Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά δεν με παίρνει ο ύπνος τα βράδια. Στέκομαι έξω απ’ το σπίτι του. Χτυπώ την πόρτα του. Μπα. Δεν βαριέσαι. Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα. Κουκουβίζω κι εγώ στα σκαλοπάτια του και τον περιμένω. Και με βρίσκει το ξημέρωμα να μετρώ τους χτύπους του ρολογιού. Να συλλογιέμαι τους ταπεινούς και καταφρονεμένους της γης: Τους φτωχούς. Τους άστεγους. Τους άνεργους. Τους μόνους. Τους πεινασμένους. Τους σεισμόπληκτους. Τους πλημμυροπαθείς. Τους αδικημένους. Τους φυλακισμένους. Τους πρόσφυγες. Τους άρρωστους. Τους διασωληνωμένους. Τους ανθρώπους με τις λευκές και τις πράσινες ποδιές που ξενυχτούν στο πλευρό τους. Τους νεκρούς που ολοένα πληθαίνουν. Που φεύγουν μόνοι. «Άκλαυτοι κι αστόλιστοι». Τις μέρες που περνούν, χωρίς να με νοιάζει ούτε το όνομά τους…
Τα πρωινά τρεκλίζοντας, με τη νύστα στα μάτια, ετοιμάζω τον καφέ μου. Βγάζω της προηγούμενης μέρας το χαρτάκι απ’ το ημερολόγιο του τοίχου. Το τσαλακώνω και το πετώ. Έτσι! Χωρίς να το διαβάσω. Χωρίς να μάθω τι μέρα έφτασε! Έτσι κι αλλιώς με την καραντίνα ίδιες είναι όλες. Καθημερινές και σχόλες… Όμως δεν ξέρω πώς, το προηγούμενο Σάββατο, έπεσε το βλέμμα μου στο επόμενο χαρτάκι. Διάβασα: Σάββατο. 6 Μαρτίου. Ψυχοσάββατο. Εύρεση Τιμίου Σταυρού!
Θυμήθηκα πως τέτοια μέρα, άλλες χρονιές πήγαινα στον Άγιο Λουκά! Κοσμοπλημμύρα. Τα στρωμένα με λευκά τραπεζομάντηλα τραπέζια, έφταναν από την Ωραία Πύλη μέχρι την πόρτα! Πάνω τους, ατέλειωτες σειρές οι πιατέλες με τα κόλλυβα και τ’ αναμμένα κεριά. Μετά το μνημόσυνο, μελίσσι οι ζωντανοί πηγαίναμε στους τάφους των νεκρών μας. Είχα την αίσθηση πως μας περίμεναν! Μέσα από τις κορνίζες τους, με τις φλόγες του καντηλιού και των κεριών στα μάτια, μας κοίταζαν χαρούμενοι! Φέτος είναι όλα αλλιώτικα! Οι μέρες λειψές. Οι νύχτες άγρυπνες.
Κι οι νεκροί μόνοι και λυπημένοι το Ψυχοσάββατο!