Η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί σταθερές τις θέσεις της και τον σχεδιασμό της στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, τονίζοντας ότι αρχικός στόχος είναι η συμφωνία σε ένα πρόγραμμα-γέφυρα που θα διασφαλίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου μέχρι τη σύναψη οριστικής συμφωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους και στη συνέχεια θα κατατεθούν οι οριστικές ελληνικές προτάσεις.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η Αθήνα θεωρεί ότι για να φτάσουμε σε επιτυχές αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στη διαπραγμάτευση. Το πρόγραμμα-γέφυρα, σημειώνουν, δεν είναι ένα νέο Μνημόνιο, με όρους, αξιολογήσεις κ.λπ., αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς.
Αν υπάρξει αυτή η αρχική συμφωνία, στη συνέχεια θα κατατεθούν οι οριστικές ελληνικές προτάσεις που θα περιλαμβάνουν ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής, που θα αποτυπώνει τους στόχους της κυβέρνησης για τα δημόσια οικονομικά τα επόμενα 3-4 χρόνια (ύψος πλεονάσματος, διάρθρωση εσόδων – δαπανών κ.λπ.) και πάνω στο οποίο θα στηριχτούν οι προϋπολογισμοί της επόμενης τετραετίας. Επίσης, η κυβέρνηση θα υποβάλει ένα νέο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, το οποίο, εκτός των άλλων, θα περιλαμβάνει και μέτρα που δεν τόλμησαν -και δεν ήθελαν- να εφαρμόσουν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στη φοροδιαφυγή, στη διαφθορά και στις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, που θα εμπεδώνουν μια νέα σχέση κράτους-οικονομίας, κράτους-κοινωνίας.
Κεντρική θέση στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι ο βασικός όρος που θα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα-γέφυρα είναι ότι καμία πλευρά δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν ζητάει τις εναπομείνασες δόσεις του υφιστάμενου προγράμματος-πέραν των 1,9 δισ. που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (προγράμματα SMP και ANFA), θεωρείται απαραίτητο να της δοθεί η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δισ., ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες.