Σάββατο, 26 Οκτωβρίου, 2024

Ψηφιακές ∆εξιότητες & Άτυπη Μάθηση

Η άτυπη (ανεπίσηµη) µάθηση αποκτά σήµερα µεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα προηγούµενα χρόνια, ειδικά για την περίπτωση απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων, βασικού επιπέδου.

Οι λόγοι είναι πολλοί, µεταξύ αυτών είναι η αδυναµία των εκπαιδευτικών προγραµµάτων να ανταποκριθούν, η ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας µε νέα προϊόντα και υπηρεσίες, η αδυναµία ένταξης όλου του ενεργού πληθυσµού σε προγράµµατα επιµόρφωσης, οι αυξηµένες δυνατότητες αυτοµόρφωσης  µέσω του διαδικτύου, η εξάπλωση των ηλεκτρονικών συσκευών για ατοµική χρήση, κ.λπ.

Οι ανεπίσηµοι τρόποι µάθησης ήταν και είναι σηµαντικοί για όλους τους ανθρώπους (µαθαίνω από τους άλλους, µαθαίνω κάνοντας πράγµατα). Για παράδειγµα, τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους χρησιµοποιούν µε ευκολία τις έξυπνες συσκευές. Μιµούµενα τις κινήσεις των ενηλίκων, ανταποκρίνονται π.χ. στην πραγµατοποίηση µιας κλήσης/βιντεοκλήσης, στην εµφάνιση φωτογραφιών/βίντεο, στη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών, κ.λπ., χωρίς ειδικότερη εκπαίδευση.

Άτυπη µάθηση

Η απόκτηση βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων µέσω άτυπης µάθησης αφορά όλο τον πληθυσµό, αλλά αποκτά ένα νόηµα, κυρίως, για άτοµα που ήδη διαθέτουν ένα υπόβαθρο γνώσεων. Σηµαντικό ρόλο έχει διαδραµατίσει σε αυτό η τεχνολογία, που παρέχει τη δυνατότητα αυτοµόρφωσης µε ποικίλους τρόπους. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι διαλέξεις στο διαδίκτυο µέσω του YouTube, το υλικό/βίντεο των κατασκευαστριών εταιρειών/οργανισµών, οι εξειδικευµένες διαδικτυακές οµάδες συµβουλών και επίλυσης τεχνικών προβληµάτων κ.ά., και σε συνάρτηση µε τις έξυπνες συσκευές και υπολογιστές που σχεδόν όλοι διαθέτουν. Με αυτή την έννοια, κάθε άνθρωπος που διαθέτει µια έξυπνη συσκευή αποκτά, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα πλοήγησης στο διαδίκτυο, λήψης και αποστολής ψηφιακού υλικού, πρόσβασης σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες, αλληλεπίδρασης µε οργανισµούς ή επιχειρήσεις, κ.λπ., ίσως υπό την αρχική καθοδήγηση ενός τρίτου, κάτι που σιωπηρά και άτυπα, χωρίς συντονισµένο και εκπαιδευτικά οργανωµένο τρόπο, δηµιουργεί µια εξοικείωση µε την τεχνολογία και τις εφαρµογές της.

Είναι γεγονός, ότι δεν µπορούν όλοι να επιµορφωθούν ή δεν είναι όλοι πρόθυµοι να ενταχθούν σε προγράµµατα µη τυπικής εκπαίδευσης.  Εποµένως, οι ψηφιακές δεξιότητες σε ένα αρχικό επίπεδο µπορούν να κατακτηθούν και µε αυτό τον άτυπο τρόπο. Ειδικά οµάδες πληθυσµού όπως των ηλικιωµένων, συνταξιούχων, µακροχρόνια ανέργων, ατόµων που εργάζονται σε χαµηλής ψηφιακής έντασης επαγγέλµατα στον δηµόσιο ή στον ιδιωτικό τοµέα, κ.λπ., µπορούν να διδαχθούν από τα παιδιά τους, τους συναδέλφους, τους φίλους, τους συγγενείς, τον κοινωνικό τους περίγυρο ή πλοηγούµενοι οι ίδιοι στο διαδίκτυο. Συχνά παρατηρείται το φαινόµενο της αποφυγής των e-υπηρεσιών και η επιµονή των προαναφερόµενων οµάδων στην προσωπική εξυπηρέτηση από δηµόσιους/ιδιωτικούς οργανισµούς που δείχνει ενός είδους ανασφάλειας εκ µέρους τους, η οποία µε τη σειρά της δηµιουργεί ένα φαύλο κύκλο σε σχέση µε το απαιτούµενο προσωπικό, τις υποδοµές των υπηρεσιών, κ.λπ. Η µετάβαση στη ψηφιακή εποχή ενδυναµώνει σιωπηρά την ατοµική προσπάθεια ανεπίσηµων µορφών µάθησης.

Ένα άλλο ερώτηµα που τίθεται είναι εάν ένα άτοµο που διαθέτει κάποιες αρχικές/βασικές ψηφιακές δεξιότητες µέσω ατοµικής προσπάθειας, µπορεί να αποκτήσει ένα πιστοποιητικό για να «αποδείξει» την ύπαρξη δεξιοτήτων σε ένα µελλοντικό εργοδότη ή προς τον εαυτό του ή προς τους «σηµαντικούς άλλους» που τον περιβάλλουν. Τα άτοµα που επιθυµούν είτε να ενταχθούν στην αγορά εργασίας είτε που παρακινούνται από εσωτερικά κίνητρα επαγγελµατικής/προσωπικής ανάπτυξης θα επιδιώξουν να λάβουν πιστοποίηση των ψηφιακών τους δεξιοτήτων, καταβάλλοντας ένα αντίτιµο σε οργανισµό πιστοποίησης.

Η πιστοποίηση, κυρίως, παρακινεί τον επαγγελµατικά ενεργό πληθυσµό και όχι όλα τα άτοµα που δεν έχουν κίνητρο να πιστοποιηθούν και οι e-υπηρεσίες «δεν τους αφορούν». Ακόµα και στην περίπτωση του ενεργού εργασιακά πληθυσµού, η αυτοµόρφωση µπορεί να είναι ελάχιστα ελκυστική ή δύσκολα πραγµατοποιήσιµη. Ορισµένοι θα επιλέξουν ως λύση την ένταξή τους σε προγράµµατα µη τυπικής εκπαίδευσης (πχ.  των ΚΕ∆ΙΒΙΜ), τα οποία µε ένα οργανωµένο και συντονισµένο τρόπο οδηγούν στην εκµάθηση βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων. Το παράδοξο όµως στη χώρα µας είναι ότι δεν έχει καλλιεργηθεί µια κουλτούρα στον πληθυσµό συνεχούς µάθησης και επικαιροποίησης των γνώσεων και δεξιοτήτων, όπως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς στα προγράµµατα αυτά εντάσσονται ελάχιστα άτοµα από τους µακροχρόνια ανέργους, τις ευάλωτες οµάδες, κ.λπ., δηλαδή αυτούς που τα έχουν πραγµατικά ανάγκη. Εποµένως, τα προγράµµατα της µη τυπικής εκπαίδευσης απορροφούν κυρίως άτοµα µε επαγγελµατικές φιλοδοξίες, µε παρακίνηση από το εργασιακό περιβάλλον, µε κίνητρο  επαγγελµατικής/προσωπικής ανάπτυξης κ.ά., δεδοµένου πολλές φορές και του κόστους των διδάκτρων που λειτουργεί αποτρεπτικά, µεταξύ άλλων εµποδίων.       

Η χώρα µας παρά τις προσπάθειες των προηγούµενων δεκαετιών και των σηµαντικών ευρωπαϊκών χρηµατοδοτήσεων σε προγράµµατα επιµόρφωσης (µη τυπική εκπαίδευση), βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. στις ψηφιακές δεξιότητες, όπως προκύπτει από έρευνες διεθνών οργανισµών. Σύµφωνα µε τον ΟΟΣΑ (2016) και τους δείκτες PIAAC οι ψηφιακές δεξιότητες µόνο του 30% των αποφοίτων είναι µέτριες προς υψηλές, αν και το ποσοστό αυτό στους αποφοίτους πανεπιστηµίων άλλων χωρών είναι υψηλότερο. Σε παρόµοια συµπεράσµατα κατέληξε και πρόσφατη έρευνα της Ε.Ε. (2021) που µε βάση το δείκτη DESI, η χώρα µας κατατάσσεται στις ψηφιακές δεξιότητες στην 25η θέση µεταξύ των 28 κρατών-µελών. Σύµφωνα µε τους δείκτες DESI, το 30% του ελληνικού πληθυσµού δεν διαθέτει καµία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ το 20% έχει ιδιαίτερα χαµηλό επίπεδο (ΕΕ, 2021). ∆ηλαδή, και οι δύο προαναφερόµενες έρευνες (ΕΕ, ΟΟΣΑ) καταδεικνύουν την ανάγκη  ανατροπής της εικόνας αυτής.

• Μήπως θα µπορούσαµε να εξετάσουµε τις ευκαιρίες που προσφέρει η άτυπη µάθηση σε εργαζοµένους δηµοσίων υπηρεσιών καθώς και την αναγνώριση των δεξιοτήτων τους µέσω φακέλων εργασιών (portfolios); Πολλά άτοµα διαθέτουν δεξιότητες χρήσης GIS συστηµάτων, εξειδικευµένων πλατφορµών του gov.gr κ.ά., που δεν είναι εµφανείς, δεν προσµετρούνται στα προσόντα τους, δεν συµβάλουν στην εξέλιξή τους και το σηµαντικότερο δεν αποτελούν κίνητρο απόκτησης για νεότερους υπαλλήλους. Ή ακόµα να εξετάσουµε τα κίνητρα συµµετοχής τους σε προγράµµατα µη τυπικής εκπαίδευσης; Γιατί οι πιστοποιήσεις ψηφιακών δεξιοτήτων αποτελούν «προσόντα» που λαµβάνουν µόρια για την είσοδο στην εργασία αλλά δεν συνδέονται στη συνέχεια µε την µισθολογική ή βαθµολογική εξέλιξη των υπαλλήλων;

• Αποτελούν µονόδροµο τα προγράµµατα επιµόρφωσης της µη τυπικής εκπαίδευσης ή πρέπει να αξιοποιηθούν και οι δυνατότητες της τυπικής εκπαίδευσης; Θυµίζουµε ότι το πετυχηµένο πείραµα του ECDL ξεκίνησε από τα ∆ηµοτικά σχολεία της Φινλανδίας το 1988, έγινε Εθνικό Πρότυπο δεξιοτήτων πληροφορικής στη χώρα και ο φορέας ECDL στις αρχές του 90’ εκχώρησε δικαιώµατα πιστοποίησης σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί όµως οι υπολογιστές υπήρχαν σε κάθε αίθουσα διδασκαλίας και οι µικροί µαθητές είχαν ελεύθερη πρόσβαση (χωρίς εποπτεία δασκάλου) µόνο εάν είχαν επιτύχει στα τεστ δεξιοτήτων.

• Γιατί δεν εντάσσεται στα Γυµνάσια – Λύκεια η απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων µε υποχρεωτική πιστοποίηση; Γιατί τα εκπαιδευτικά συστήµατα άλλων χωρών έχουν εντάξει την πιστοποίηση ψηφιακών δεξιοτήτων εντός της σχολικής φοίτησης; Είναι το κόστος αυτό µεγαλύτερο από το µακροπρόθεσµο κόστος που επιφέρουν τα άτοµα µε χαµηλές ψηφιακές δεξιότητες στην κοινωνία και οικονοµία αποφεύγοντας τις e-υπηρεσίες;

• Γιατί δεν δίδεται κίνητρο στους φοιτητές των πανεπιστηµίων να επιµορφώνονται µέσω σεµιναρίων που προβλέπει το νέο νοµοθετικό πλαίσιο των ΑΕΙ και να πιστοποιούνται µε κάποια οικονοµική ενίσχυση ή µέσω υποτροφιών;

Συµπερασµατικά, πολλά είναι τα γιατί ή οι σκέψεις που µπορεί να παραθέσει καλόπιστα οποιοσδήποτε για την «αναγνώριση» της άτυπης µάθησης και την αποδοτική αξιοποίηση της τυπικής και µη τυπικής εκπαίδευσης, την αξιοποίηση της γνωστής πρακτικής των φακέλων εργασιών ή/και των πιστοποιήσεων, την ουσιαστική σύνδεση των πιστοποιήσεων µε τα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα, την ενδυνάµωση της διδασκαλίας των ψηφιακών δεξιοτήτων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες κ.ά, πολλά από τα οποία εφαρµόζονται επιτυχώς σε άλλες χώρες.

Αποσπάσµατα από το βιβλίο «Κοινωνικές/επικοινωνιακές και ψηφιακές δεξιότητες στην εκπαίδευση και στην εργασία τον 21ο αιώνα», Ε. Κρασαδάκη, Σ. Τριαντάρη και Κ. Ζοπουνίδης. Εκδ. Κλειδάριθµος, 2023.

∆ρ.  Ευαγγελία Κρασαδάκη

Πολυτεχνείο Κρήτης

Καθηγητής

Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης

Πολυτεχνείο Κρήτης

Επίτιµος ∆ρ.  ΑΠΘ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα