«…αρχίζει να µου προξενεί συγκίνηση αυτή η δύναµη του ανθρώπου, µε φως και µε ίσκιο να πλάθει πρόσωπα, ιδέες και πάθη και να τα εξαφανίζει».
(Ε. Καζαντζάκη, 1998,
Νίκος Καζαντζάκης, ο Ασυµβίβαστος)
Μια άγνωστη στο ευρύ κοινό πτυχή της δηµιουργικής έκφρασης του Νίκου Καζαντζάκη αποτελεί η ενασχόλησή του µε τη συγγραφή σεναρίων, προορισµένων για την έβδοµη τέχνη, για τα οποία άρχισε να εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον κατά τις αλλεπάλληλες περιηγήσεις του στη Σοβιετική Ένωση την τετραετία 1928 – 1932.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο συγγραφέας συνειδητοποίησε και διατύπωσε στα κείµενά του την τεράστια επίδραση του κινηµατογράφου στη διαµόρφωση της λαϊκής συνείδησης και τη συµβολή του στη διάχυση των ιδεών, λόγω της υποβλητικότητάς του, στην οποία συνεισφέρει η δύναµη της εικόνας (Καζαντζάκης, 2013).
Η σχετική παραγωγή του συγγραφέα σ’ αυτήν την τετραετία είναι πλούσια, καθώς µεταξύ των έργων που δηµιουργεί συµπεριλαµβάνονται και οκτώ σενάρια, µε σκοπό την αξιοποίησή τους στην έβδοµη τέχνη. ∆ύο από αυτά αποτελούν διασκευές κλασικών λογοτεχνικών δηµιουργιών (∆ον Κιχώτης, ∆εκαήµερον), τρία αναφέρονται σε εξέχουσες ιστορικές µορφές (Λένιν, Μουχαµέτης, Βούδας), ένα χαρακτηρίζεται από αντικληρικό περιεχόµενο (Άγιος Παχώµιος και Σία), ένα εκτυλίσσεται σε βουδιστική µονή κατά τη διάρκεια έκλειψης ηλίου (Μια έκλειψη ηλίου) και τέλος Το κόκκινο µαντίλι αντλεί το θέµα του από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 (Αγάθος, 2017).
Παρά το πάθος που διακατέχει τον Καζαντζάκη για τη συγγραφή σεναρίων, έχει απόλυτη επίγνωση των τεχνικών αδυναµιών του και της ανάγκης του για βοήθεια και καθοδήγηση από ειδικό (Αγάθος, 2017). Τους σχετικούς προβληµατισµούς του εκφράζει στον επιστήθιο φίλο του Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος, ως συνήθως, τον εφοδιάζει µε κατάλληλο υποστηρικτικό υλικό:
«Α! να βρίσκαµε ένα καλό cineaste συνεργάτη, θα κάναµε µεγάλα πράµατα. Όταν εργάζουµαι scenario – το ’χα παρατηρήσει από τη Ρουσία – το µυαλό µου πηδάει, µπαίνω στην παράφορη κινηµατογραφική πραγµατικότητα – µα όλες µου οι τόλµες αδύνατο να τις εχτελέσω, χωρίς τη συντροµή καλού cineaste. Στο scenario νιώθω µονάχα τη µια φτερούγα µέσα µου· η άλλη, η technique, µου λείπει» (Καζαντζάκης, 1984, Τετρακόσια γράµµατα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη).
Παρά τις τεχνικές δυσχέρειες που έχει αναγνωρίσει ως εµπόδια στην προσπάθειά του, ο Καζαντζάκης συνεχίζει να εργάζεται µε αφοσίωση και ενθουσιασµό, δεσπόζοντα γνωρίσµατα άλλωστε της συνολικής συγγραφικής πορείας του. Μάλιστα, σε επιστολή του προς τον Π. Πρεβελάκη αναπτύσσει τη θεωρία του για τη σεναριογραφία και τους λόγους για τους οποίους του προκαλεί συγκίνηση, ενώ ταυτόχρονα ενηµερώνει τον παραλήπτη για την ολοκλήρωση του πρώτου σεναρίου του.
«Όλο το µήνα τούτον τον πέρασα υπό το ζώδιον του κινηµατογράφου. Μελέτησα πολλά βιβλία, είδα πολλά films, έγραψα το Κόκκινο Μαντίλι […] και αρχίζω να συγκινούµαι: 1) Γιατί, καθώς Σας έγραψα είναι θαυµαστή άσκηση για την Οδύσσεια· γράφοντας film είσαι υποχρεωµένος τα πάντα να µετατρέπεις – και την πιο αφηρηµένη έννοια – σε εικόνα. 2) Πλήθος ψυχολογικά προβλήµατα και ιδίως όνειρα, υποσυνείδητο, visions (:οράµατα) µονάχα µε τον κινηµατ[ογράφο] µπορούν τέλεια να εκφραστούν. 3) Γιατί σε κυριεύει µια πικρότατη ηδονή και υπερηφάνια να δηµιουργείς µε τις σκιές πάθη, έρωτες, ορµές, να σµίγεις και να χωρίζεις και να δηµιουργείς ανθρώπους και σιωπηλά, σε µια στιγµή, να εξαφανίζουνται. Καθώς ξέρετε και πρώτος ανακαλύψατε, αυτή η σκληρή ηδονή της τεράστιας ορµής και της απότοµης εξαφάνισης χαραχτηρίζει ό, τι ως τώρα έγραψα».
(Καζαντζάκης, 1984, Τετρακόσια γράµµατα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη)
Το κόκκινο µαντίλι (Le mouchoir rouge) είναι το πρώτο από τα οκτώ σενάρια του Καζαντζάκη κατά την περίοδο 1928- 1932, γράφεται στα γαλλικά µεταξύ Απριλίου – Μαΐου 1928 και προορίζεται, κατόπιν παραγγελίας, για την κρατική σοβιετική κινηµατογραφική εταιρεία VUFKU, στην οποία έχει συστήσει τον συγγραφέα ο οµότεχνός του Ελληνορουµάνος λογοτέχνης Παναΐτ Ιστράτι, µετά από συνεργασία του µαζί της σε κινηµατογραφική διασκευή µυθιστορήµατός του (Αγάθος, 2017). Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασµό του Καζαντζάκη και τα φιλόδοξα σχέδιά του για αξιοποίηση των σεναρίων του στον κινηµατογράφο, κανένα τους δεν αξιώθηκε αυτή την τύχη.
Αναφορικά µε Το κόκκινο µαντίλι, το σενάριο αποτελείται από έξι µέρη, εκ των οποίων το πρώτο έχει σχεδόν εξ ολοκλήρου χαθεί, εκτός από την τελευταία σελίδα του. Θεµατικός πυρήνας του έργου είναι το µατωµένο µαντίλι που δίνει ένας αγωνιστής της Επανάστασης, ο Πέτρακας, την ώρα που πεθαίνει κάτω από την Ακρόπολη, σ’ έναν συµπολεµιστή του, µε την παράκληση να το παραδώσει στον γιο του Λάµπρο που ζει στην Οδησσό. Εκεί, οι τρεις αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας, προκειµένου να εξασφαλίσουν βοήθεια και ενισχύσεις για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, προβαίνουν σε ψευδείς διαδόσεις για τη δήθεν στήριξή του από τον Τσάρο και τον Καποδίστρια. Καθώς ο Λάµπρος αναπτύσσει κάποιες πρωτοβουλίες που πιθανόν να αποκάλυπταν το ψεύδος της Φιλικής Εταιρείας, οι επικεφαλής της αναθέτουν στη νεοφώτιστη Ραλού να τον σκοτώσει, σε περίπτωση που οµολογούσε την αλήθεια σχετικά µε τον Τσάρο. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Λάµπρος βρίσκει τέλος όχι από τη Ραλού αλλά από τον αρχηγό των Φιλικών, ενώ ο ήρωας βρίσκεται στην Πελοπόννησο και προετοιµάζει τους συντρόφους του για την Επανάσταση (Καζαντζάκης, 1928).
Το σενάριο αυτό, σύµφωνα µε την κ. Παναγιώτα Μήνη (όπ. αναφ. στο Αγάθος, 2017, σελ. 19), αποτελεί συγκερασµό ιστορίας και µυθοπλασίας, αναπαράγοντας ιδεολογικές θέσεις που επισηµαίνονται στην ελληνική µαρξιστική ιστοριογραφία, αντίστοιχες µε όσες εκτίθενται στο βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου, Η κοινωνική σηµασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Συγχρόνως, το κείµενο αποτυπώνει επιδράσεις του Καζαντζάκη από τον ρωσικό κινηµατογράφο, τις οποίες θα αξιοποιήσει αργότερα στα µυθιστορήµατά του, κατά την περιγραφή των χαρακτήρων του µέσω ζωηρών εικόνων που προσιδιάζουν σε µονταρισµένες λήψεις.
Επιπλέον, σύµφωνα µε την άποψη του κ. Αγάθου (2017, σελ. 20) ο Καζαντζάκης µε το σενάριό του Το κόκκινο µαντίλι θέλησε «να αποτίσει φόρο τιµής σε ολόκληρη την ποιητική παράδοση του νεοελληνικού ροµαντισµού, καθώς επιλέγει να δώσει στους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας του τα ονόµατα δύο εµβληµατικών ηρώων από έργα γραµµένα έναν αιώνα νωρίτερα». Λάµπρος ονοµάζεται ο ήρωας της οµώνυµης ανολοκλήρωτης σύνθεσης του ∆ιονυσίου Σολωµού, ενώ η Ραλού είναι η ηρωίδα της σύνθεσης του Παναγιώτη Σούτσου Ο Οδοιπόρος.
Σύµφωνα µάλιστα µε τον ίδιο ερευνητή, η αγωνιστικότητα, το πείσµα και ο µοναχικός θάνατος του Λάµπρου θυµίζουν το αντίστοιχο φρόνηµα, τη µαχητικότητα και το τέλος του καπετάν Μιχάλη, δεσπόζοντα ήρωα στο καζαντζάκειο µυθιστορηµατικό σύµπαν.
Έτσι, διαφαίνεται πως ο Καζαντζάκης, πέρα από την Ιστορία της Κρήτης και την µυθοπλαστική µεταποίηση των αγώνων της για λευτεριά, συµπεριέλαβε στην προβληµατική του θεµατικές από την Εθνική Παλιγγενεσία, διαπλέκοντας τον νεοελληνικό ιστορικό πυρήνα µε µύθο, σε µια απόπειρα να αναµετρηθεί ο ίδιος ο δηµιουργός µε τις απαιτήσεις ενός νέου χώρου, του κινηµατογράφου, και να διαχειριστεί τα πυρηνικά, δοµικά υλικά του, το φως και τη σκιά, τα οποία µάλιστα θα αποτελέσουν το βασικό αντιθετικό δίπολο όπου θα κινηθεί ολόκληρη η ζωή και το έργο του, εν γένει.
«… σ’ όλη µου τη ζωή απελπισµένα µάχουµαι να µετουσιώσω τα σκοτάδια […] και να τα κάµω φως». Ν. Καζαντζάκης
*Η Έφη Μπουκουβάλα Κλώντζα είναι φιλόλογος – ψυχολόγος
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αγάθος, Θ. (2017). Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηµατογράφο. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Καζαντζάκη, Ε. (1998). Νίκος Καζαντζάκης ο Ασυµβίβαστος. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Ν, (1928). Το κόκκινο µαντίλι (αδηµοσίευτο κείµενο). Ηράκλειο/Μυρτιά: Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη.
Καζαντζάκης, Ν. (2013). Ταξιδεύοντας: Ρουσία. Αθήνα: Εκδόσεις Έθνος Α.Ε..
Πρεβελάκης, Π. (1984). Τετρακόσια γράµµατα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη.