Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Πρωτόλειο

» Andrew Martin (μτφρ. Βίβιαν Στεργίου, εκδόσεις Δώμα)
Συμβαίνει συχνά το πρωτόλειο εγχείρημα ενός συγγραφέα να το διαπερνούν προβληματισμοί και ιδέες μεγάλου μέρους της έως τότε ζωής του, λογαριασμοί με το παρελθόν που επιθυμεί να κλείσει. Γι’ αυτό άλλωστε αρκετά από αυτά τα πρώτα βιβλία μοιάζουν -ή είναι- αυτοβιογραφικά. Η ζωή ενός ανθρώπου που ελπίζει -εναλλακτικά: στοχεύει, πιστεύει, εύχεται, φαντασιώνεται, οραματίζεται- να γίνει συγγραφέας -πως κάποια στιγμή θα γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο θα εγκριθεί από έναν εκδότη, θα βρεθεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων, στο μικροσκόπιο της κριτικής, στις λίστες των βραβείων, στο καλάθι των προσφορών ή ξεχασμένο μες τη σκόνη σε κάποια επαρχιακή δημοτική βιβλιοθήκη από καιρό υποστελεχωμένη- είναι αναμενόμενο κατά ένα μεγάλο μέρος της να αποτελείται από σχετικούς με τη συγγραφή προβληματισμούς και ιδέες. Η ιστορία του πρώτου βιβλίου είναι συχνά μια ιστορία από μόνη της, έτσι όπως συνδυάζει ένα σύνολο σκηνών και δράσεων, έτσι όπως το φαντασιακό συναντά το ρεαλιστικό, οι προσδοκίες εκτείνονται ως τον ορίζοντα πριν τις παρασύρει το πρώτο αεράκι και τα συναισθήματα εναλλάσσονται σε όλο το μήκος του τεράστιου εύρους ανάμεσα στον ενθουσιασμό και τη ματαιότητα.
Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν μια κάπως φυσιολογική ζωή αμερικάνικου στυλ, δε φέρομαι εντελώς μαλακισμένα στους ανθρώπους γύρω μου, και γενικά θεωρούμαι αρκετά καλό άτομο, κυρίως γιατί θα κάτσω ν’ ακούσω τις φρίκες και τα παράπονα των άλλων για πιο πολλή ώρα, κατά μέσο όρο, απ’ όσο θα χρειαζόταν για να φανώ απλώς ευγενικός. Και η αλήθεια είναι πως κατά κανόνα τους ανθρώπους τους συμπαθώ, παρά τα ατράνταχτα θεωρητικά επιχειρήματα που έχω εναντίον τους. Υποθέτω πως αυτό αποτελεί φυσιολογική αντίδραση στο γεγονός ότι με μεγάλωσαν δυο σχετικά καλόκαρδοι γονείς, οι οποίοι μ’ έμαθαν να είμαι ευγενικός, κόσμιος και να στηρίζομαι στη συντροφιά και τη βοήθεια των άλλων, αλλά την ίδια στιγμή να θεωρώ πως είμαι πιο έξυπνος και -σ’ ένα θεμελιωδέστερο επίπεδο- ότι έχω μεγαλύτερο δικαίωμα στην ευτυχία από κάθε άλλον άνθρωπο στον κόσμο, μ’ εξαίρεση ίσως τις αδερφές μου.
Μια τέτοια ιστορία απασχολεί τον Μάρτιν στο πρώτο του βιβλίο με τον ακριβή τίτλο Πρωτόλειο. Ο Πίτερ, κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής, είναι ένας επίδοξος συγγραφέας, που κινείται σε καλλιτεχνικούς κύκλους, εκεί που συχνάζουν κυρίως άτομα που νιώθουν γεννημένοι δημιουργοί, και που κάτι τέτοιο, πιστεύουν, είναι ζήτημα χρόνου να συμβεί. Ήδη από την πρώτη παράγραφο είναι διακριτή η διάθεση σαρκασμού εκ μέρους του αφηγητή, σαρκασμός αναμενόμενος από κάποιον που μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με τρόπο τέτοιο ώστε να νιώθει πιο έξυπνος και προνομιούχος ως προς την ευτυχία από οποιοδήποτε άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Ο σαρκασμός του αφηγητή υπονομεύεται από τον συγγραφέα και μετατρέπεται σε αυτοσαρκασμό εν αγνοία του. Αυτό μοιάζει να είναι το κυρίως αφηγηματικό τρικ του Μάρτιν, εκείνο που δίνει ενδιαφέρον σε μια κοινότοπη μάλλον ιστορία. Ο σαρκασμός της σύγχρονης -αμερικανικής- πραγματικότητας εκ μέρους του αφηγητή, με έμφαση στο λογοτεχνικό σύμπαν, και ο σαρκασμός του αφηγητή από τον συγγραφέα, απεγκλωβίζουν το Πρωτόλειο από ένα μάλλον αδιάφορο προσωπικό δράμα και το μετατρέπουν σε ένα φιλόδοξο και φρέσκο ντεμπούτο. Δεν μπορώ να ξέρω αν για τον Μάρτιν το πρωτόλειο του Φόστερ Γουάλας Η σκούπα και το σύστημα αποτέλεσε κάποιου είδους έμπνευση, δεν θα μου έκανε και εντύπωση βέβαια κάτι τέτοιο. Σίγουρα δεν καταφέρνει αυτά που ο Γουάλας πέτυχε στο λογοτεχνικό ντεμπούτο του, και μάλλον δεν θα έχει την ανάλογη εξέλιξη, αλλά η επιρροή είναι ευδιάκριτη.
Η διακειμενικότητα αποτελεί ένα ακόμα πλεονέκτημα αυτού του μυθιστορήματος, του οποίου οι ήρωες διαβάζουν και έχουν άποψη για συγγραφείς και βιβλία. Βιβλία όπως αυτό συχνά καταχωρούνται σε μια μάλλον αόριστη και συχνά αντιφατική κατηγορία βιβλιοφιλικής λογοτεχνίας, εκεί που βιβλία και συγγραφείς αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πλοκής. Ένα παράδειγμα ως προς την αντιφατικότητα αυτής της κατηγορίας είναι πως βάσει ορισμού σε αυτή θα έπρεπε να συμπεριλάβει κανείς το Φαρενάιτ 451, το οποίο διαδραματίζεται σε ένα μέλλον όπου τα βιβλία καίγονται. Αυτό ήταν ένα αστείο, ένα βιβλιοφιλικό αστείο. Τα βιβλιοφιλικά αυτά μυθιστορήματα έχουν ένα σταθερό και φανατικό κοινό, το οποίο μοιράζεται ένα πάθος για τη λογοτεχνία που ικανοποιείται με την κάθε αναφορά στη λογοτεχνία, για το οποίο οι ιστορίες βιβλίων και συγγραφής είναι οι πλέον ενδιαφέρουσες. Ο Μάρτιν γράφει ένα τέτοιο βιβλίο φανερώνοντας από τη μία το πάθος του για τη λογοτεχνία εν γένει, τον φανατισμό του αναγνώστη που διακατέχει τον αφηγητή του, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει και ένα μέρος της προβληματικής πραγματικότητας του χώρου των βιβλίων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στους επίδοξους συγγραφείς, βρίσκοντας σε αυτούς το κατάλληλο όχημα ώστε να διασχίσει διάφορες γκρίζες ζώνες της γενιάς των Μιλένιαλς.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τους ήρωες του Μάρτιν είναι μια αίσθηση μοναδικότητας, μια αίσθηση πως αργά ή γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο οι πόθοι τους θα πραγματωθούν, κάτι που τους δίνει την πεποίθηση πως ό,τι και αν κάνουν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, πως για αυτούς δεν υπάρχει χαμένος χρόνος. Κάτι τέτοιο αποτελεί μάλλον γνώρισμα της εποχής και δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρίζει και το λογοτεχνικό σινάφι. Η εύκολη επιτυχία και το δικαίωμα σε αυτήν. Οι ήρωες του Μάρτιν μπερδεύουν τη μυθιστορηματική πραγματικότητα με τη ζωή του μυθιστοριογράφου, νιώθουν ήρωες ενός μυθιστορήματος και έχουν εμπιστοσύνη στον συγγραφέα του πως δεν θα τους απογοητεύσει. Η ιστορία που αφηγείται ο Πίτερ είναι πραγματική, η ιστορία που ο Μάρτιν αφηγείται μέσω του Πίτερ είναι προσχηματική, αν δεν ληφθεί υπόψιν η συγγραφική φωνή, τότε το Πρωτόλειο μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και αφελές, ένα ακόμα πυροτέχνημα του μάρκετινγκ από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Κύριο χαρακτηριστικό της πρόζας του Μάρτιν είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί, γλώσσα που μπορεί να μοιάζει λογοτεχνικά αδύναμη κάποιες στιγμές, εξυπηρετεί όμως πλήρως την ιστορία, αποτυπώνοντας την εποχή. Εδώ η συμβολή της μεταφράστριας είναι καθοριστική, καθώς μια απόδοση εκτός ελληνικής γλωσσικής πραγματικότητας θα μπορούσε να καταστρέψει εντελώς το μυθιστόρημα. Η Βίβιαν Στεργίου στη πρώτη της μεταφραστική απόπειρα αποφεύγει με άνεση έναν συχνό μεταφραστικό σκόπελο, εκείνον της χρησιμοποίησης εξεζητημένων λέξεων σε μια απόπειρα του μεταφραστή να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του συγγραφέα. Η καταλληλότητα της γλώσσας κάνει τους διαλόγους αβίαστους και φυσικούς, γεγονός σημαντικό καθώς μεγάλο μέρος της πλοκής βασίζεται σε αυτούς.
Το Πρωτόλειο δεν θα αλλάξει -κατά πάσα πιθανότητα- τον ρου της αμερικανικής λογοτεχνίας, άλλωστε ελάχιστα είναι τα βιβλία στα οποία θα πόνταρε κανείς σχετικά, είναι όμως ένα δείγμα καλής λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο το οποίο συμβάλλει με τον τρόπο του, λειτουργώντας ως Δούρειος Ίππος, και στον λογοτεχνικό διάλογο για τη σύγχρονη πραγματικότητα με τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής να επιβάλλουν την πεπατημένη, με την παραγωγή να θυμίζει λίγο βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων, ενώ το όποιο ρίσκο κρίνεται περιττό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα