» Ιάκωβος Ανυφαντάκης (εκδόσεις Πατάκη)
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που παρακολουθώ παράλληλα με την εργογραφία τους. Ακόμα περισσότερο, συνέπεσε η πρώτη εμφάνισή του να βρίσκεται εντός των χρόνων που διατηρώ ετούτη την ψηφιακή γωνιά. Η συγκεκριμένη σχέση δημιουργού-αναγνώστη ανήκει στο υποείδος εκείνο της αναγνωστικής διαδικασίας όπου εξετάζεται η εξέλιξη και των δύο μερών, αναζητείται το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα και οι αισθητικοί υποδοχείς του αναγνώστη, δοκιμάζεται η αντοχή στον χρόνο έτσι όπως αυτός περνά. Ήταν, θέλω να πω, ένα βιβλίο που περίμενα με προσδοκίες και σχετική ανυπομονησία. Η ειδολογική κατάταξη του τελευταίου του βιβλίου, Ραδιοκασετόφωνο, εντοπίζεται στο εξώφυλλο: νουβέλα· ενώ η συμπύκνωση των συγγραφικών προθέσεων στην κατακλείδα του οπισθόφυλλου: «Ένα βιβλίο για τους γονείς που θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Εκτός από το να τα κάνουν ευτυχισμένα». Κρατάμε τα δύο αυτά δεδομένα ως σημάδι στην περιδιάβαση ανάμεσα στις σελίδες.
Πάλι από το οπισθόφυλλο, η αδρή περιγραφή της υπόθεσης: Ο Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον στεναχωρεί ιδιαίτερα.
Ο παντογνώστης αφηγητής πιάνει το νήμα όταν ο πατέρας και ο ανήλικος γιος βρίσκονται στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς το χωριό του νεκρού όπου και θα γίνει η κηδεία. Όλα έγιναν γρήγορα. Το τηλέφωνο των κακών μαντάτων. Η επιθυμία του Ηλία να αναλάβει το χρηματικό κόστος ώστε να γίνει το καλύτερο δυνατό όσον αφορά την τελετή της ταφής, αρκεί ο ίδιος να μην ανακατευτεί. Η βιαστική αναχώρηση. Η επαναλαμβανόμενη, τρεις φορές, ερώτησή του στον γιο: «Η μητέρα σου το ξέρει;». Μέσα στο αυτοκίνητο, ο Ηλίας θα προσπαθήσει να σπάσει την αμηχανία που προκαλεί η παρουσία του ίδιου του του γιου, θα επιχειρήσει να ανοίξει συζητήσεις, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις παγίδες που κρύβουν στην πρώτη κιόλας στροφή. Θα του αγοράζω ό,τι μου ζητά, καταλήγει ο εσωτερικός μονόλογος, γιατί να μην το κάνω, επιβεβαιώνει ρητορικά ρωτώντας.
Διαβάζοντας το Ραδιοκασετόφωνο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, δεν έπαψα να σκέφτομαι τον Φρανκ Μπάσκομπ, τον πρωταγωνιστή στην υπέροχη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ –Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα, όπως είναι– και ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος, εκεί όπου επίσης γιος και πατέρας ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο. Εκτός των άλλων διαφορών, στην εκδοχή του Ανυφαντάκη, εκείνο που αλλάζει καθοριστικά είναι ο τόπος, από την διαδρομή ανάμεσα στο Ηράκλειο και τα έρημα πια χωριά του οροπεδίου, διαδρομή γεμάτη στροφές και κοντινό ορίζοντα, μέχρι το ίδιο το χωριό. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την εξωτικότητα του μέρους αποτελεί ένδειξη ωριμότητας και κατασταλάγματος σχετικά με το ποια λογοτεχνία του αρέσει. Η ίδια ιστορία σ’ έναν άλλο τόπο θα ήταν σίγουρα διαφορετική, η οξυδερκής παρατήρηση είναι παρούσα και σε συνδυασμό με την οικειότητα του μέρους για τον γεννημένο στην Κρήτη συγγραφέα εμπλουτίζει το περιεχόμενο χωρίς να το βαραίνει. Δεν είναι ένα βιβλίο για την Κρήτη αυτό, ούτε μια ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική μελέτη, αν και διάφορα θραύσματα συναντά ο αναγνώστης, είναι η ιστορία ενός πατέρα και ενός γιου, εις διπλούν.
Η ιστορία αυτή αφορά μια επιστροφή. Ο Ηλίας, μεγαλωμένος στα μέρη εκείνα που οι ξένοι βρίσκονται μόνο κατά λάθος ή επιθυμώντας να κρυφτούν, αφημένα να ερημώνουν στις παρυφές του υπερκερδοφόρου τουρισμού, έφυγε, αφού ενηλικιώθηκε με σκοπό να μη χρειαστεί ποτέ του να γυρίσει για περισσότερο από λίγες ώρες επίσκεψης στους γονείς του. Στο Ηράκλειο έπιασε την καλή, παρότι επένδυσε τα χρήματα της πατρικής περιουσίας με τρόπο διόλου σύμφωνο με τις επιθυμίες των δικών του, τώρα πια τα μαγαζιά είναι στρωμένα, και αφού ο εχθρός του επικερδούς είναι το επικερδέστερο, δεν παύει να σκέφτεται τα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα. Δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο και για τα συναισθηματικά πεπραγμένα του, παρότι η αρχή και η επανέναρξη υπήρξαν πολλά υποσχόμενες.
Ο Ανυφαντάκης δεν επιλέγει να αφηγηθεί μια εξόχως πρωτότυπη ιστορία, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο, σχηματισμένο πια μέσα στα χρόνια, που χαρακτηρίζεται από μια ήπια και σκωπτική αφήγηση. Δεν επιλέγει πρωταγωνιστές συμπαθείς ή που να δοκιμάζονται από την σκληρότητα της ζωής, δεν διαλέγει την ευκολία του συναισθηματικού εκβιασμού, δεν επαιτεί, εκ μέρους του πρωταγωνιστή του, την κατανόηση και τον αναγνωστικό οίκτο. Ο Ηλίας δεν είναι συμπαθής, είναι ωστόσο μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, για την κοινή γνώμη πετυχημένος που έχει πιάσει την καλή, για τον ίδιο, ωστόσο, η φαινομενικά ισχυρή αυτοπεποίθηση που νιώθει έχει σαφέστατα δομικά ζητήματα. Είναι από τους χαρακτήρες εκείνους που με έλκουν, για κάποιον άγνωστο, ίσως όχι και τόσο, λόγο, ένας νεαρός μεσήλικας σε μια συνθήκη υπαρξιακού λασπότοπου. Το εύκολο είναι να αντιπαθήσει κανείς τον Ηλία, να μην ενδιαφερθεί για εκείνον και την ιστορία του, φροντίζοντας ωστόσο έτσι να παραμερίσει οποιαδήποτε υποψία ομοιότητας με δικά του πρόσωπα και καταστάσεις.
Ο Ανυφαντάκης, ωστόσο, δεν αρκείται στην καρικατούρα του στερεότυπου, δεν επιθυμεί ο αναγνώστης να διαμορφώσει μια εντελώς υποκειμενική άποψη, κυρίως για τον Ηλία. Φροντίζει, λοιπόν, να δώσει βάθος και όγκο στα πρόσωπα. Εσωτερικές σκέψεις, αναδρομές στο παρελθόν και σύνδεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, αυτά είναι τα κυρίως εργαλεία που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, σε μια διαδικασία παράλληλη με την προώθηση της πλοκής. Το έλλειμμα στην επικοινωνία και άρα παρεπόμενα και στην κατανόηση, μεταξύ άλλων, κυριαρχεί στη νουβέλα αυτή, άγνωστοι με δεσμούς αίματος και επαρκή συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη, οι τρεις γενιές, ο νεκρός πια παππούς, ο Ηλίας και ο ανήλικος γιος του, με τις συναισθηματικές αγκυλώσεις και αναπηρίες, απόρροια εν πολλοίς του περιβαλλοντολογικού πλαισίου εντός του οποίου κινούνται, υποχείρια της στερεοτυπίας και των κοινωνικών αυτοματισμών, θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους, κυρίως θα τους έδιναν χρήματα, δεν θα τα έκαναν ωστόσο ευτυχισμένα. Η έλλειψη γνώσης για το ποιοι ακριβώς ήταν οι γονείς μας, κυρίως οι πατεράδες μας, μιλώντας για μεσήλικες γιους που μένουν ξάφνου μα αναμενόμενα ορφανοί, και το παρεπόμενο κοίταγμα στα δικά τους πεπραγμένα, στην προβληματική φωτοτυπία της δικής μας ζωής.
Το ραδιοκασετόφωνο, ως αντικείμενο της πλοκής, παίζει τον ρόλο της γέφυρας του χτες με το σήμερα, την απόπειρα, για να είμαι ακριβής, της υπέρβασης ενός κενού. Ο Ανυφαντάκης κάνει συνετή και συνάμα λειτουργική χρήση αντίστοιχων ευρημάτων, όχι για να ανακατέψει τα φύλλα αλλά για τον στατικό οπλισμό της κατασκευής. Η επιλογή της νουβέλας έναντι ενός μυθιστορήματος μοιάζει να είναι συνειδητή και όχι απόρροια κάποιας ευκολίας. Το Ραδιοκασετόφωνο, παρά το μικρό του μέγεθος, χωράει την ιστορία αυτή, ενώ είναι επαρκώς σφιχτοδεμένο. Ο συγγραφέας ελέγχει το υλικό, τη φιλοδοξία και τις επιδιώξεις του, δεν δείχνει να παρασύρεται από το δέλεαρ μιας πολυσέλιδης εκδοχής, αν και δεν ξέρουμε ποιες υπήρξαν οι προηγηθείσες εκφάνσεις της ιστορίας αυτής, όπως και να έχει, το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που τίθεται υπό κρίση και αυτή η κρίση είναι κάτι παραπάνω από θετική.
Μου άρεσε το βιβλίο αυτό γιατί με τρόπο συντεταγμένο και γνώριμο αφηγείται μια καλή ιστορία, αποτυπώνοντας ικανοποιητικά το μικροκλίμα που επικρατεί, επιτρέποντας στο προσωπικό να εισέλθει στην απόσταση παρά τη χωρική εγγύτητα και στο συναίσθημα να αναβλύσει μακριά από το προφανές. Η αληθοφάνεια, νησί στην επικράτεια του ρεαλισμού, είναι απαραίτητη και είναι παρούσα, το προσωπικό βίωμα ωστόσο παραμένει καμουφλαρισμένο καλά, σε ρόλο υποστήριξης και όχι πρωταγωνιστικό.