Λιόλουστη ήτανε η μέρα, χαρά Θεού και τα μαθητούδια τιτιβίζανε και φτεροκοπούσαν ολόχαρα.
Η δασκάλα τους μοίραζε προπλάσματα για να δείξουνε το ταλέντο τους στις καλές τέχνες, μαζί κι επαίνους για την πρόοδό τους κι εισέπραττε αγκαλιές φιλιά κι αγάπη παιδική, δηλαδή, νόημα ζωής.
Σαν παιδιά της τα έβλεπε κι αγώνας της να κατανοήσουν το αντικείμενο της μάθησης και να το μετατρέψουν σε πράξη.
Άνοιγε τις φτέρουγές της, κουκουβίζανε από κάτω κι η ζεστασιά τους έδινε αίσθηση ασφάλειας.
Μια φούσκωνε και μια μάζωνε η μαθητομάνα τα φτερά της κατά που έβλεπε ξεπέταγμα ή ζάρωμα των βλασταριών μπροστά της κι ενεθάρρυνε, επιβράβευε ή επέπληττε, να παλαντζάρει ζήλο, μπόρεση, νωθρότητα ή αδυναμία τους.
Μια κυψέλη γλυκόβουη είχε γενεί η τάξη, η ώρα περπάταγε και τα μαθητούδια πήρανε αυτές τις όμορφες ζωγραφιές που μόνο παιδικά μυαλά φαντάζονται κι ορθώθηκαν να τις δώσουν στην καλή τους δασκάλα. Με τάξη, ενθουσιασμό, φωνούλες και γελάκια ανώριμα, ίσα που ανοίγανε την πόρτα της ζωής και μπαίνανε μέσα, να χαρούνε τη δικιά τους τη ζωούλα.
Κοριτσάκια κι αγοράκια ανέμελα, τρυφερά χεράκια και δέρμα βελούδο, μάτια να σπιθίζουν, μυαλό σφουγγάρι να ρουφάει εικόνες, νοήματα και πληροφορίες, οιστρήλατο νεύρωμα έτοιμο για δράση, ένα δυναμικό που οι δασκάλοι θα το διαμορφώνανε σε άνθρωπο έτοιμο να ανέβει στο κοινωνικό στερέωμα, να φτάσει ποιος ξέρει, ως που. Μπορεί και μια μεγαλοφυΐα να γινότανε που θα καθόριζε ακόμα και την επί γης εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Ποιος ξέρει.
Μ’ άλλα λόγια η ελπίδα για το μέλλον.
Λίγο παραπέρα, ένα άλλο αγόρι μεγάλωνε στη χλιδή, μπορεί και στην ανέχεια, με γονιούς πολυάσχολους, άνεργους ή και βιομήχανους, που δεν είχανε το χρόνο μηδέ τη θέληση να ασχοληθούνε με το γιο τους. Μπορεί να είχανε κι ως σπορ τη χρήση ναρκωτικών. Ήτανε χωρισμένοι και πετούσανε μερικά ή και πολλά δολάρια μπροστά του να μην τους ενοχλεί άλλο κι όλο κλεινόταν αυτός στον εαυτό του, ένιωθε παραγκωνισμένος, χωρίς καμιά αξία και μισούσε τα αμέριμνα παιδιά σαν παίζανε και χοροπηδούσαν ενώ αυτός μελαγχολούσε, ενέσεις έβανε στα ματωμένα μπράτσα του κι όλο θόλωνε το μυαλό του κι όλο έβλεπε οχτρούς τριγύρω και μισούσε τα μικρά παιδιά που αυτός, δε θυμάται παιδί να υπήρξε, ώσπου άρπαξε απ’ τη ντουλάπα αυτό που σκεφτόταν κι αρχίνιξε να τρέχει. Να δικαιωθεί ήθελε στην κοινωνία και, δαίμονας γίνηκε, χώθηκε στο σκολειό.
Την ώρα που το αγοράκι, μαζί κι η μικρούλα, ανεβαίνανε τα σκαλιά να δεχτούνε χειροκροτήματα κι επευφημίες για το βραβείο.
Η τάξη ολάκερη βροντούσε από ζητωκραυγές και παλαμάκια, όλοι χαρούμενοι, δασκάλοι και σπουργιτάκια, ένας πανζουρλισμός που θύμιζε γήπεδο ποδοσφαίρου, με ποδοβολητά, φωνές και μπαλόνια θαρρείς να σκάνε με κρότο τόσο δυνατό που άξαφνα η χαρά γίνηκε έκπληξη κι η έκπληξη φόβος κι ο φόβος τρόμος, τρόμος και αίμα!
Αίμα αθώο που μπογιάντιζε πατώματα, ρούχα και θρανία.
Δαιμονισμένος πρόβαλε ο ψυχοπαθής νέος με την κάννη στα παιδιά στραμμένη.
Από μάνα πιότερο στάθηκε η δασκάλα, λέαινα γίνηκε, όρμηξε να σώσει τα βλαστάρια, έπεσαι ηρωικά, σώθηκαν τα παιδιά, λιγόστεψε με το δικό της αίμα τον οδυρμό κι άλλων μανάδων. Κι ως φάνηκε η Αστυνομία ο ειδεχθής εγκληματίας γύρισε το όπλο απάνω του, σωριάστηκε χάμω.
Θυμάστε; Πέρυσι ήταν στο Connecticut. 27 νεκρά παιδάκια του Δημοτικού. Το 2007 στη Virginia 33 και στο Colorado 15 τα θύματα. Είναι λίγα απ’ την εκατόμβη που δεν έχει τελειωμό.
Τα βλέπω και οι ώμοι μου κυρτώνουν απ’ τις ευθύνες μου να βγάλω παιδιά χρήσιμα στην κοινωνία. Μια ανάγκη πιο επιταχτική από ποτέ.
Ανάγκη, να σκεφτόμαστε, τι θέλει το παιδί για να ’χει ψυχική υγεία;
Κι η εγγόνα μου σκολειοκόριτσο ακόμα, χαριτολογεί.
– Μα γιατί παππού σκοτώνουν και μετά αυτοκτονούν; Πρώτα πρέπει να αυτοκτονούν και μετά να σκοτώνουν!