(Ένας έμμετρος αποχαιρετισμός Κρητικού στην αγαπημένη του,
λίγο πριν από την εθελοντική αναχώρησή του για το μέτωπο)
Ήταν καλοκαίρι του 1986, όταν μια θεία μου, πολύ αγαπητή σε μένα, μαθαίνοντας το ενδιαφέρον μου για παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που περιλαμβάνουν Κρητικούς με παραδοσιακή ενδυμασία, μου χάρισε μια φωτογραφία που αν και ένα μέρος της στη διάρκεια των χρόνων είχε αποκοπεί και δεν υπήρχε πλέον -πολύ αργότερα η φωτογραφία αποκαταστάθηκε εν μέρει, με ψηφιακό τρόπο- μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Δεν ήταν μόνο οι αγέρωχοι κάτοικοι του χωριού Κουρούτες, στη ρίζα του Ψηλορείτη, που απεικονίζονταν σε αυτήν ποζάροντας λεβέντικα μπροστά στον φακό με άψογο στήσιμο· άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, ούτε τα περίτεχνα σχέδια του πλαισίου της που μαρτυρούσαν ότι ο φωτογράφος εκτός από καλός γνώστης της τέχνης του έδινε και μεγάλη σημασία στην κάθε λεπτομέρεια, αλλά ήταν και το μήνυμα που περιλάμβανε, με τη μορφή αναγραφόμενης μαντινάδας σε μικρό πίνακα, που τον κρατούσε και τον επιδείκνυε εμφατικά ένας νεαρός ένστολος, ο οποίος στεκόταν όρθιος, και προφανώς ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει και πάλι το χωριό του για χάρη της πατρίδας του και να (ξανά)φύγει, γνωρίζοντας ότι προορισμός του ήταν το πεδίο της μάχης.
Αν και στη φωτογραφία δεν αναγράφεται κάποια ένδειξη για τη χρονολογία λήψης της, υποθέτω ότι ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 1912 και 1920, δηλαδή, είτε στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913, στους οποίους πολέμησαν και Κρητικοί παρόλο που η Κρήτη δεν είχε ακόμη επίσημα ενωθεί με την Ελλάδα (Ένωση: 1/12/1913), είτε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά τα έτη 1917 – 1918), είτε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919 – 1922), και πάντως, πιθανότατα πριν από την έναρξη της προέλασης των ελληνικών στρατευμάτων προς τη Σμύρνη, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1920.
Με βάση τη συγκεκριμένη μαντινάδα, γράφτηκαν οι στίχοι που ακολουθούν, όχι με σκοπό να αποκωδικοποιηθεί με ακρίβεια ο τρόπος σκέψης που οδήγησε τον νεαρό άντρα στο γράψιμό της -άλλωστε κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ποτέ δυνατό- αλλά ως προϊόν φαντασίας (εκτός από το καταληκτικό δίστιχο που περιλαμβάνει αυτολεξεί τη μαντινάδα), και με κύριο στόχο να τονιστεί ο πόνος του αποχωρισμού αγαπημένων προσώπων και ειδικότερα νέων ανθρώπων που αναχωρούν για το μέτωπο, από τη σύζυγο ή την αρραβωνιαστικιά τους ή απλά από την κοπελιά με την οποία είναι συνδεδεμένοι συναισθηματικά· του αποχωρισμού που αναμφίβολα περιλαμβάνεται και αυτός μεταξύ των μεγάλων δεινών του πολέμου και είναι μια διαδικασία που ενέχει έντονη τραγικότητα, αφού σε κάθε πόλεμο είναι πάντα αυξημένος ο κίνδυνος για απώλεια της ζωής μέσα στον πυρετό της μάχης.
Διαβάζοντας τη μαντινάδα, πάντα σε συνδυασμό με την όλη φωτογραφία, στο πρόσωπο του νεαρού, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την ένταση της επιθυμίας του κάθε στρατευμένου (ή και εθελοντή για την υπεράσπιση της πατρίδας του), που μπορεί να βρίσκεται σε αυτή τη θέση, και ως άλλος «Ερωτόκριτος» ετοιμάζεται να αποχωριστεί την «Αρετούσα» του, όχι για την εξορία όπως συμβαίνει στο έπος του Βιτσέντζου Κορνάρου, αλλά για τη δίνη του πολέμου, επιθυμία που εκφράζεται με ομοιοκατάληκτους στίχους -συνηθισμένο άλλωστε τρόπο έκφρασης για τους Κρητικούς- με τους οποίους ο νέος ζητά από την αγαπημένη του να μην τον ξεχάσει, προτρέποντάς την χαρακτηριστικά να μην παραλείπει να κοιτάζει έξω από το παράθυρο του σπιτιού της κατά τη διάρκεια της απουσίας του, προσμένοντας την επιστροφή του:
Aπό το σπίτι σου περνώ, στη δύση ο ήλιος γέρνει,
έρωτας μα και πόλεμος στη μ-πόρτα σου με φέρνει.
Ήταν οψές την ταχινή π’ άκουσα το μαντάτο,
πάλ’ η πατρίδα με καλεί και κάνει μου κουμάντο.
Γιατί κι α(ν) δε μου πέψανε γραμμένο το χαμπέρι,
το χρέος με σφυροκοπά στου νου μου το λημέρι.
Κι όσο κι αν είναι ζόρικο το ν-τόπο μου ν’ αφήσω,
πλια ζόρικο μου φαίνεται να σ’ αποχαιρετήσω.
Το παραθύρι σου ανοιχτό, γυρεύγω τη μορφή σου,
σα ντο κερί τ’ αφτούμενο λιώνω για όνομίς σου.
Αναμεσίς στ’ ανώφιλιο και το ψηλό περβάζι,
εκειά ξανοίγω για να δω μορφή που να σου μοιάζει·
να ξεπροβάλεις σοντηρώ, νταμπιέτι για να χτίσω,
δύναμη απ’ τη δύναμη απού ’χεις να αντλήσω,
και να κρατήξω ’κόνισμα την όμορφη θωριά σου,
κάθε λεπτό η σκέψη μου να βρίχνεται κοντά σου.
Από κοπελούδα που ’σουνε κ’ ήμουνε χαμαντράκι,
παιζογελούσαμεν’ κ’ οι δυο εις το στενό σοκάκι.
Θυμούμαι όντε σε χόρεψα που ’μαστε γαμηλιώτες,
και το σαράκι του σεβντά δυνάμωσ’ από τότες.
Τ’ όνειρο εξεδήλιανε όντε σου ’πα πως σε θέλω,
μου ’δωκες το βασιλικό και γιάγειρε ντο γέλιο.
Επαδά ’λλότες σου ’ταξα πως κι αν ο Θεός θελήσει,
ογλήγορα στην εκκλησά παπάς θα μασε βλοήσει.
Κι απάνω στο ζιπόνι σου επέρασα γιορντάνι,
που ούλοι το θαυμάζουνε όντε θα βγεις σεργιάνι.
Ταϊτέρου αξημέρωτα αντίς για το σαρίκι
θα βάλω το πηλήκιο, και το σπαθί στη θήκη·
κι αντίς για τα στιβάνια μου άρβυλα θα φουκαρώσω,
και πάλι εις τη σκέψη μου εσένα θα κλειδώσω·
κ’ ύστερα το ντουφέκι μου θα βγάλω απ’ το μπαούλο,
καλλιά ’χω ’γώ ειρήνη επά και εις το γ-κόσμο ούλο.
Εις τη μ-πλατέα δεξά-ζερβά το βλέμμα μου θα σύρω,
και το διανέρι τ’ ουρανού θα κάμω ένα γύρο.
Και εις το μ-πόρο του χωριού όντε θα ποκωλέψω,
τα μάθια θα βουρκώσουνε, δε θα μπορώ ν’ αρνέψω.
Σπαθάτη βεργολυγερή με το χυτό κορμί σου,
στο πέρασμά σου ανοίγεις μου πόρτα του παραδείσου.
Νοικοκερά κι ανυφαντού, καμάρι τω γονιώ σου,
πέτα με τον αέρα μου, πετώ με το δικό σου.
Στη λίγωση του φεγγαριού μα και στη σοφεγγάδα,
καλού καιρού αργαδινές, στση νύχτας τη γλυκάδα,
την κεφαλή σου σήκωνε, ξάνοιγε το φεγγάρι,
και ’πέ εγώ πως το ’πεψα για να ’ρθει και να πάρει,
ό,τι μαράζι και καημό απού ’χεις να μου φέρει,
σαν είσαι συ καλά, και ’γώ θα ’χω καλό σεφέρι.
Στη Παναγία τση Λυγιάς κερί άναβε για μένα,
όσο μπορείς την έγνοια μου έχε, και ’γώ για σένα.
Και α(ν) δε σου βολεί να βγεις όση ώρα ανιμένω,
δε θα χτυπήσω σάικα, στο σπίτι μου θα πηαίνω.
Ήρθα στη μ-πόρτα σου χωστά για να μη σε σουρέψει,
κιανείς απ’ τσι γειτόνους σου, άδικα μη σε ψέξει.
Σε μια φωτογραφία μου μήνυμα, στη βεγγέρα,
που θα ’ν’ κι ο κύρης σου εκειά, θα σου κρατώ στη χέρα:
«Πρόβερνε φως μου να θωρείς όξω το παραθύρι,
αν είμαι και στο πόλεμο να μου βαστάς χατήρι».
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αλλότες=κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε
ανιμένω=περιμένω
(η) ανυφαντού=η υφάντρα
(το) ανώφιλιο=η άνω παραστάδα πόρτας ή παραθύρου (εδώ: παραθύρου)
(η) αργαδινή=η βραδιά
αρνεύγω=ησυχάζω
βαστώ χατήρι (χατίρι)=κρατάω χάρη (σημ.: κατά κυριολεξία). Εδώ έχει την έννοια προτροπής του νέου προς την αγαπημένη του να μην τον ξεχάσει, όσο αυτός θα βρίσκεται στον πόλεμο. Διατηρείται η ορθογραφία της λέξης, όπως αυτή αναγράφεται στον πίνακα που κρατάει ο νεαρός ένστολος της φωτογραφίας.
(η) βεγγέρα=η βραδυνή επίσκεψη – συγκέντρωση
(ο) βεργολυγερός,-ή,-ό= ο έχων λυγερή κορμοστασιά
βλογώ=στεφανώνω
βολεί (μου βολεί)=με βολεύει, μπορώ
(ο) γαμηλιώτης=ο παριστάμενος ως καλεσμένος σε γάμο
γιαγέρνω=επιστρέφω
(το) γιορντάνι (ή γιορντάμι)=το περιδέραιο
γυρεύγω = ψάχνω, αναζητώ
(το) διανέρι τ’ ουρανού=η κορυφογραμμή
εκειά=εκεί
επά=εδώ & επαδά=εδώ ακριβώς
ζερβά= αριστερά
(το) ζιπόνι(ή ζουπόνι)=το κοντό κρητικό γυναικείο γιλέκο
(ο) ζόρικος,-η,-ο=ο δύσκολος
θωρώ=βλέπω
καλλιά=καλύτερα
κιανείς=κανείς
(η) λίγωση=η φθίνουσα περίοδος της σελήνης
(το) μαράζι=η στενοχώρια
(το) νταμπιέτι=η διάθεση, όρεξη, το κέφι
ξανοίγω=κοιτάζω
ξεδηλιαίνει (το όνειρο)=το όνειρο αποδεικνύεται αληθινό
ογλήγορα=γρήγορα
όνομίς σου (για όνομίς σου)=για χάρη σου
όντε=όταν
οψές=χθες
παιζογελώ=φλερτάρω εύθυμα
’πέ (ειπέ)=πες
πηαίνω=πηγαίνω, πάω
πλια = πιο, πιο πολύ
ποκωλεύγω=απομακρύνομαι τόσο ώστε δεν φαίνομαι από το σημείο εκκίνησής μου
(ο) πόρος=το πέρασμα
σάικα=ασφαλώς, σίγουρα
(το) σαράκι=το πριόνι
(το) σαρίκι=το παραδοσιακό αντρικό κάλυμμα κεφαλής των Κρητικών
(ο) σεβντάς= ο έρωτας
(το) σεφέρι=η εκστρατεία, χρονική περίοδος, ο πόλεμος
σοντηρώ=ελέγχω, παρατηρώ
σουρεύγω=σχολιάζω, διασύρω
(η) σοφεγγάδα=η φεγγαράδα
(ο) σπαθάτος,-η,-ο= ο λεπτός, αδύνατος
(το) στιβάνι=η παραδοσιακή κρητική μπότα
στση=στης
ταϊτέρου=αύριο, αύριο το πρωί
τάσσω=υπόσχομαι
(η) ταχινή=το πρωί
τσι=τους
φουκαρώνω=βάζω κάτι μέσα σε ένα άλλο
(το) χαμαντράκι=ο μικροκαμωμένος άντρας
(το) χαμπέρι=το μήνυμα, η είδηση
(ο) χυτός,-ή,-ό=ο καλλίγραμμος
χωστά=κρυφά
ψέγω=επικρίνω, κατακρίνω