλησίασε, φώτισε με τα μάτια του το σημείο εκείνο και είδε μια όμορφη ψαροπούλα. Τα μεγάλα, διάφανα, χρυσοκίτρινα φτερά της που έμοιαζαν σαν εσάρπα από τούλι, είχαν σκαλώσει στο δάσος των κοραλλιών και εκείνη αγωνιζόταν να τα ξεμπερδέψει. Κάπου εκεί κοντά παραμόνευε ένα μεγάλο χταπόδι.
Το διαμαντόψαρο όρμησε και προσπάθησε, με πολλούς ελιγμούς, να ελευθερώσει την ψαροπούλα από τα δεσμά της.
Έσπρωξε με τη ράχη και τη μουσούδα του τα φτερά της για να ξετυλιχτούν από τα κλαδιά των κοραλλιών και της είπε: «Έλα μαζί μου και μη φοβάσαι!»
Από τότε, το διαμαντόψαρο και η ψαροπούλα έγιναν αχώριστοι. Ζούσαν μαζί ευτυχισμένοι και ταξίδευαν παντού.Τα καλοκαίρια έβλεπαν τον ήλιο να διαπερνά τα στρώματα του νερού, τον χειμώνα έβλεπαν τα κύματα να φουσκώνουν και τη θάλασσα να θολώνει. Κάποτε, στην καρδιά του χειμώνα, έβλεπαν πολλά φώτα να λάμπουν πέρα, στην ακτή και χρωματιστές λάμψεις να διασχίζουν τον ουρανό πάνω από τη νυχτωμένη θάλασσα. Ήταν τότε που οι άνθρωποι γιόρταζαν τον ερχομό του Καινούργιου Χρόνου. «Αν θέλετε μπορείτε να κάνετε μια ευχή πάνω στην αλλαγή του Χρόνου, λένε πως οι ευχές αυτές πραγματοποιούνται» ειχε πει, κάποια φορά,ο φίλος τους ο ιππόκαμπος.
«Έχω ακούσει πως τότε ανοίγουν οι πηγές και φουσκώνουν τα νερά των ποταμών που τρέχουν με ορμή. Παρασύρουν στο διάβα τους καλάμια, κλαδιά δέντρων, ό,τι βρεθεί μπροστά τους μέχρι να καταλήξουν στη θάλασσα. Πέρα από αυτά, μεταφέρουν τον απόηχο της ζωής που αργοσαλεύει στο παγωμένο χώμα, μέχρι να ξεβλαστήσει την άνοιξη» συμπλήρωσε το διαμαντόψαρο. Τότε ο ιππόκαμπος απάντησε: «Ακριβώς, φίλε μου. Όμως τα νερά των ποταμών μεταφέρουν και τον απόηχο κάθε ευχής. Είναι πολλές οι ευχές, ξέρεις, δεν έχουν τελειωμό. Όσο ελπίζουμε, υπάρχουμε και όσο υπάρχουμε, ευχόμαστε. Ευχόμαστε επειδή πιστεύουμε πως η ευχή μας θα εισακουστεί».
Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου μια μέρα όμορφη και φωτεινή, που η θάλάσσα ήταν γαλήνια σαν καθρέφτης, το διαμαντόψαρο είπε: «Σήμερα η θάλασσα είναι θολή. Παράξενο να συμβαίνει αυτό, δίχως να υπάρχει τρικυμία…»
Η ψαροπούλα παραξενεύτηκε με αυτά τα λόγια του, σκέφτηκε όμως πως ίσως ο σύντροφός της να είχε τραυματίσει λίγο τα μάτια του όταν κολυμπούσε στις βραχοσπηλιές, όπου υπήρχαν αιχμηρές πέτρες και πολλά φύκια.
Ωστόσο, τις επόμενες μέρες το διαμαντόψαρο έβλεπε όλο και λιγότερο, ώσπου, ένα πρωί, είπε στην ψαροπούλα: «Τώρα πια μάλλον θα χρειάζεται να οδηγείς εσύ το ταξίδι μας. Νομίζω πως έχω χάσει το φως μου. Αναρωτιέμαι μήπως θα είναι καλύτερα να σε αφήσω ήσυχη, να φύγω και να χαθώ μέσα στα δάση των κοραλλιών!»
Η ψαροπούλα ένιωσε μεγάλο πόνο στην καρδιά της και προσπάθησε να στηρίξει, με λίγες μαγικές λέξεις τον αγαπημένο φίλο της: «Μη φοβάσαι. Μείνε μαζί μου και μη φοβάσαι… Θυμάσαι που κάποτε μου είχες πει αυτά τα λόγια; Τώρα είναι η δική μου σειρά να τα πω!…»
Από τότε, εκείνη έγινε άγρυπνος φρουρός για το διαμαντόψαρο. Βρισκόταν πάντα στο πλάι του και τον καθοδηγούσε. Κάποια στιγμή, του ζήτησε να κάνουν μαζί ένα μεγάλο ταξίδι. Η ψαροπούλα είχε ακούσει για κάποια σοφή μαγισονεράιδα.
Σκέφτηκε πως εκείνη μπορεί να είχε κάποιο μαγικό γιατρικό που θα έδινε και πάλι στο διαμαντόψαρο το φως των ματιών του. Μετά από ταξίδι πολλών ημερών, τη συνάντησαν. «Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας» είπε η ψαροπούλα. Η μαγισονεράιδα, που φαινόταν γερασμένη και κατάκοπη, απάντησε: «Δεν ξέρω σε τι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμη. Όλα έχουν αλλάξει πια. Η θάλασσα δεν είναι όπως ήταν κάποτε. Αναρωτιέμαι αν τα γιατροσόφια, τα ξόρκια και οι συμβουλές μου έχουν κάποιο νόημα, στις μέρες μας…»
Η ψαροπούλα της διηγήθηκε την ιστορία της με το διαμαντόψαρο, της είπε και για τη μεγάλη στενοχώρια που το βρήκε. Η μαγισονεράιδα σκέφτηκε κάμποση ώρα πριν μιλήσει:
– Xμμμ… Έχω ακούσει αυτή την ιστορία. Μου είχαν πει πως η κακονεράιδα ήταν πολύ θυμωμένη στα γεννητούρια του φίλου σου, επειδή πρόλαβαν και ευχήθηκαν, πριν από εκείνη, οι καλές νεράιδες. Σίγουρα είχε ευχηθεί κάτι κακό. Ίσως να ήταν αυτός ο λόγος που ο σύντροφός σου έχασε το φως του.
Η ψαροπούλα απάντησε:
– Είναι πολύ δυστυχισμένος που έπαψε να φωτίζει τον βυθό. Αυτό τον πονάει πιο πολύ από το ότι δεν βλέπει πια. Έχει μεγάλη στενοχώρια που δεν μπορεί να είναι χρήσιμος στους άλλους. Υπάρχει κάτι να τον βοηθήσει;
Τότε η γέρικη νεράιδα πλησίασε πιο πολύ το διαμαντόψαρο και του είπε:
– Φίλε μου, σε γνωρίζω ακόμα πριν σε συναντήσω. Ξέρω πως όλα τα πλάσματα του βυθού σε ευγνωμονούν και πως οι άνθρωποι της θάλασσας μιλούν για σένα. Αυτό είναι σοβαρός λόγος για να νιώθει κάποιος χαρούμενος. Εσύ, όμως, βασανίζεσαι από μεγαλη θλίψη. Δεν μπορείς πια να δεις τον κόσμο γύρω σου και, ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως δεν μπορείς να δίνεις το φως που έδινες στον κόσμο γύρω σου. Αυτό σε πληγώνει πολύ, έτσι δεν είναι;
Το διαμαντόψαρο συμφώνησε σιωπηλά. Τότε η μαγισονεράιδα νεράιδα μίλησε πάλι:
– Τα μάτια σου έχουν θαμπώσει, όμως τα διαμαντένια λέπια σου και τα σμαραγδένια φτερά σου εξακολουθούν να λάμπουν. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα…
– Τι είναι αυτό; ρώτησε το διαμαντόψαρο.
Η σοφή νεράιδα απάντησε:
– Υπάρχει μέσα σου, ακριβώς εκεί που είναι η καρδιά σου, ένα φως που δεν γνωρίζεις και δεν έχεις φανταστεί ποτέ. Αυτό το φως είναι πολύ πιο δυνατό από κάθε άλλο. Χρειάζεται, φίλε μου, να το νιώσεις και να το πιστέψεις. Αυτό θα αρχίσει και πάλι να φωτίζει τους δρόμους και τα ταξίδια σας, σε όλη τη ζωή σας! Να θυμάσαι αυτά τα λόγια μου!
Τότε το διαμαντόψαρο είπε:
– Μου είχε πει κάποτε η μητέρα μου πως ό,τι και να συμβεί, εγώ πάντα θα δίνω φως!
-Βλέπεις, λοιπόν; Χρειάζεται μόνο να πιστέψεις!
Με αυτά τα λόγια η νεράιδα έφυγε.
Το διαμαντόψαρο δεν έπαψε να σκέφτεται τα λόγια της μάνας του και της μαγισονεράιδας. Ήθελε τόσο πολύ να μπορεί ακόμα να σκορπίζει το φως γύρω του!
Οι μέρες περνούσαν και ο καιρός άρχισε να χειμωνιάζει. Ένα βράδυ η ψαροπούλα είπε στο διαμαντόψαρο: «Απόψε φαίνεται πως οι άνθρωποι γιορτάζουν πάλι την αλλαγή του Χρόνου. Ας ευχηθούμε μαζί για αυτό που θέλουμε να συμβεί!»
Κανείς δεν μπορεί να πει αν έγινε κάποιο θαύμα. Αλλά από τη νύχτα εκείνη το διαμαντόψαρο ένιωσε πως μπορούσε, με τα μάτια της ψυχής του, να βλέπει όλες τις διαδρομές στους βυθούς. Ένιωθε πως μπορούσε να σκορπίζει φως στο διάβα του. Και κάτι ακόμα… Δεν είναι αλήθεια πως τα ψάρια δεν έχουν καλή σχέση με το τραγούδι! Το διαμαντόψαρο ταξίδευε μαζί με την ψαροπούλα του και τραγουδούσαν ένα χαρούμενο τραγούδι που μιλά για το φως της αγάπης :
«Έχει η καρδιά περίσσιο φως που τις πληγές τις γιαίνει
και φέγγει και σπιθοβολά σ’ όλη την Οικουμένη!»
Έζησαν αχώριστοι πολλά- πολλά ευτυχισμένα χρόνια και είπαν πολλές σοφές ιστορίες στα παιδιά και στα εγγόνια τους, πριν φύγουν για τους μεγάλους ωκεανούς.