Η προσαρμογή στη νέα εποχή αποτελεί δείκτη ανθεκτικότητας για τους πολιτικούς φορείς και τους εκπροσώπους τους. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, είναι να αντιλαμβάνονται τις μεταβολές που συντελούνται στη χώρα. Και να προχωρούν στις απαραίτητες ανατοποθετήσεις και αναθεωρήσεις.
Άλλωστε, η πολιτική δεν είναι στατική. Όποιος δεν την κατανοεί ως διαρκή αλλαγή, αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Εμφανίζεται αμήχανος. Το χειρότερο, μένει στάσιμος. Συνεπώς, τα καινούργια δεδομένα στο μεταμνημονιακό περιβάλλον καθιστούν προτεραιότητα τον αναπροσανατολισμό των πρωταγωνιστών της.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε να έχει συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα αυτή. Η στρατηγική του, πριν και μετά τις εκλογές, το επιβεβαιώνει. Ωστόσο, η συνέπεια στους διακηρυγμένους στόχους του για μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στην οικονομία, καθώς και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησής του, θα κριθούν σε βάθος χρόνου. Η κυριαρχία του, πάντως, στο πλεονέκτημα της προσαρμογής εδράζεται.
Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να δυσκολεύεται στον τωρινό του ρόλο. Η δυστοκία του να τον αφομοιώσει και να τον υπηρετήσει είναι προφανής. Έκδηλη και η αμηχανία του. Είτε γιατί δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί από τον παλιό του εαυτό. Είτε διότι παραμένει δέσμιος ενός ιδεοληπτικού κομματικού μηχανισμού.
Η αδυναμία του να χαράξει σταθερή γραμμή πλεύσης, με το βλέμμα στραμμένο στις σύγχρονες ανάγκες, το αποδεικνύει. Το γεγονός αυτό εξηγείται σε μεγάλο βαθμό. Οι συνέπειες της εκλογικής του ήττας έχουν θεατές και αθέατες πλευρές. Όχι μόνο αμιγώς πολιτικές. Αλλά και προσωπικές, οι οποίες ενίοτε παίζουν σημαντικό ρόλο. Πρόκειται για μια σύνθετη, αλλά αναμενόμενη αποσταθεροποίηση.
Αξιοποιώντας και υποθάλποντας ένα εξαιρετικά φορτισμένο κλίμα, ο Αλέξης Τσίπρας εκλέχτηκε πρωθυπουργός σε ηλικία σαράντα ετών. Στην ουσία εξέφρασε επιτυχώς μια εποχή εντελώς διαφορετική από τη σημερινή. Η επικράτηση και η θητεία του αναμφίβολα τον ωρίμασαν. Του πρόσφεραν γνώση και εμπειρία. Ταυτόχρονα, τον γέμισαν με αυταρέσκεια. Η πρωθυπουργία του, όμως, σημαδεύτηκε από συγκεκριμένες επιδόσεις.
Η αποδοκιμασία του από το εκλογικό σώμα ήταν κάτι που δεν ανέμενε. Τον προσγείωσε σε μια πραγματικότητα με την οποία αδυνατεί να εναρμονιστεί. Εξ ου και δεν κατανοεί την ανάγκη αποτίμησης. Θεωρεί την ήττα του κάποιο λάθος της ιστορίας! Εύλογα η επιστροφή στην αντιπολίτευση γίνεται επώδυνη. Το βίωμα της αποτυχίας της 7ης Ιουλίου τον καθορίζει πολιτικά και ψυχολογικά. Το κυριότερο, τον κρατά εγκλωβισμένο στον ναρκισσισμό του παρελθόντος. Έτσι εξηγούνται οι τωρινές του παλινωδίες και η έλλειψη προσαρμοστικότητας.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντί να επενδύσει στο πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησε –το 32% δεν είναι καθόλου αμελητέο- αναλώνεται σε σκιαμαχίες. Αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του με παρωχημένα στερεότυπα. Ο αντιδεξιός λόγος του παραβλέπει τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην εγχώρια σκηνή. Μολονότι διαπιστώνει πως ο Μητσοτάκης έχει επιρροή στο αποκαλούμενο «Κέντρο», ο ίδιος δεν δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με τον χώρο αυτόν.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι όποιος εκφράσει τη νέα εποχή, προσαρμοζόμενος στα δεδομένα της, διασφαλίζει πολιτική κυριαρχία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε με το αφήγημα πως έχει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Αποδείχτηκε πως δεν είχε. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε χωρίς αφήγημα. Αυτό εξηγεί την αμηχανία του Τσίπρα. Να στραφεί τώρα προς το κέντρο και σε μια ρητορική του κατεστημένου δεν μπορεί, ένας λόγος είναι πως μεγάλωσε και διαμορφώθηκε ως χαρακτήρας στον πόλεμο κατά του κατεστημένου και ο άλλος λόγος είναι πως στο κέντρο το κατεστημένο είναι στον κόσμο του και δεν παίζεται. Αυτά παθαίνουν αυτοί που χτίζουν με ψέματα, βουλιάζουν μαζί με το σαθρό οικοδόμημα τους. Ο Τσίπρας έχει και την ατυχία να βρίσκει απέναντι του έναν Μητσοτάκη που κάνει περίπου τα πάντα σωστά.