Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

Προβληματική η ελευθερία της πληροφόρησης

«Τα Μ.Μ.Ε. κινδυνεύουν από τον εναγκαλισμό της εξουσίας, αλλά και η εξουσία η ίδια φθείρεται, όταν τα μέσα συμβιβάζονται μαζί της και δεν προστατεύουν τον πολίτη», εκτιμά ο Νίκος Λέανδρος, πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.
«Δυστυχώς υπάρχει ένα πρόβλημα ελευθερίας της πληροφόρησης όπως επισημαίνει η έκθεση των “Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα” στην Ελλάδα, αλλά ως εκ τούτου υπάρχει και ένα πρόβλημα Δημοκρατίας. Αφού η πληροφόρηση δεν είναι ελεύθερη και πλήρης και αντικειμενική, ο ελεγκτικός μηχανισμός της Δημοκρατίας που είναι τα Μ.Μ.Ε. δεν λειτουργεί σωστά, άρα και η ίδια η Δημοκρατία δεν λειτουργεί σωστά», υποστηρίζει ο κ. Λέανδρος.
Ερωτηθείς αν πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος εποπτείας που να στηρίζει βέβαια τις παραδόσεις της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της ελευθερίας του λόγου, αλλά παράλληλα να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, ο καθηγητής Ν. Λέανδρος εκτιμά ότι «το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο που δεν έχει να κάνει με τον Τύπο, αλλά τα ηλεκτρονικά μέσα, έχει αποτύχει στον ρόλο του. Στην καλύτερη περίπτωση έχει λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός επιβολής προστίμων, τα οποία για πάρα πολλά χρόνια ήταν στην ευχέρεια του υπουργού αν θα εισπραχθούν και βέβαια πολλές φορές έμεναν ανείσπρακτα. Οσον αφορά τον Τύπο νομίζω ότι πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί διαφάνειας και ελέγχου, αλλά αυτοί πρέπει να είναι από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, δηλαδή τους παραγωγούς του περιεχομένου, αλλά και από τους πολίτες. Θα μπορούσε δηλαδή να υπάρξει ένα Παρατηρητήριο Μέσων ή κάποιοι θεσμοί που να βλέπουν αν υπάρχει κάποιο θέμα αναφορικά με το περιεχόμενο».
Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου σημειώνει ότι «όλες οι μετρήσεις που έχουμε, οι οποίες είναι και πανευρωπαϊκές, δείχνουν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν από τα υψηλότερα ποσοστά αρνητικής εικόνας των πολιτών απέναντι στην αξιοπιστία των μέσων. Σε χειρότερη μοίρα είναι η τηλεόραση, ακολουθούν τα έντυπα μέσα, δηλ. κυρίως οι εθνικές εφημερίδες, οι οποίες άλλωστε έχουν πέσει από 1.100.000 φύλλα το 1989 σε περίπου 200.000 φύλλα ημερησίως τώρα. Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα και της έλλειψης αξιοπιστίας. Σε καλύτερη μοίρα είναι το Ραδιόφωνο και μετά το Διαδίκτυο. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας».
Ο κ. Λέανδρος υποστηρίζει ότι απαιτείται «πολιτική βούληση για να τηρηθούν οι νόμοι που δεν τηρούνται και επίσης για να ελεγχθούν τα φαινόμενα της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας, τα οποία είναι πολύ έντονα και θα έλεγα ότι θέλει και μία προσπάθεια εκπαίδευσης των πολιτών, γιατί και οι ίδιοι έχουν δύναμη στα χέρια τους. Δηλαδή, πρέπει να παίρνουν θέση στα φαινόμενα της χαμηλής ποιότητας ή της κακής λειτουργίας των μέσων. Να μην επιβραβεύουν επιλέγοντας Μέσα τα οποία κατά τα άλλα έχουν μια κακή συμπεριφορά ή πληροφόρηση προς τους πολίτες. Αρα, είναι ένα πολύπλοκο, σύνθετο πρόβλημα, μια αμφίδρομη σχέση, που θέλει πολλές προσπάθειες. Είναι μέρος και μίας αξιακής παρακμής, την οποία έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και μίας γενικευμένης απαξίωσης, η οποία προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης και σε ένα βαθμό οδήγησε και στην οικονομική κρίση γιατί ακριβώς επέτρεψε σε εξουσίες να λεηλατήσουν αυτή τη χώρα χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν».
Η συνέντευξη του Νίκου Λέανδρου, προέδρου του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου στο ΑΠΕ – ΜΠΕ έχει ως εξής:

• Κύριε καθηγητά, νέα υποχώρηση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη των “Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RSF)” σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου το 2013. Η χώρα μας κατέχει την προτελευταία θέση στην Ε.Ε., με μόνη χώρα η οποία να έπεται τη Βουλγαρία, ενώ από το 2009 έχει υποχωρήσει στη σχετική κατάταξη κατά 50 συνολικά θέσεις. Τι σημαίνει αυτό κατά τη γνώμη σας;
Σημαίνει ότι υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα στην ελευθερία της πληροφόρησης, στη χώρα μας. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι καινούργιο, έχει όμως επιδεινωθεί πολύ σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Είναι ένα πρόβλημα το οποίο συνδέεται και με κάποιες επιθέσεις οι οποίες γίνονται κατά των δημοσιογράφων, αποτέλεσμα μιας γενικότερης απαξίωσης που υπάρχει των μέσων και των δημοσιογράφων, αλλά συνδέεται και με πολιτικές τόσο κρατικές, όπως είναι το κλείσιμο της ΕΡΤ, όσο και με μια κατάσταση ανομίας που έχει διαμορφωθεί στο χώρο των μέσων, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν η ιδιωτικοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου έγινε με έναν τρόπο άναρχο και στην ουσία κατελήφθησαν οι συχνότητες, δεν δόθηκαν ποτέ οριστικές άδειες, υπήρξε γενικά πλήρης αυθαιρεσία με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν εξουσίες μιντιακές, οι οποίες υπέταξαν τα μέσα και τους δημοσιογράφους σε ευρύτερα συμφέροντα και οικονομικές αυτοκρατορίες και έτσι διαμόρφωσαν καταστάσεις διαφθοράς, αυτολογοκρισίας, ελέγχου της πληροφόρησης, γενικά αποτυχίας των μέσων να παίξουν τον ελεγκτικό τους ρόλο, όπως θα έπρεπε.

• Αυτό, βέβαια, έχει οδηγήσει στη λεγόμενη υποχώρηση της αξιοπιστίας του Τύπου. Πιστεύετε ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στην Ελλάδα;
Υπάρχει τεράστιο τέτοιο πρόβλημα, αυτό το δείχνουν και όλες οι μετρήσεις τις οποίες έχουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δεν προκύπτει τώρα, απλώς τώρα νομίζω ότι επιδεινώθηκε και άλλο. Δηλαδή, όλες οι μετρήσεις που έχουμε, οι οποίες είναι και πανευρωπαϊκές, δείχνουν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν από τα υψηλότερα ποσοστά αρνητικής εικόνας των πολιτών απέναντι στην αξιοπιστία των μέσων, σε χειρότερη μοίρα είναι η τηλεόραση, ακολουθούν τα έντυπα μέσα, δηλ. κυρίως οι εθνικές εφημερίδες, οι οποίες άλλωστε έχουν πέσει από 1.100.000 φύλλα το 1989 σε περίπου 200.000 φύλλα ημερησίως τώρα -αυτό, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα και της έλλειψης αξιοπιστίας- σε καλύτερη μοίρα είναι το Ραδιόφωνο και μετά το Διαδίκτυο. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας.

• Αυτό, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά τη γνώμη ενός εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού δασκάλου;
Είναι ένα πρόβλημα που θέλει πολλή δουλειά και πολλή προσπάθεια. Πρέπει να αντιμετωπιστεί καταρχήν με προσπάθειες των ίδιων των δημοσιογράφων, των δημοσιογραφικών ενώσεων οι οποίες κατά τη γνώμη μου δεν έχουν συζητήσει επαρκώς τα προβλήματα που υπάρχουν και χρειάζεται οπωσδήποτε να κινητοποιηθούν οι ελεγκτικές αρχές, καταστάσεις αυθαιρεσίας για χρόνια αφέθηκαν να υπάρχουν. Αυτό, βέβαια, δεν έγινε γιατί δεν υπήρχε νομοθεσία, έγινε γιατί δεν υπήρχε πολιτική βούληση. Εξυπηρετούσε, δηλαδή, ουσιαστικά ένα σύστημα εξουσίας το να μπορεί από τη μια να κάνει ρουσφέτια και παροχές στα μίντια και από την άλλη να τα έχει και κάπως σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, ώστε να μπορεί να κάνει μια διαπραγμάτευση και ίσως να τα ελέγχει. Αρα, λοιπόν, θέλει και πολιτική βούληση για να τηρηθούν οι νόμοι που δεν τηρούνται και επίσης για να ελεγχθούν τα φαινόμενα της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας τα οποία είναι πολύ έντονα και θα έλεγα ότι θέλει και μία προσπάθεια εκπαίδευσης των πολιτών, γιατί και οι ίδιοι έχουν δύναμη στα χέρια τους, Δηλαδή, πρέπει να παίρνουν θέση στα φαινόμενα της χαμηλής ποιότητας ή της κακής λειτουργίας των μέσων. Να μην επιβραβεύουν επιλέγοντας Μέσα, τα οποία κατά τ’ άλλα έχουν μία κακή συμπεριφορά ή πληροφόρηση προς τους πολίτες. Αρα, είναι ένα πολύπλοκο, σύνθετο πρόβλημα, μια αμφίδρομη σχέση, που θέλει πολλές προσπάθειες. Είναι, αν θέλετε, μέρος και μιας αξιακής παρακμής την οποία έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και μιας γενικευμένης απαξίωσης, η οποία προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης και σε ένα βαθμό οδήγησε και στην οικονομική κρίση γιατί ακριβώς επέτρεψε σε εξουσίες να λεηλατήσουν αυτή τη χώρα χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.

• Εχετε γράψει βιβλία για τα “Μαζικά έντυπα επικοινωνίας στην Ελλάδα”,αλλά και την «Πολιτική Οικονομία των Μ.Μ.Ε.”. Βλέπετε να κινδυνεύει η λεγόμενη “τέταρτη εξουσία” από την πρώτη;
Υπάρχει μία σχέση αμφίδρομη και αλληλεξάρτησης. Η τέταρτη εξουσία γενικά έχει ενισχυθεί. Ο ρόλος των Μέσων Επικοινωνίας έχει ενισχυθεί τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Ζούμε σε κοινωνίες με πολύ ισχυρότερα και περισσότερα επικοινωνιακά συστήματα, αλλά ιδιαίτερα στην Ελλάδα έχουν υπάρξει δυνάμεις αδιαφανείς και διαπλεκόμενες με την πολιτική εξουσία. Πολλές φορές βέβαια η πολιτική εξουσία τις καταγγέλλει αυτές τις δυνάμεις. Τα τελευταία 30 χρόνια πολλές φορές έχουν γίνει καταγγελίες και από πρωθυπουργούς και από αρχηγούς κομμάτων για φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής. Στη συνέχεια όμως ακολούθησαν κάποιου είδους συμβιβασμοί και σταμάτησαν οι καταγγελίες. Είναι λοιπόν μία σχέση αμφίδρομη. Μπορεί να πει κανείς ότι κινδυνεύουν τα Μ.Μ.Ε. από τον “εναγκαλισμό της εξουσίας”, αλλά και η εξουσία η ίδια φθείρεται και λειτουργεί με έναν τρόπο περισσότερο αδιαφανή και αρνητικό όταν τα Μέσα συμβιβάζονται μαζί της και δεν προστατεύουν τον πολίτη. Δυστυχώς υπάρχει ένα πρόβλημα και ελευθερίας της πληροφόρησης όπως επισημαίνει η έκθεση των “Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα” στην Ελλάδα, αλλά ως εκ τούτου υπάρχει και ένα πρόβλημα Δημοκρατίας. Αφού η πληροφόρηση δεν είναι ελεύθερη και πλήρης και αντικειμενική, ο ελεγκτικός μηχανισμός της Δημοκρατίας που είναι τα Μ.Μ.Ε. δεν λειτουργεί σωστά, άρα και η ίδια η Δημοκρατία δεν λειτουργεί σωστά.

• Κύριε καθηγητά πρέπει να υπάρχει και ένα είδος εποπτείας που να στηρίζει βέβαια τις παραδόσεις της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της ελευθερίας του λόγου, αλλά παράλληλα να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών;
Το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο που δεν έχει να κάνει με τον Τύπο, αλλά τα ηλεκτρονικά μέσα έχει αποτύχει στον ρόλο του. Στην καλύτερη περίπτωση έχει λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός επιβολής προστίμων, τα οποία για πάρα πολλά χρόνια ήταν στην ευχέρεια του υπουργού αν θα εισπραχθούν και βέβαια πολλές φορές έμεναν ανείσπρακτα. Δεν έχει παίξει το Ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο κάποιο ρόλο ούτε στα θέματα των αδειών, ούτε στο θέμα της ποιότητας.
Οσον αφορά τον Τύπο νομίζω ότι πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί διαφάνειας και ελέγχου, αλλά αυτοί πρέπει να είναι από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, δηλαδή τους παραγωγούς του περιεχομένου, αλλά και από τους πολίτες. Θα μπορούσε δηλαδή να υπάρξει ένα Παρατηρητήριο Μέσων ή κάποιοι θεσμοί που να βλέπουν αν υπάρχει κάποιο θέμα αναφορικά με το περιεχόμενο. Οσον αφορά την ιδιοκτησία υπάρχει το πρόβλημα της συγκέντρωσης στα βασικά πεδία των Μέσων. Δηλαδή τέσσερις – πέντε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που εκτείνονται πολύ πέραν των Μέσων, ουσιαστικά ελέγχουν το πεδίο της εθνικής εμβέλειας τηλεόρασης και των ημερήσιων εφημερίδων. Υπάρχει αυτό το θέμα γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ η νομοθεσία, η οποία υπήρχε. Και εδώ θα μπορούσε να ξαναδεί κανείς το ζήτημα πως μπορεί να προστατευθούν τα Μέσα και η δημοκρατία από την υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας.

Η ελευθερία στον χώρο των Μ.Μ.Ε.
Αναφορικά με την έκθεση των “Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα” ο καθηγητής κ. Γιώργος Πλειός και πρόεδρος του τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών, από το Κίεβο που βρίσκεται για σεμινάρια στη σχολή δημοσιογραφίας, δήλωσε επίσης στο ΑΠΕ – ΜΠΕ: «Για να απαντήσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να ξέρει ποια είναι τα κριτήρια εκείνων που αξιολογούν τις επιδόσεις μίας χώρας και των μέσων της στον τομέα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης, της ελευθεροτυπίας.
Θεωρώ ότι οι δύο κύριοι λόγοι είναι ο άμεσος έλεγχος της δημοσιογραφίας, του δημοσιογραφικού έργου και της κάλυψης από τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό και άρα λοιπόν από την υπηρέτηση -να το πω έτσι- της μνημονιακής πολιτικής, αυτός είναι ένας λόγος που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης στην Ελλάδα και από την άλλη το κλείσιμο της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης. Διότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση δεν διαλύθηκε μόνο γιατί έκλεισε η ΕΡΤ, αλλά διαλύθηκε, επίσης, γιατί δημιουργήθηκε μια κυβερνητική Τηλεόραση, στη θέση της ΕΡΤ».
Από την πλευρά του, ο κ. Αντώνης Σκαμνάκης, επίκουρος καθηγητής Μ.Μ.Ε. στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υποστηρίζει ότι «η υποχώρηση του δείκτη της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας οφείλεται πρώτον στις μνημονιακές πολιτικές που είναι μία εθνική ιδιομορφία και δεύτερον στις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που υπάρχουν στον χώρο των Μ.Μ.Ε.». Σύμφωνα με τον κ. Α. Σκαμνάκη «η ελευθερία του Τύπου σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο περιορίζεται, επίσης, από τη μεγάλη, υπέρμετρη τάση συγκέντρωσης που υπάρχει στον χώρο των Μ.Μ.Ε. Η κλασική έννοια της ελευθερίας του Τύπου, όταν αυτή προέκυψε κατά τη διάρκεια της συγκρότησης των εθνικών κρατών και κατοχυρώθηκε με διάφορα συντάγματα, προσδιόρισε μία περίοδο, όταν η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορούσε να λειτουργεί σαν ένα προοδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σήμερα, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, ακριβώς γιατί λειτουργούν άλλες δυνάμεις. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, το ζήτημα της συγκέντρωσης είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας που σήμερα διεμβολίζει την αρχή της ελευθερίας του Τύπου».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα