Οι φλεγμονώδεις αρθροπάθειες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, αποτελούν την κλασική ένδειξη για αρθροπλαστική του αγκώνα, μια επέμβαση που συνεχίζει να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου και κερδίζει ολοένα περισσότερους υποστηρικτές. Ωστόσο, παρουσιάζει μερικές μοναδικές ιδιαιτερότητες, δεδομένου ότι, συγκριτικά με τις αρθρώσεις ισχίου και γόνατος, η άρθρωση του αγκώνα είναι μικρή και η σταθερότητά της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ακεραιότητα της άρθρωσης. Η επιτυχία της αρθροπλαστικής αγκώνα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξοικείωση του χειρουργού με την ανατομία και τις χειρουργικές προσεγγίσεις, τη σωστή επιλογή και εμφύτευση των προθετικών υλικών και τη συμμόρφωση με τις μετεγχειρητικές συστάσεις.
«Η ρευματοειδής αρθρίτιδα αποτελεί μία χρόνια και εξελικτική ασθένεια που προσβάλλει τις αρθρώσεις και πολύ συχνά οι ασθενείς αναγκάζονται να υποβληθούν σε αντικατάσταση των αρθρώσεων προκειμένου να παραμείνουν ανεξάρτητοι και δραστήριοι. Αν και η αντικατάσταση του αγκώνα είναι λιγότερο συνηθισμένη, σε όσους υποφέρουν από σοβαρής μορφής ρευματοειδή αρθρίτιδα στην περιοχή, η αρθροπλαστική είναι η μοναδική λύση», επισημαίνει ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Δρ. Παναγιώτης Πάντος, Διδάκτωρ Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αναπληρωτής Διευθυντής Ορθοπαιδικής – Τραυματολογίας στην Κλινική Χειρουργικής Ώμου Klinik Maingau vom Roten Kreuz στη Φρανκφούρτη και υπεύθυνος των τμημάτων Άνω Άκρου και Αθλητικών Κακώσεων της Osteon Orthopedic & Spine Clinic.
Ο επιπολασμός της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανέρχεται στο επίπεδο του 6,7‰ των ενηλίκων, με τις γυναίκες να έχουν τριπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης της πάθησης από ό,τι οι άνδρες. Στα αρχικά στάδια προκαλεί πόνο, οίδημα, ευαισθησία κατά την πίεση και πρωινή δυσκαμψία. Η έλλειψη θεραπευτικών παρεμβάσεων μπορεί να οδηγήσει σε αρθρικές παραμορφώσεις, διαταραχές στη λειτουργικότητα που οδηγούν σε αναπηρία, και περιαρθρική οστεοπόρωση. Προοδευτικά αναπτύσσονται σοβαρότερες και μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις, όπως είναι η φθορά του αρθρικού χόνδρου και οι διαβρώσεις των οστών. Εκτός από τις αρθρώσεις, η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να προσβάλλει και άλλα όργανα του σώματος, προκαλώντας μεταξύ άλλων περικαρδίτιδα, αγγειΐτιδα, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα διάμεση πνευμονική ίνωση, με σοβαρές συνέπειες.
Σκοπός της αρθροπλαστικής αγκώνα είναι η αντικατάσταση των φθαρμένων αρθρικών επιφανειών του βραχίονα, της ωλένης και της κερκίδας με νέες. «Κατά την επέμβαση αφαιρείται το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού και το επάνω μέρος της ωλένης και της κερκίδας και αντικαθίστανται με μια τεχνητή άρθρωση, η οποία κατασκευάζεται από έναν μεταλλικό και πλαστικό μεντεσέ με δύο μεταλλικούς στυλεούς, τα οποία τοποθετούνται μέσα στους αυλούς των οστών», εξηγεί περαιτέρω ο Δρ. Πάντος.
Αρχικά οι καλύτεροι υποψήφιοι ήταν οι ηλικιωμένοι, δηλαδή οι λιγότερο ενεργοί ασθενείς με τελικού σταδίου φλεγμονώδη αρθρίτιδα. Κι αυτό διότι, τα εμφυτεύματα που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση του αγκώνα είναι μικρότερα και σε κάποιο βαθμό πιο ευαίσθητα, συγκριτικά με εκείνα που απαιτούνται για τις αρθροπλαστικές μεγαλύτερων αρθρώσεων όπως το ισχίο ή το γόνατο. Δηλαδή, η διάρκεια ζωής τους δεν είναι μεγάλη, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν συνιστώνται για άτομα κάτω των 60 ετών.
Αν και η αρθροπλαστική του αγκώνα είναι μερικές φορές η μόνη επιλογή για τη βελτίωση του πόνου και της λειτουργικότητάς του, η επέμβαση αυτή, όπως και κάθε άλλη, μπορεί να σχετίζεται με εν δυνάμει σοβαρές επιπλοκές, όπως λοίμωξη, δυσλειτουργία του μηχανισμού, κατάγματα, φθορά, χαλάρωση και οστεόλυση. Επίσης, η υπερβολική χρήση του αγκώνα μετεγχειρητικά μπορεί να οδηγήσει σε φθορά του στηρίγματος ή χαλάρωση των δομικών στοιχείων από τα οστά. Όταν συμβαίνει αυτό, ο πόνος επανεμφανίζεται στην άρθρωση, οπότε μπορεί να απαιτηθεί νέα χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση των φθαρμένων ή χαλαρών εμφυτευμάτων.
«Η μόλυνση αποτελεί τη μεγαλύτερη πιθανή επιπλοκή. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς διατρέχουν σχετικά μεγαλύτερο κίνδυνο συγκριτικά με εκείνους που δεν πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα λόγω της ανοσολογικής φύσης της πάθησης και λόγω ορισμένων φαρμάκων που λαμβάνουν για την αντιμετώπισή της. Προεγχειρητικά, ο γιατρός είναι απαραίτητο να έχει πλήρη ενημέρωση για τη φαρμακευτική αγωγή που εφαρμόζεται, καθώς ορισμένα φάρμακα θα πρέπει να διακοπούν, για την αποφυγή της μόλυνσης. Οι σοβαρές μολύνσεις είναι πιθανό να οδηγήσουν σε νέα χειρουργική επέμβαση», επισημαίνει ο Δρ. Πάντος.
Ευτυχώς, οι τεχνικές αναθεώρησης που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια επιτρέπουν την επιτυχή αντιμετώπιση ορισμένων από αυτές τις επιπλοκές.
Η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών δεν παρουσιάζει επιπλοκές, οπότε ο μέσος χρόνος ανάρρωσης μετά από αρθροπλαστική αγκώνα είναι 8 εβδομάδες. Μετεγχειρητικά, για την καλύτερη έκβαση συνιστάται στους ασθενείς η αποφυγή ανύψωσης βαρέων αντικειμένων και η όποια μεταφορά αντικειμένων θα πρέπει να γίνεται με τον αγκώνα σε τεντωμένη θέση.
«Η παράταση του προσδόκιμου ζωής καθιστά τους ανθρώπους με ρευματοειδή αρθρίτιδα πιο δραστήριους. Οι δε γειτονικές αρθρώσεις τους είναι πολύ πιθανό να είναι πιο υγιείς, με συνέπεια ο αγκώνας να πονά, αλλά ο καρπός και ο ώμος μπορεί να είναι σχεδόν φυσιολογικοί. Αυτό σημαίνει ότι τα εμφυτεύματα πρέπει να διαρκούν πολύ περισσότερο και να υπόκεινται σε μεγαλύτερα φορτία. Το ενθαρρυντικό είναι ότι ορισμένα νέα υλικά και τεχνικές αρθροπλαστικής, εκτός του ότι επιτρέπουν τη διαχείριση ενός ευρύτερου φάσματος παθολογίας, συνδέονται και με καλύτερα αποτελέσματα. Καλά νέα είναι επίσης ότι τα στατιστικά δείχνουν σχετικά χαμηλά ποσοστά αποτυχίας για αρκετά χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα», καταλήγει ο Δρ. Παναγιώτης Πάντος.