Ρεκόρ 10ετίας στις εξαγωγές επιτραπέζιου σταφυλιού πέτυχε το 2017 η Ελλάδα, με τις ποσότητες που έφυγαν εκτός ελληνικών συνόρων να διαμορφώνονται στο τέλος Νοεμβρίου σε 93.626 τόνους, κοντά στα ιστορικά επίπεδα των 98.000 τόνων του 2006 και αυξημένες συγκριτικά με την τελευταία δεκαετία, όταν κυμαίνονταν μεταξύ των 70.000 και 85.000 τόνων ετησίως.
Αυτό ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών «Incofruit Hellas», Γιώργος Πολυχρονάκης, υπογραμμίζοντας ότι η συνολική αξία των εξαγωγών επιτραπέζιου σταφυλιού το 2017, με στοιχεία ως το τέλος Νοεμβρίου, διαμορφώνεται στα 130,6 εκατ. ευρώ και υπενθυμίζοντας ότι το 2016 εκτός συνόρων “ταξίδεψαν” 78.711 τόνοι, στα 112,9 εκατ. ευρώ. Κύριες χώρες προορισμού του επιτραπέζιου σταφυλιού της χώρας, παραμένουν η Γερμανία, όπου και το 2017 ταξίδεψαν 36.963 τόνοι από 22.747 τόνους το 2016 και το Ηνωμένο Βασίλειο, με 15.259 τόνους από 13.724 πρόπερσι.
Ο κ. Πολυχρονάκης επισήμανε ακόμη ότι η Ελλάδα, έχοντας κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο μεταξύ των χωρών παραγωγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ύστερα από την Ιταλία και την Ισπανία, παράγει μαζί με τα προαναφερόμενα κράτη το 90% της παραγωγής στην ΕΕ.
Ποικιλιακή αναδιάρθρωση για να παραμείνει η Ελλάδα βασικός παίκτης
Την ανάγκη χάραξης νέας στρατηγικής για ποικιλιακή αναδιάρθρωση των καλλιεργειών επιτραπέζιων σταφυλιών στη χώρα μας, που θα διατηρεί ως βασική την υφιστάμενη, αυτή της σουλτανίνας, υπογράμμισε ο κ. Πολυχρονάκης, επισημαίνοντας ότι στόχος πρέπει να είναι να διατίθεται ελληνικό προϊόν στο διάστημα Μαΐου-Δεκεμβρίου, ικανοποιώντας και τις απαιτήσεις των καταναλωτών, που ψηφίζουν όλο και πιο έντονα άσπερμα, μεγαλόρωγα, τραγανά, “με γεύση και εμφάνιση ασφαλών και υγιεινών”.
Μάλιστα, κατά τον ίδιο, θα πρέπει να επιδιωχθεί σε βάθος χρόνου η αλλαγή της αναλογίας καλλιεργούμενων λευκών και έγχρωμων ποικιλιών από 85 προς 15 σήμερα σε 50/50. Η προσαρμογή αυτή, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, θα δώσει επέκταση στην περίοδο συγκομιδής, αλλά και διαθεσιμότητα μέχρι και τον Δεκέμβριο, λόγω της δυνατότητας αποθήκευσής τους, χωρίς μεγαλύτερες καλλιεργητικές απαιτήσεις, με χαμηλό κόστος και ικανοποιητικό εισόδημα και με την εφαρμογή όλων των ορθών καλλιεργητικών πρακτικών.
Όπως γνωστοποίησε ο κ. Πολυχρονάκης, σε περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας (Κιλκίς και Πιερίας), αλλά και της Πελοποννήσου, έχει ήδη ξεκινήσει η καλλιέργεια της ποικιλίας Crimson σε έκταση 7.000 στρεμμάτων, ενώ “για να στεφθεί με επιτυχία το εγχείρημα και η χώρα μας να παραμείνει βασικός παίκτης στο παγκόσμιο χάρτη, θα πρέπει η καλλιέργεια προϊόντος χωρίς κουκούτσι, όπως είναι οι ποικιλίες Thompson, Superior και Crimson, να ξεπεράσει τα 170.000 στρέμματα”.
Η ΕΕ δεύτερος παγκοσμίως παραγωγός και καταναλωτής επιτραπέζιων σταφυλιών
Η ΕΕ, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, αποτελεί τον δεύτερο σε παγκόσμιο επίπεδο παραγωγό και καταναλωτή επιτραπέζιων σταφυλιών και αν και οι εξαγωγές της σημειώνουν χαμηλές πτήσεις, η ΕΕ παραμένει στην παγκόσμια αγορά κυρίως εισαγωγέας των επιτραπέζιων σταφυλιών.
Για το 2017, οι οι εισαγωγές στην ΕΕ επιτραπέζιων σταφυλιών, εκτιμώνται αυξημένες, στους 650.000 τόνους. Η παραγωγή της ΕΕ το 2017 εκτιμάται στα 1,5 εκατ.τόνους με αυτήν της Ελλάδος στο ύψος των 315.000 τόνων.
Στην Ελλάδα, οι περιοχές παραγωγής είναι αυτές της Μακεδονίας, της Θράκης, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, ενώ όπως τόνισε ο κ. Πολυχρονάκης τα τελευταία χρόνια καταγράφεται έντονη μεταστροφή των προτιμήσεων των καταναλωτών σε προϊόν χωρίς κουκούτσι, όπως οι ποικιλίες Thompson, Superior και Crimson.
Γιατί μειώνεται η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο ΕΕ;
Σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, η παρατηρούμενη μείωση της ανταγωνιστικότητας στα παραγόμενα στην Ευρώπη επιτραπέζια σταφύλια, έναντι των εισαγομένων, οφείλεται κυρίως στο μικρό κλήρο. Επιπλέον, όπως εξήγησε, στην Ελλάδα υπάρχουν μικρά διπλής χρήσεως αγροκτήματα όπου τα σταφύλια συγκαλλιεργούνται με ελιές. Στην Ισπανία και την Ελλάδα, οι τιμές των αγροκτημάτων αυξάνονται υπέρμετρα, λόγω ανάπτυξης των τουριστικών υποδομών και της εγγύτητας με μεγάλα αστικά κέντρα που επεκτείνονται σε βάρος των αγρών.
Κατά τον ίδιο, στη μείωση της ανταγωνιστικότητας συνέβαλαν επίσης τα εξής: υπέρμετρο κόστος επεξεργασίας, συσκευασίας και μεταφοράς, υψηλό κόστος πιστοποίησης και στις ανώμαλες συνθήκες διαμόρφωσης των τιμών παραγωγού, “βάσει φημών μη συμβατών προς τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες στη διεθνή αγορά”.
Το επιτραπέζιο σταφύλι παγκοσμίως
Στην ΕΕ παράγονται πολλές ποικιλίες σταφυλιών που προορίζονται για οινοποίηση, ένα μεγάλο μέρος τους για νωπή κατανάλωση και ένα μικρότερο για παραγωγή σταφίδας. Οι ποικιλίες για παραγωγή κρασιού έχουν χαρακτηριστικά διαφορετικά από τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται για τις σταφίδες ή την επιτραπέζια κατανάλωση.
Η παγκόσμια παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών το 2017 εκτιμάται ελαφρώς αυξημένη, σε 22,7 εκατομμύρια τόνους, γεγονός που σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη οφείλεται στην συνεχή αύξηση της παραγωγής στην Κίνα και την Ινδία, που αντισταθμίζει τις απώλειες που παρουσιάζονται σε ΕΕ και Τουρκία.
Σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, η Κίνα είναι παγκοσμίως η μεγαλύτερη παραγωγός και καταναλώτρια χώρα επιτραπέζιων σταφυλιών. Ωστόσο, ο ρόλος της στο διεθνές εμπόριο είναι μικρότερος, αφού όπως διευκρίνισε, οι εισαγωγές και εξαγωγές της είναι σχετικά χαμηλές. Η παραγωγή της Κίνας διαμορφώθηκε φέτος σε 11,2 εκατ. τόνους, με τις εισαγωγές της να προβλέπονται μειωμένες, αν και στον αντίποδα οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών, καταγράφονται υψηλοί.
Αναφερόμενος στο ρόλο της Τουρκίας, ως μεγάλης παγκόσμιας δύναμης στην παραγωγή και την κατανάλωση επιτραπέζιων σταφυλιών, ο κ. Πολυχρονάκης επισήμανε ότι η παραγωγή της κατά το 2017 καταγράφεται μειωμένη λόγω των καιρικών συνθηκών στην κύρια παραγωγική της περιοχή και αναμένεται να διαμορφωθεί στα 2,12 εκατ.τόνους.
Το Brexit “απειλεί” τη συνεργασία Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας;
Σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, για την Ελλάδα η αγορά της Μεγάλης Βρετανίας είναι σημαντική και ιδιαίτερα στον τομέα των φρούτων και λαχανικών (νωπών και μεταποιημένων), με τη συνολική αξία των εξαγωγών τους να είναι διαμορφώνεται σε 150 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το επιτραπέζιο σταφύλι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πολυχρονάκης, η αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε τέλος Νοεμβρίου σε 2,482 εκατ. ευρώ το 2017, έναντι 28,032 εκατ. ευρώ το 2016, 33,979 εκατ. ευρώ το 2015, 35,456 εκατ. ευρώ το 2014, 26,024 εκατ. ευρώ το 2013 και 20,670 εκατ. ευρώ το 2012.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος υπογράμμισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι στην αγορά της Μεγάλης Βρετανίας, τα ελληνικά επιτραπέζια σταφύλια είναι ο πρώτος προορισμός τους και ειδικότερα αυτών των αυξημένων προδιαγραφών εμπορίας, ήτοι κατηγορία ΕΧΤΡΑ και Ι, αλλά και των μεγαλυτέρων μεγεθών ρώγας τους, μετά το δεύτερο δεκαπενθήμερο Σεπτεμβρίου, άσπερμης λευκής ποικιλίας μας Tompson Seedlees
Κατά τον κ. Πολυχρονάκη, παρά το “brexit”, η Ελλάδα θα συνεχίσει το εμπόριο με το Ηνωμένο Βασίλειο. “Είμαι σίγουρος ότι είναι μια αγορά που εκτιμά τις ελληνικές παραγωγές και θα συνεχίσει να πιστεύει στην ποιότητα και την αξία των προϊόντων μας και συνεπώς δεν θα πρέπει να χαθεί αυτή η αγορά” σημείωσε.
Το “brexit”, όπως πρόσθεσε ο ίδιος, “είναι μια κατάσταση που δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι μια έξοδος που θα συμβεί, όταν συμβεί, στην πάροδο του χρόνου”. Στο πλαίσιο αυτό, διατύπωσε την εκτίμησή του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίζει να συμμετέχει στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά (με τις τέσσερις ελευθερίες) κατά τη διάρκεια της μετάβατικής περιόδου (εκτιμάται μέχρι 31/12/2020), αφού θα πρέπει να συνεχίζουν να συμμορφώνονται με την εμπορική πολιτική της ΕΕ, να εφαρμόζεται το τελωνειακό δασμολόγιο της ΕΕ και να συλλέγουν τους τελωνειακούς κοινοτικούς δασμούς και να εξασφαλιστεί η Γηραιά Ήπειρος, με όλους τους ελέγχους που διεξάγονται σε σύνορα.
“Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι εκείνη την περίοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο θα δεσμεύεται από διεθνείς συμφωνίες στους τομείς αρμοδιότητας του δικαίου της ΕΕ, εκτός αν επιτρέπεται να το πράξουν από κοινότητα. Υπάρχουν πολλά θέματα που αυτή τη στιγμή πρέπει να διαπραγματευτεί η Μεγάλη Βρετανία με την υπόλοιπη ΕΕ και πεποίθησή μου αποτελεί ότι στο τέλος θα καταλήξουν σε μια εμπορική συμφωνία όπως αυτή που ισχύει με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)”.