• «…απού ‘χει άρματα ας βαστά, κι απού δεν έχει ας βρίσκει»!
ΓΙΑ τη μοναδική στο είδος της μάχη -τη μάχη της «Αγριμοκεφάλας»- με τις πιο απάνθρωπες για πόλεμο συνέπειες, έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά. Μα, αυτή δεν είναι και η ουσία της ιστορίας; Η συνεχής, δηλαδή, καταγραφή μαρτυριών, η δυνατή σύγκλισή τους και η τελική (ανα)σύνθεση ενός γεγονότος, ώστε να προκύψει η αλήθεια;
ΑΝΑΦΟΡΑ στη μάχη γίνεται στο γλαφυρό και πλούσιο σε πληροφορίες για εκείνη την περίοδο βιβλίο, «Θεόλεκτη Κρήτη-Κατοχικές Μνήμες, 1941-1945», γραμμένο από τον Ι.Μ. Γαλανάκη, επ. Χημικό και λόγιο (απόσπασμα, σ. 44-47):
«…Στo σημείο όμως αυτό θ’αφήσομε τους διαφεντευτές (σ.σ. Γερμανούς) του Καστελλιού στα κουρσέματα και τα οχυρώματά τους και θα ακολουθήσουμε, πάντοτε σκιαγραφικά, την πορεία μιας άλλης επιδρομικής φάλαγγας, που μέσον της Ανατολικής Κισάμου, είχε σαν στόχο το Σέλινο! Λοιπόν, με την υπεροχή των όπλων κατάφερε κι αυτή να εξουδετερώσει όσους πρόστρεξαν ελέυθερους και μόνο πολεμιστές και να φθάσει στη κωμόπολη Βουκολιές. Από κει και πάνω πάλι προχώρησε μια προπομπός από είκοσι περίπου μοτοσυκλετιστές πού μπόρεσαν να φθάσουν ως τα Φλώρια. Προχωρώντας όμως, οι Σελινιώτες τούς εξολόθρευσαν όλους! (…) Τα τηλέφωνα λειτουργούσαν και αμέσως μαζεύτηκαν κατά τη θέση «Αγριμοκεφάλα» άνω των 60 ή 70 τουφεκιοφόροι (Σασαλιώτες, Νηαχωριανοί, Σελινιώτες). Εκεί περίμεναν να περάσει το κύριον σώμα (Λόχος ή Τάγμα) της φάλαγγας. Αναφέρεται η μάχη αυτή της Αγριμοκεφάλας, όχι για το βάρος της στον όλο αγώνα, αλλά γιατί δείχνει πόσο ακριβά πληρώνουν τα βήματά τους στον ελεύθερο αυτό τόπο οι επιδρομείς, όταν δεν τους προστατεύουν τα στούκας.
«Μόλις λοιπόν έφτασε το κύριο σώμα στην Άγριμοκεφάλα και στο κρίσιμο σημείο, δέχτηκε επάλληλες ομοβροντίες από πολλά σημεία. Φυσικά ξαφνιάστηκαν οι ιταμοί Κουρσάροι. Όμως κατάφεραν και αναπτύχτηκαν σε μάχη. Έτσι πάλευαν στη συνέχεια τα πολυβόλα, οι όλμοι, τα τρομπλόνια κ.λπ. από τη μια και τα λιανοτούφεκα από την άλλη. Μπροστά, λοιπόν, στην ανισότητα αυτή δεν ήταν δύσκολο να προδικαστεί το τέλος. Όμως καμμιά δύναμη -το γράψαμε και αλλού- δεν υπάρχει χωρίς να έχει κάποιο «ευπαθές» σημείο. Μια άντιδύναμη… Το ίδιο και τώρα, άλλοι έρποντες με την κοιλιά και άλλοι με φτερουγίσματα (άλματα) υπνωτισμένων αετών… προστατευόμενοι και καλυπτόμενοι από τους όπισθεν, έφθασαν τόσο κοντά στο γυρόδρομο όπου οι αντίπαλοι, ώστε δεν ίσχυαν πλέον παρά τα ατομικής προστασίας όπλα, πιστόλια, μαχαίρια, ραβδιά (…) Ξαφνιάστηκαν και κυριολεκτικά σάστισαν αυτοί, σαν ένοιωσαν, τη στιγμή που με πείσμα κατεύθυναν τους όλμους και τα πολυβόλα στους απέναντι στόχους, δίπλα ή πάνω τους κρητικούς και τ΄«ασπρομάνικα» μαχαίρια στο λαιμό τους. Αμέσως άφησαν τον αγώνα και τό ‘βαλαν στα πόδια… Άλλοι πήραν τα δασωμένα πλάγια, άλλοι γύρισαν το δρόμο ίσα πίσω και άλλοι, εφτά τον αριθμό σήκωσαν ψηλά τα χέρια. Τέλος, είκοσι περίπου έμειναν εξιλαστήρια θύματα, στο ερημικό εκείνο μέρος -βλέπεις οι σύντροφοί τους δεν πρόφτασαν να τους πάρουν- για να διαλαλούν στους αιώνες ότι άθλια πλερώνεται ο άθλιος σκοπός…
(…) (σ.σ. στις 25-5-1941) μια άλλη φάλαγγα, υπολογισμένη σε τάγμα, ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, αλλά κάτω από τη σκεπή των βομβαρδιστικών. Τα τελευταία αυτά με τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς, σε σχέση με τις αντιλαλιές στα φαράγγια, σεισμοδόνησαν τον τόπο. Ένας άνεμος φυγής απλώθηκε παντού προς τις σπηλιές και τις λόχμες. Το ίδιο έκαμαν και οι νικητές της Αγριμοκεφάλας. Αναγκάστηκαν να φύγουν. Ήξεραν οι τελευταίοι αυτοί πως τα βομβαρδιστικά δεν αντικρούονται με τη ρώμη ούτε με την ευψυχία… (…) Όταν, κάτω από τις αεροπορικές φτερούγες, έφθασαν οι επιδρομείς τούτοι στη θέση του χθεσινού πεδίου μάχης και αντίκρισαν τους χθεσινούς των σκοτωμένους, έπαθαν παράκρουση φρενών! Ένα αμόκ! Πρώτη και άμεση εκδήλωση υπήρξε η εκτέλεση επί τόπου των δυο άοπλων οδηγών τους που είχαν πάρει από την αφετηρία, τις Βουκολιές. Όχι μόνον αυτό, αλλά και στο εξής, όσους άοπλους, γέρους ή παιδιά συνάντησαν, όλους τους τουφέκιζαν… και βρήκαν δυστυχώς, κατά το Κακόπετρο ως τα Φλώρια πολλά αθώα θύματα να δουλεύουν αμέριμνα στα χωράφια… [Όμως] η εισέλαση αυτή στοίχισε –είπαν οι ίδιοι- 45 νεκρούς: Δηλαδή πληρώθηκε με περισσότερο, από όσο περίμεναν, χιτλερικό αίμα! Εδώ έχασαν και έναν άσσο πρωταθλητή τους. Μια απώλεια που τη θρήνησαν βαρέως. «Μας πολέμησαν άντρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και παπάδες…» Οι ίδιοι το έγραψαν στις 3.6.41, όταν εξοργισμένοι και αντεκδικούμενοι με δυναμίτες κατεδάφισαν την πρωτεύουσα της επαρχίας, την Κάντανο, πάνω στην πλάκα και λέει: «Εδώ ύπηρχε η Κάντανος…» (1)
ΑΛΛΑ, η γενναιοφροσύνη, η ελευθεροφροσύνη και το μεγαλείο της κρητικής ψυχής, ακόμη και με την πατρίδα ισοπεδωμένη, ακόμη και με τόσους νεκρούς γύρω, δεν μετριέται με τα ανθρώπινα. Πηγάζει κατευθείαν από «το Θεό της Κρήτης» (2). Γι αυτό μνημονεύεται και τιμάτα καθώς της πρέπει η μοναδική στην παγκόσμια Ιστορία Μάχη της Κρήτης, αλλά και οι Κρήτες που «ξέρουν να γράφουν» ιστορία…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-(1) Οι επιγραφές των γερμανών στην Κάντανο:
• «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτών».
• «Ως αντίποινον των από οπλισμένων πολιτών, ανδρών και γυναικών, εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος».
• «Δια την κτηνώδη δολοφονίαν γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του Μηχανικού, από άνδρας γυναίκας, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι τόλμησαν να αντισταθούν κατά του Μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3η-6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων δια να μη επανοικοδομηθή πλέον ποτέ.»
-(2) Τον Ιούνιο του 1945 συστάθηκε με κυβερνητική εντολή η «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων Κρήτης» από τους: Ιωάννη Καλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, καθηγητές, τον λογοτέχνη Νίκο Καζαντζάκη και τον φωτογράφο Κων. Κουτουλάκη που αφηγείται ένα συγκλονιστικό περιστατικό:
«Επιστρέφοντας από Κάντανο, στο δρόμο προς Κακόπετρο, είδαμε στο πλάι του δρόμου να στέκει ένας χωρικός, να κρατεί ορθό ένα δοκάρι και να μας κάνει νόημα να σταματήσουμε. Αμα πλησίασε το αυτοκίνητο, έριξε το δοκάρι και σταμάτησε αναγκαστικά το αυτοκίνητο.
– Ήρθετε, λέει, να καταγράψετε για το αίμα που χύθηκε… έχετε κι επαέ να σημειώσετε κατιτίς…
– Τί;
– Τέσσερις γυιούς μου σκοτώσανε. Οι δύο τελευταίοι ήσανε δίδυμα.
– Πώς σε λένε;
– Δεσποτάκη… μα, επειδή είστε κουρασμένοι, περάσετε κι από το σπίτι να πάρετε ένα νερό…
Το σπίτι του ήταν εκεί δίπλα σε μιά κατηφοριά. Μπαίνομε μέσα, τί να δούμε; ένα τραπέζι μ’ όλα του Θεού τα καλά, και στη γωνιά μια γυναίκα μαυροφορεμένη, μ’ ένα κοριτσάκι μικρό στην ποδιά της, να κάθεται να κλαίει…
– Ίντάναι δα τουτανά; ίντα κλαις; Οι άνθρωποι δεν ήρθανε για να τωσε χαλάσεις την καρδιά ντως. Ελευθερωθήκαμε, για όχι; Εξέχασές το; Ετσά ‘ναι η λευτεριά. Σε μάς ήλαχε να δώσομε τα παιδιά μας… άλλος τα σπίθια ντου, άλλος ήδωκε τα λιόφυτά ντου… πως σου ‘ πόμεινε μόνο η κοπελιά, εγώ θα σου κάμω κι άλλους γυιούς…
Εκεί είδα τον Καζαντζάκη να κλαίει. Μέσα στ’ αυτοκίνητο μας ήλεγε κι έκλαιγε ακόμη, «είδετε; αυτή είναι η κρητική ψυχή, την ελευθερία την έχει θρησκεία… Ένας τέτοιος λαός υποδουλώνεται ποτές;»
[Έλλη Αλεξίου, «Για να γίνει μεγάλος». Και αφιέρωμα «Χανιά 1941-1991» του Δήμου Χανίων για τα «50 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης», σ. 65]