11.4 C
Chania
Δευτέρα, 24 Φεβρουαρίου, 2025

Ψυχής ελεγειακός µονόλογος…*

(…) “ΜΟΝΟΝ εγώ, το alter ego σου, στέκω και σε θρηνώ όσο θα είσαι ακόµη µια ορατή επί γης απουσία. Μόνη εγώ θα σε κλαίω, µέχρι να γίνεις χωµάτινη ανάµνηση ή στάχτη: ανάµνηση για τους τωρινούς και αµυδρή σκιά για τους κατοπινούς σου…

“ΥΠΑΡΧΕΙ ένας λαός -ο Κρητικός- που σε ακολουθεί, σώµα µου, µε λόγια και µετά το θάνατο:

“Στις τρεις του τρίζει το κορµί/ και στις εννιά διαλάται

Κι αν πεις για τα σαράντα του/ κορµί πια δε λογάται!”

“ΜΙΑ ασπρόµαυρη φωτογραφία θα΄σαι στο µυαλό των δικών σου… Ένα µετείκασµα φωτός που, όταν πια περάσει η πρώτη οδυνηρή εµπειρία, θα ξεθωριάσει· στα δε µνηµόσυνα θα βλέπουν ένα πρόσωπο -το πρόσωπό σου- και θα σταυροκοπιούνται, όσοι θα σε θυµούνται ακόµη.

“ΕΣΕΝΑ που µόλις πριν λίγο καιρό, έσφυζες από ζωή. Πίστευες πως θα νικούσες τη µοίρα µε τη δυνατή κράση σου και την ορµή για ζωή! Καηµένο µου, δεν πρόλαβες να συνειδητοποιήσεις πως το κάθε σώµα αποτελείται από δυο αντιµαχόµενους κόσµους: τα ξένα ανθρωποβόρα µικροβιώµατα κι αυτό που λέµε “σώµα µου”. Η διαµάχη των δυο, απ’ το πρώτο κιόλας φως µας, αποβλέπει στη ν ί κ η: η ζωή ή ο θάνατος; Αλλά, κάθε τι που γεννιέται εδώ, δεν σέρνει το θάνατο και την ανάσταση του -κατά πως λένε οι θρησκείες των ανθρώπων; Πολλαπλοί θάνατοι, πολλαπλές αναστάσεις (8).

“ΚΑΘΕ µέρα σε ζούσα. Αναρωτήθηκες το πώς και το γιατί της κάθε µας στιγµής; Πως βρέθηκες στην κοιλιά της µάνας σου, πώς έγινες έµβρυο, πώς πήρες το σχήµα του ανθρώπου και τράφηκες από το σώµα που σε φιλοξένησε; Αναρωτήθηκες ποτέ για ποιο σκοπό γεννήθηκες, µεγάλωσες, µορφώθηκες, εργάστηκες, τιµήθηκες, µετάνιωσες, αρώστησες, πέθανες;

  “ΘΥΜΑΣΑΙ που µαζί διαβάζαµε ένα υπέροχο ποίηµα του πρόωρα χαµένου Χανιώτη ποιητή Γιώργη Μανουσάκη (9), εµπνευσµένο από τη ρήση του Μελεάγρου, “Γήρως γαρ γείτων εγγύθεν Αΐδεω”; Θυµάσαι τον τραγικό σου διάλογο, εσύ µε το “εγώ” σου;

“Αυτό το σώµα είναι δικό µου

Κάποιος µού τό ‘δωσε

µοναδικό, αναντικατάστατο.

Κάποτε διασκελούσε όλο τον κόσµο

ζητώντας να τον κατακτήσει.

Τώρα οι αρµοί του τρίζουν

λες κι άρχισε κιόλας η αποσύνδεση.

Στιγµές στιγµές µοιάζει να αιωρείται

ωσάν να δοκιµάζει να µ’ αφήσει.

Τί σχέση έχει αυτό µε τον ηµεροδείχτη

µε την εναλλαγή των εποχών

µε τις χρονολογίες της ιστορίας;

Ποιος τό’ µπλεξε έτσι καταχθόνια µ’ όλα τούτα;

Οι δυο µας είµαστε ένα.

Γιατί εκείνο φθείρεται κι αλλάζει

κι εγώ εξακολουθώ να µένω ανάλλαχτος;

Θέλουν να µας χωρίσουν

µα δεν τους τ’ αφήνω.

∆ίχως του πού να πάω άστεγος

ζητιάνος που κανείς δε θα του ανοίγει;”

“ΑΝΑΘΙΒΑΝΩ τις µικρές χαρές µας. Πώς άστραφτε το βλέµµα σου στην κάθε οµορφιά τριγύρω µας και πόσο το ευχαριστιόµουν κι εγώ κοντά σου! Πώς γέλαγε όλη η φύση µ΄ένα τρανταχτό σου γέλιο, όταν σε µια διασκέδαση µε την παρέα τραγουδούσες, ή βύθιζες προκλητικά τα µάτια σου στα µάτια µιας πανέµορφης γυναίκας; Λησµονιούνται τα ταξίδια στα βάθη της ψυχής σου, µέσα από τις σελίδες ενός συναρπαστικού βιβλίου; Ή, όταν αντίκριζες µε δέος µια απίθανη δύση, ένα ανοιξιάτικο λουλούδι; Κι όταν οσφραινόσουν το µεθυστικό θυµάρι του Αυγούστου στις χανιώτικες Μαδάρες; Κι όταν πρωτόβλεπες την άγρια οµορφιά των δεκαοχτάρικων κοριτσιών…;

“ΘΥΜΗΣΟΥ το πώς ένιωσες, όταν πρωτάγγιξες το απαλό δέρµα του νεογέννητου παιδιού σου· την άφατη χαρά, όταν αργότερα τα χειλάκια του σε πρωτοφίλησαν! Θυµήσου τον πρώτο έρωτά σου, την ατέλειωτη “µάχη” των “εις γάµου κοινωνίαν” κορµιών. Έπειτα, το  ευεργετικό ζεστό µπάνιο, ή την υπέροχη δροσιά της θάλασσας του καλοκαιριού… Αλλά, θυµήσου και το ριπίδι του παγερού χειµωνιάτικου ανέµου, το λεπτό, σαν υφάδι, χάδι της φθινοπωρινής βροχής· θυµήσου, το καυτό χέρι του βαριά άρρωστου φίλου σου στο νοσοκοµείο, το ψυχρό παγωµένο µέτωπο της µάνας που έφυγε, το ατέλειωτο κρυφό δάκρυ σου και το ξέσπασµα των λυγµών, όταν έµενες µόνος…

“ΘΥΜΗΣΟΥ τις αµήχανες κινήσεις σου κάθε φορά που άλλα έλεγες στην παρέα και άλλα πίστευες. Ήταν τότε που οι αλήθειες οι δικές σου δεν µπορούσαν να συµβιβαστούν µε το ψέµα της γλώσσας σου, την υποκρισία του µυαλού σου, το φόβο της απώλειας φίλων… Θυµήσου τον ευτελισµό του σώµατός σου από τις κάθε είδους ε ξ ο υ σ ί ε ς, τις εµµονές σου, τη λεκτική βία που κατέληγε στον ακρωτηριασµό της προσωπικότητάς σου, τον δεσποτισµό σου σε ασθενέστερα από το δικό σου σώµατα. Κι ακόµη, θυµήσου την προσπάθεια της ύπαρξής σου να αναδειχθεί στον περίγυρό σου ως ο ακαταµάχητος!

“ΘΥΜΗΣΟΥ το πρόσωπο-face-που δηµιούργησες στα “µέσα κοινωνικής δικτύωσης” µε ψεύτικες φωτογραφίες, άσχετες µε το ποιος ήσουν πραγµατικά. Θυµήσου τη φροντίδα να ελέγχεις τις κινήσεις σου, το ποια αρώµατα φορούσες για να σαγηνεύσεις άλλα σώµατα. Θυµήσου τα τατουάζ στα χέρια σου, τη µάχη µε τη µόδα για την ανάδειξη της ευπλασίας ου σώµατός σου, ή την απόκρυψη των ελαττωµάτων του. Θυµήσου τη σκλαβιά σου από τους “κανόνες” της Εκπαίδευσης, αλλά και της Θρησκείας. Ήσουν άραγε, “ψυχής σήµα” κατά Πλάτωνα (“Γοργίας”, [493] α), ή µήπως “ναός Θεού”, κατά Απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 3:16);

“ΘΥΜΗΣΟΥ τόσες και τόσες περιττές µα και πολύτιµες λέξεις. Τα τόσα αντιφατικά σου συναισθήµατα, τα αδικαιλόγητα νεύρα σου που φούσκωναν τις φλέβες στο λαιµό σου κοντεύοντας να “σπάσουν” την καρδιά σου… Θυµήσου και την έπαρσή σου, σαν άκουγες το χειροκρότηµα των οπαδών σου… Όλα τώρα πάγωσαν.

“ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ φίλε µου, όταν οι δυο µας φύγουµε…; Ίσως το µόνο που µπορούµε να θυµόµαστε, όταν σβήσουν όλα, είναι αυτό που έλεγε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (10):

«Όταν το τέλος πλησιάζει, δεν µένουν πια αναµνήσεις εικόνων. Μένουν µόνο λέξεις. ∆εν είναι διόλου παράξενο ότι ο χρόνος έχει συγχύσει αυτές που κάποτε µε αντιπροσώπευαν µε εκείνες που υπήρξαν σύµβολα της µοίρας του ανθρώπου που µε συνόδευσε τόσους αιώνες. Ήµουν ο Όµηρος. Σύντοµα, θα΄ µαι ο Κανένας. Όπως ο Οδυσσέας. Σύντοµα, θα είµαι όλοι. Θα είµαι νεκρός».

“ΠΟΙΑ µοναξιά σε καρτερεί…; Ποια περιπλάνηση εµένα; Και π ο ύ και π ό σ ο χρόνο, άραγε, θ’ αναζητά ο ένας µας τον άλλο;

Η εναγώνια ποίηση της Βικτορίας Θεοδώρου, µας το αποκαλύπτει (11):

“Πού θα΄σαι όταν θα φεύγω,

όταν θα µε καλεί ο βαρκάρης;

Πού θα’ µαι όταν θα µε ζητάς

και θ΄αποκρίνεται το κύµα;

Στ’ Ακρωτηριού τις κουµαριές

θα βόσκει αχόρταγα η ψυχή µου

και σε θαλασσινή πηγή θα ξεδιψάει”

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(…)

-(8) «Το µόνο που υπάρχει, έλεγε, είναι το σώµα µας, γεννηµένο για να ζήσει και να πεθάνει υπό συνθήκες διαµορφωµένες από σώµατα που έζησαν και πέθαναν πριν από µας…» (Φίλιπ Ροθ, «Καθένας», εκδ. Πόλις, σελ. 66, Αθήνα, 2006)

-(9)Γ.Μανουσάκη, «Το σώµα µου κι εγώ», Στ΄ακρωτήρια της ύπαρξης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2003, σελ. 76)

-(10) Χόρχε Λούις Μπόρχες (1899-1986), “Ο Αθάνατος”, µετφρ. Αχ. Κυριακίδης

-(11) Βικτορία Θεοδώρου (1925-2019), ποιήτρια. Από ανέκδοτη συλλογή, ευγενική παραχώρηση της κόρης της Ειρήνης Σπανουδάκη. (21-2-25)

* Με την ευκαιρία του πρώτου Μεγάλου ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ (22 Φεβρουαρίου ‘25), το παραπάνω κείµενο (απόσπασµα), βραβευµένο από την “Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών” (ΠΕΛ, 2024)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα