Συχνά ο κόσμος τούς περνούσε για δίδυμους, ενώ δεν ήταν ούτε αδέρφια.
Μια δεύτερη ματιά κατάφερνε να εντοπίσει τα ανόμοια χαρακτηριστικά τους, επιμένοντας ωστόσο στα κοινά χρώματα και στο ύφος τους, στον “αέρα” όπως έλεγαν μερικοί, σ’ αυτή την αύρα που τους κύκλωνε, και που οι ψεύτικοι δίδυμοι την αντιμετώπιζαν σαν κάτι συμπαγές: την κόβανε με το μαχαίρι για να τη μοιραστούνε στη μέση. Οι δύο φίλοι διασκέδαζαν με την εντύπωση που προκαλούσαν, κι όταν τους ρώταγε κανείς αν είναι δίδυμοι, απαντούσαν ο ένας “ναι” κι ο άλλος “όχι”, εντείνοντας τη σύγχυση. Στην πραγματικότητα, τα πάντα ήταν διαφορετικά. Μπορεί ο Νικ και ο Ιβ να είχαν γεννηθεί στο ίδιο χωριό, στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, τον ίδιο μήνα της ίδιας χρονιάς, αλλά τα κοινά τους σημεία εξαντλούνταν εκεί.
Είναι απλό και σινάμα σύνθετο να αναφερθεί κάποιος στην υπόθεση του μυθιστορήματος του Χρήστου Αγγελάκου Ψεύτικοι δίδυμοι. Είναι η ιστορία δύο φίλων, που γεννήθηκαν με απόσταση δύο ημερών, στην ίδια αυλή, προερχόμενοι από δύο οικογένειες εκ διαμέτρου διαφορετικές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο· ο Νίκος παιδί μιας πλούσιας οικογένειας, ο Ιβάν γιος μεταναστών, που δουλεύουν για την οικογένεια του Νίκου. Και όμως η ζωή τούς έκανε αχώριστους, να μοιάζουν με δίδυμους, έστω και εξ αγχιστείας. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, δύο παιδιά που θα αφήσουν μεγαλώνοντας λίγο το χωριό για την Αθήνα, με όνειρα και φιλοδοξίες, για να δουλέψουν κομπάρσοι σε κινηματογραφικές παραγωγές, Με την Ισμήνη συνθέτουν μια τριάδα, κανονική και φυσιολογική για εκείνους, για τους άλλους όχι, τι σημασία έχει όμως;
Εκείνο που κάνει σύνθετη την αναφορά στην υπόθεση του μυθιστορήματος και στην πρόσληψή της κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης είναι ο τρόπος που επέλεξε ο Αγγελάκος να διηγηθεί την ιστορία. Δεν είναι μόνο η έλλειψη ξεκάθαρης χρονικής γραμμικότητας στην αφήγηση, αλλά κυρίως όσα υπαινίσσεται χωρίς να ξεκαθαρίζει, όπως εύστοχα αναφέρει το οπίσθόφυλλο: οι Ψεύτικοι δίδυμοι προτιμούν τις ερωτήσεις από τις απαντήσεις. Και όταν υπάρχουν απαντήσεις συχνά καλύπτονται από ένα πέπλο ομίχλης. Και όμως αυτό δεν αποτελεί μειονέκτημα αλλά πλεονέκτημα του βιβλίου, δεν μπερδεύει τον αναγνώστη αλλά αντίθετα τον βάζει στην ιστορία, και αυτό συμβαίνει γιατί αποτελεί ξεκάθαρη συγγραφική επιλογή και όχι αδυναμία στην εξέλιξη της αφήγησης.
Το εύρημα των κινηματογραφικών γυρισμάτων, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας ως κομπάρσοι, είναι λειτουργικότατο. Οι κομπάρσοι της ιστορίας ως πρωταγωνιστές των δικών τους ιστορίων προσδίδουν επιπλέον αναγνώσεις στην κεντρική ιστορία των δύο φίλων. Ο έρωτας και η σεξουαλικότητα, κυρίως η αναζήτησή της δεν θα μπορούσαν να λείπουν, όπως δεν θα μπορούσε να λείπει και η αναφορά σε κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου που λαμβάνει χώρα η ιστορία, όπως δεν θα μπορούσε να λείπει η αγάπη για τη λογοτεχνία, η λογοτεχνία ως διέξοδος του μυαλού όταν το σώμα είναι εγκλωβισμένο.
Αναρωτιέμαι αν στην κεντρική επιλογή του Αγγελάκου για υπαινιγμό βρίσκεται και η ανάγκη για μια κρυψώνα του προσωπικού βιώματός του, κυρίως λόγω της αίσθησης πως οι Ψεύτικοι δίδυμοι μοιάζουν να είναι μια ιστορία αρκετά προσωπική που όμως, για έναν, ανεξήγητο ως έναν βαθμό, λόγο αφορούν τον αναγνώστη. Ίσως γιατί καταφέρνει τόσο ξεκάθαρα να αποφύγει τον οποιοδήποτε διδακτισμό και τη βαλσαμοποίηση της ιστορίας του, επιτρέποντάς της να αναπνέει αυτόνομη.
Η γλώσσα και η ματιά του συγγραφέα στα πράγματα καταφέρνουν ακόμα κάτι, να προσδώσουν μια γλυκύτητα σε μια σκληρή ιστορία, να πασπαλίσουν με την απαραίτητη μαγεία κάποιες στιγμές απομάγευσης.