Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

∆ρ. Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός: Μάθηµα Ιστορίας

Προ ηµερών είχα ένα τηλεφώνηµα από τον κ. Παπαδερό µε το οποίο µε πληροφορούσε ότι µου απέστειλε έντυπη αφήγηση από την κράτηση του στις φυλακές κολαστήριο της Αγιάς κατά τη Γερµανική Κατοχή, όντας ένα παιδάκι τόσο µικρό… γεννήθηκε το 1933. Έγνοια του τώρα οι ανυποψίαστοι νέοι µας και οι αδιάφοροι καιροί. Επιθυµεί τη µεταλαµπάδευση της ιστορικής µνήµης.

Συναισθανόµενη την τιµή και την ευθύνη, εµπιστεύοµαι µε τη σειρά µου, την ιερή εξοµολόγηση ενός ηρωικού Ελληνόπουλου, στην έγκριτη εφηµερίδα “Χανιώτικα νέα” µε τη βεβαιότητα ότι έτσι θα διαφυλαχθεί και θα µείνει εσαεί παρακαταθήκη για τους επερχόµενους.

αφήγηση ∆ρα Αλεξάνδρου 
Κ. Παπαδερού
Λειβαδάς Σέλινου

Στα τέλη του Σεπτέµβρη 1943 οι Γερµανοί βοµβάρδισαν και πυρπόλησαν – τα Τρία Χωριά του Ανατολικού Σέλινου (Κουστογέρακο, Λειβαδάς και Μονή), που ήταν κέντρα της Αντίστασης. Όσα γυναικόπαιδα του Λειβαδά µπόρεσαν να συλλάβουν, τα µετέφεραν στη φυλακή της Αγιάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός, γεννηµένος το 1933 (σήµερα Γεν. ∆ιευθυντής της Ορθοδόξου Ακαδηµίας Κρήτης). Σε µια τελετή προς τιµήν του, στο Κέντρο Παιδικής Μέριµνας Χανιών (πρώην Ορφανοτροφείο), εξήντα χρόνια µετά, περιέγραψε σκηνές από τις συνθήκες κράτησης στη φοβερή φυλακή.

Το ξεροκόµµατο

… Η πείνα, η φοβέρα και οι ψείρες ήταν το µεγάλο βάσανο των κρατουµένων στην Αγιά… Είχαµε από ένα κονσερβοκούτι ο καθένας και βάζαµε εκεί ό,τι µας έδιδαν για φαγητό. Μια µέρα µας µοίρασαν κάτι που έµοιαζε µε σούπα από φασολάδα. Το πιο πολύ ήταν σκέτο ζουµί. Είχε όµως πολλούς µίσχους από τα φασόλια, που έµοιαζαν µε σκουληκάκια. ∆ουλειά δεν είχα, ρώτησα τη θεία µου τη Γιώργενα, αν είναι σκουλήκια. Εκείνη σιχάθηκε. Σταµάτησε να τρώει. ∆υο γερά της χαστούκια ήταν αρκετά, για να καταλάβω πόση αγανάχτηση της είχα προκαλέσει. Συγκράτησα το κλάµα. Πήρα όµως µε τρόπο και το δικό της ντενεκάκι, πήγα πιο πέρα.., χόρτασα ζουµί την ηµέρα εκείνη!
***
Κοντά στο δικό µας Κελλί υπήρχε ένα άλλο µε άνδρες, ανάµεσα στους οποίους ο ξακουστός λαγουτιέρης Χρήστος Λεβεντάκης και γνωστοί µας. Η στέγη του Κελλιού εκείνου, όπως και του δικού µας, ήταν από τζάµια, σπασµένα τα περισσότερα από τον καιρό της Μάχης της Κρήτης. Κάθε απόγευµα οι φρουροί επέτρεπαν στα παιδιά να βγαίνουµε από το Κελλί και να κινούµαστε για λίγη ώρα στην εσωτερική αυλή της φυλακής. Μου είχαν κάµει εντύπωση οι πολλές γόπες από τσιγάρα, µερικά µισοκαπνισµένα, που ήταν πεταµένα στο έδαφος. Μια µέρα, οι Γερµανοί µας µοίρασαν από ένα κοµµάτι ψωµί. Ήταν σκληρό σαν πέτρα. Καθώς έψαχνα νερό για να το µουσκέψω, θυµήθηκα τις γόπες… Μια περίεργη ιδέα ήρθε στο νου µου. Παρά την τροµερή πείνα, σκέφθηκα να µη φάω το ψωµί. Προτίµησα να χρησιµοποιήσω το ξεροκόµµατο, για να αξιοποιήσω εκείνο τον «θησαυρό», τις γόπες! Κατέστρωσα γρήγορα το παράτολµο σχέδιο. Φορούσα τότε µόνο ένα βρακάκι. Κάπου βρήκα σπάγκο. Πριν βγω για περίπατο λοιπόν, έδενα τις κάτω άκρες του ρούχου σφιχτά στους µηρούς µου. Κρατούσα και το ξεροκόµµατο στο χέρι και έκανα πως το δάγκωνα. Η σχεδόν ακαταµάχητη πείνα δεν κατάφερνε να υπερνικήσει τον «ιερό» σκοπό: Όπου έβλεπα γόπες, άφηνα το ξεροκόµµατο να πέσει. Γονάτιζα και, παίρνοντάς το, µάζευα γρήγορα από το έδαφος όσες γόπες µπορούσα και τις έβαζα στο βρακάκι µου. Είχα µαζέψει και διάφορα χαρτιά και πανιά. Τύλιγα τις γόπες, έβαζα και µια πέτρα µέσα για να βαρύνει κάπως το δεµατάκι και µε τρόµο µη µε δει κανείς Γερµανός το πετούσα το βράδυ στο διπλανό Κελλί, από τα ανοίγµατα της στέγης. Οι άντρες άφηναν µε κραυγές να ακουστεί η ευχαριστία τους για το … «ουρανοκατέβατο» δώρο!
***
Τα γυναικόπαιδα δουλεύαµε όλη µέρα, ξαίνοντας σωρούς από µαλλιά στην αίθουσα µε τα τραπέζια από τσιµέντο – µωσαϊκό, που υπάρχουν ακόµη. Τα µαλλιά ήταν ίσως και από τα δικά µας πρόβατα, που τα είχαν αρπάξει και σφάξει. Μας έλεγαν: Μόλις τελειώσετε τα µαλλιά θα πάτε στα σπίτια σας. Όµως κάθε τόσο έφερναν καινούρια τσουβάλια γεµάτα µαλλιά.
Μια µέρα δόθηκε η διαταγή: Θα πάτε όλοι στα λουτρά να πλυθείτε. Πήγαµε. Γδυθείτε! Η σκληρότητα της διαταγής δεν άφηνε περιθώρια για ντροπαλότητες. Εύκολα µπορεί να φανταστεί κανείς την εικόνα των ολόγυµνων γυναικών και παιδιών. Όταν βγήκαµε από το µπάνιο, τα ρούχα µας είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπήρχαν στρατιωτικές στολές, καλοκαιρινές, αν θυµούµαι καλά. Αυτές δόθηκε διαταγή να φορέσουµε. Το θέαµα των γυναικών του Λειβαδά µε γερµανική στρατιωτική στολή ήταν µοναδικό στην παραδοξότητα και την τραγικότητα του! Για µας τα παιδιά αρκούσε και περίσσευε το πουκάµισο…
Η µεταµφίεσή µας αυτή, όπως αποκαλύφθηκε µετά, απέβλεπε στην προώθησή µας σε στρατόπεδα της Γερµανίας. Ματαιώθηκε όµως την τελευταία στιγµή µε σθεναρή παρέµβαση του τότε Επισκόπου Χανιών Αγαθάγγελου Ξηρουχάκη.
Συγκεκριµένα: Μετά το λουτρό δεν επιστρέψαµε στο Κελλί. Μας οδήγησαν προς την έξοδο της Φυλακής. Περίεργος και ανήσυχος όπως ήµουνα πάντα, πήγαινα µπροστά. Και βλέπω στα σκαλιά της εξόδου τον ∆ιοικητή και µπροστά του τρία στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα, ίσως εκείνα που µας είχαν µεταφέρει στη Φυλακή. Τη στιγµή εκείνη φτάνει ένα µαύρο αυτοκίνητο από το οποίο εξέρχεται ένας ιερέας, που πλησιάζει και χαιρετά τον ∆ιοικητή σε ξένη γλώσσα (ήταν τα γερµανικά). Άρχισε µια συζήτηση, που γρήγορα πήρε την ένταση άγριου καυγά. Εγώ ήµουν δίπλα στο ∆ιοικητή και αµέσως µετά, στο διάδροµο, όλοι οι άλλοι. Φωνάζει ο κληρικός στα Ελληνικά, για να καταλάβουµε εµείς: «Είµαι ο ∆εσπότης των Χανιών. Μη φοβάστε! Κύριε ∆ιοικητά, επαναλαµβάνω: Αν φύγουν από τη Φυλακή τα παιδιά µου, θα πάνε στα σπίτια τους και όχι στο Νταχάου».
Ο ∆ιοικητής, εµφανώς εκνευρισµένος, σπρώχνει τον Επίσκοπο, που παραπατά στα σκαλιά, µένει όµως όρθιος, σηκώνει τη ράβδο του και χτυπά µε δύναµη τον ∆ιοικητή στο κεφάλι. Φεύγει το πηλήκιο του, από τη µύτη του τρέχουν αίµατα. Τον συγκρατούν στρατιώτες. Κάτι φωνάζει εκείνος. Άλλοι στρατιώτες αρπάζουν τον ∆εσπότη, τον πετούν στην καρότσα ενός από τα αυτοκίνητα, το οποίον φεύγει προς τα Χανιά, ακολουθούµενο από το αυτοκίνητο του επισκόπου. Οι κραυγές συνεχίζονται. Εµάς µας γυρίζουν στο Κελλί µας. Μας συνοδεύει φόβος και τρόµος.
Τις επόµενες ηµέρες κυκλοφορεί ως πληροφορία, ότι πλησιάζει η εκτέλεσή µας. ∆εν ξέρω που βρήκα το κουράγιο να πάρω την Ιωάννα, κόρη του δασκάλου µας ∆ηµητρίου Παπαδερού, τον Στέλιο Τζατζιµάκη και την αδελφή του Γεωργία (όλα µικρότερης ηλικίας από τη δική µου) και πήγαµε στο ∆ιοικητή. Περιέργως µας δέχτηκε.
Ο διερµηνέας µετέφρασε το αίτηµά µας: «Είµαστε µόνα, είπα στο ∆ιοικητή. Κανείς άλλος από τις οικογένειες µας δεν είναι εδώ. ∆εν ξέρουµε αν ζουν και που είναι. ∆εν ξέρουν για µας. Θέλουµε να φύγουµε, να τους βρούµε…».
Κάπως έτσι διατύπωσα το αίτηµα. Κράτησαν τα ονόµατα µας και µας οδήγησαν στο Κελί, όπου µε δυσκολία είπαµε στις γυναίκες τι συνέβη.
Η κράτησή µας συνεχίστηκε.
Βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1943. Ώρα για ύπνο, κατάχαµα στο Κελλί. ∆εν ήταν τόσον η πείνα και το ψηλοτρέµουλο του ηµίγυµνου, σκελετωµένου κορµιού που µε κρατούσαν άγρυπνο για ώρα πολλή. Ήταν οι αναµνήσεις και οι σκέψεις. Ξηµερώνει του Άη ∆ηµήτρη αύριο… Πού να βρίσκεται ο αδερφός µου ο ∆ηµήτρης; Να ζει, άραγε; Αν δεν είχε γίνει η καταστροφή των χωριών θα πηγαίναµε στο πανηγύρι, στον Άη ∆ηµήτρη, εκεί στην έξοδο του Φαραγγιού της Αγίας Ειρήνης. Και όταν θα γυρίζαµε στο σπίτι, θα τρώγαµε τα πρώτα σύκα από τη χειµωνιάτικη συκιά στην αυλή του σπιτιού µας, όπως κάναµε κάθε χρόνο.
Οι σκέψεις έγιναν παράπονο και το παράπονο προσευχή. Άγιε ∆ηµήτριε…, άρχισα να ψελλίζω, δεν ήξερα όµως τι να πω, τι να ζητήσω. Ήταν µάλλον η πείνα η φοβερή, που έφερε πάλι στο νου µου το ξεροκόµµατο. Μπέρδεψα τα πράγµατα. Και είπα από µέσα µου ξανά συµπληρωµένη τώρα την παράκληση: Άγιε ∆ηµήτριε, µη µε αφήσεις να φάω το ψωµί στη φυλακή!… Χαράµατα την άλλη µέρα, εορτή του Άη ∆ηµήτρη, άνοιξε απότοµα η σιδερόπορτα του Κελιού µας. Πρώτη φορά συνέβαινε αυτό τέτοια ώρα. Ταραχή µεγάλη και ύστερα θανατερή σιωπή. Ένας από τους στρατιώτες διάβασε τα ονόµατα των παιδιών που είχαµε πάει στον ∆ιοικητή. ∆ιέταξε να µαζευτούµε στην πόρτα. Αστραπιαία συναντήθηκε η σκέψη όλων µας στην ίδια κατεύθυνση: Αρχίζουν τις εκτελέσεις. Και ξεκινούν µε παιδιά! Οι γυναίκες βάζουν τα κλάµατα… Με τα «ράους… ράους» (έξω, έξω!) οι στρατιώτες έδειχναν πως δεν είχαν καιρό. Την τελευταία στιγµή θυµήθηκα και άρπαξα το ξεροκόµµατο. Σίγουρα όχι για να πάω στην εκτέλεση χορτάτος! Το πήρα. ∆εν ξέρω γιατί… Έξω από την κυρία είσοδο της φυλακής περίµενε ένα αυτοκίνητο. Μας έσπρωξαν στο πίσω κάθισµα. Και µε µεγάλη έκπληξη αναγνωρίσαµε στη θέση του συνοδηγού τον ίδιο τον Bock, ∆ιοικητή της Φυλακής. Γύρισε, µας κοίταξε µε γελαστό πρόσωπο και λέγοντας σπίτι, άφησε να καταλάβουµε πως θα µας άφηναν ελεύθερους. Φτάσαµε στα Χανιά, στο Ορφανοτροφείο. Ήταν τότε στην Οδό Νεάρχου, απέναντι από το τωρινό αλσύλλιο µε το αγρίµι). Βγήκε ο οδηγός, ανέβηκε στη σκάλα, χτύπησε φαίνεται το κουδούνι, τίποτε. Κατέβηκε ο ∆ιοικητής, πήγε εκεί, έδωσε µια κλωτσιά και έσπασε η πόρτα. Φάνηκε τότε ένας άνθρωπος µε πιτζάµες. Μάθαµε αργότερα πως ήταν ο ∆ιευθυντής Λάµπρος Λαµπρικίδης ήταν, νοµίζω, το όνοµά του. Ήρθε ο οδηγός, µας πήρε, πήγαµε στην πόρτα, ο ∆ιοικητής µας παρέδωσε στον ∆ιευθυντή και έφυγε. Ο ∆ιευθυντής ρώτησε και έµαθε… Κράτησε µόνον εµένα. Τα άλλα παιδιά τα έστειλε στον συνταξιούχο αξιωµατικό Εµµανουήλ Παπαδερό, σε κοντινή απόσταση. Εγώ πλύθηκα, φόρεσα τη στολή του Ορφανοτροφείου, µου έβαλαν και πηλίκιο. Στην τραπεζαρία το µεσηµέρι έφαγα και πάλι κανονικό φαγητό. Ήταν µελιτζάνες γιαχνί µε πατάτες και µπόλικη σάλτσα. Μούσκεψα το ταλαιπωρηµένο ξεροκόµµατο και το έφαγα. Επιτέλους!

ΜΕΓΑΝ ΕΥΡΑΤΟ ΕΝ
ΤΟΙΣ ΚΙΝ∆ΥΝΟΙΣ,
ΣΕ ΥΠΕΡΜΑΧΟΝ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ…
ΑΓΙΕ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ∆ΗΜΗΤΡΙΕ…
Οι δικοί µου, που είχαν επιβιώσει όλοι, ήταν στο χωριό Κακοδίκι, στο Σέλινο, ξεσπιτωµένοι πρόσφυγες, αποκαλούµενοι «ΚΑΜΕΝΟΙ», πρόθυµα φιλοξενούµενοι από τους δυο αδελφούς της µητέρας µου. Ο πατέρας µου συνέχισε την αντιστασιακή του δραστηριότητα ως µέλος της εκεί οµάδας της ΕΟΚ. Πληροφορήθηκε τα της εξόδου µου από τη φυλακή και έστειλε έναν αντάρτη, ο οποίος διευκόλυνε τη µετάβασή µου στο φιλόξενο εκείνο χωριό, όπου µείναµε µέχρι το τέλος του πολέµου. Τα αδέλφια µου ∆ηµήτρης, Ευτύχης και εγώ βοηθούσαµε όπου µπορούσαµε στον αντιστασιακό αγώνα του πατέρα µας. Αλησµόνητες µένουν οι µνήµες από τη σκληρή εργασία µου στο γερµανικό ασβεστοκάµινο κοντά στο χωριό Κάλαµος, όπου µε έστειλε ο αδελφός της µητέρας µου Ευτύχιος και δούλεψα µε το όνοµά του στην αγγαρεία που είχε επιβληθεί.
Από το ∆ηµοτικό Σχολείο του Κακοδικίου έλαβα το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Εκεί ζήσαµε τη µεγάλη εορτή της αποχώρησης των Γερµανών από το Σέλινο. Σπεύσαµε στην Παλιόχωρα και φορτώσαµε το γάιδαρο µε γερµανικά τουφέκια, φυσέκια και άλλα πολεµοφόδια.

Τον Οκτώβριο του 2016 διατύπωσα την πρόταση, το συγκρότηµα της Αγροτικής Φυλακής Αγιάς να κηρυχθεί ∆ιατηρητέο Εθνικό Μνηµείο και στον περίγυρό του να οικοδοµηθεί το Μουσείο της Μάχης της Κρήτης, της Κατοχής και της Αντίστασης. Η πρόταση έλαβε δηµοσιότητα και ύστερα από προτροπή του τότε Προέδρου της ∆ηµοκρατίας Προκοπή Παυλόπουλου, οδήγησε το 2018 στη σύσταση της ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΗ ΚΕΡ∆ΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Ι∆ΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ∆ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα