Κατάπινε τη νυχτερινή ησυχία με κοφτές ζευγαρωτές αναπνοές, σκυφτή επάνω στο ποδήλατο στα μισά του δρόμου που ανοιγόταν προς τα βορειοδυτικά, πέρα από τις Περιοχές 4 και 5, αντίκρισε ένα νεκρό πουλί στην άσφαλτο, ξεκοιλιασμένο, τυλιγμένο σε ένα λεπτό φιλμ βραδινής αχλής, γύρω του σκόρπια πούπουλα να ιριδίζουν και δίπλα του ένα άλλο πουλί, ολόιδιο, όρθιο, με τον λαιμό τεντωμένο· κι εκείνη πλησίαζε, έκανε πετάλι χωρίς να επιβραδύνει, χτυπούσε και ξαναχτυπούσε το κουδούνι, το όρθιο πουλί όμως δεν σάλευε, περιεργαζόταν ό,τι είχε απομείνει από τον συγγενή του με το βλέμμα (να ήταν άραγε ζευγάρι;) και ράμφιζε τον αέρα ενώ το ποδήλατο προσπερνούσε -από τη φόρα τα πούπουλα σηκώθηκαν μόλις πάνω απ’ την άσφαλτο.
Τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1986 εκρήγνυται ο αντιδραστήρας Νο.4 του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας “Β. Ι. Λένιν”, γεγονός που θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως Τσερνομπιλ, με τον τόνο να ανεβοκατεβαίνει· μία μαύρη μέρα, οι παρενέργειες της οποίας ακόμα καταγράφονται, ένα περιστατικό το οποίο αντί να γεννήσει ένα απόλυτο όχι απέναντι στην πυρηνική ενέργεια οδήγησε -όχι μόνο εν μέσω ψυχρού πολέμου- τη συζήτηση στα δήθεν ελλειπή μέτρα ασφαλείας. Αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της έκρηξης, επιλέγει ο Παπαντώνης για να θέσει το σημείο μηδέν της αφήγησής του, για να τοποθετήσει την ακίδα του διαβήτη του. Το πριν, η έκρηξη, το μετά. Το Πρίπιατ είναι η πόλη δορυφόρος του Τσερνόμπιλ. Ξεκινώντας από την 25η Απρίλη 1986, μία μέρα, λίγες ώρες για την ακρίβεια, πριν την έκρηξη, ο παντογνώστης αφηγητής θα μας διηγηθεί την ιστορία τεσσάρων οικογενειών.
Τρεις γενιές. Το μεγάλο εμβαδόν στο παρελθόν· οι παππούδες και οι γιαγιάδες που υπέφεραν από τον μεγάλο πόλεμο, που πόνεσαν, απώλεσαν, κυνηγήθηκαν από εχθρούς και οικείους, όμως επέζησαν και διηγούνται, παλεύουν να ξεφύγουν από εκείνους τους δαίμονες, κάποιοι δεν τα καταφέρνουν, σέρνουν μαζί τους συνεχώς ένα κουτί με γράμματα, κοιτάζουν ξανά και ξανά τις ίδιες φωτογραφίες, κάποιοι νιώθουν πως βγήκαν νικητές, δεν είναι μόνο τα μετάλλια ανδρείας, είναι η αποφασιστικότητα στο βλέμμα· ο φόβος παραμονεύει. Το μεγάλο εμβαδόν στο παρόν· οι γονείς, η ενδιάμεση γενιά, μεγάλωσαν ακούγοντας τις ζοφερές διηγήσεις, σε ένα περιβάλλον που μέρα με τη μέρα έμοιαζε πιο σταθερό, προστατευμένο και προστατευτικό, που επέτρεπε τη λήθη, τη στροφή του βλέμματος, έστω και διστακτικά, προς τα εμπρός, ήρθαν αντιμέτωποι κυρίως με τις προσωπικές τους επιλογές, μια ζωή ιδιωτικού βάρους, αποτυχημένοι γάμοι, ανεκπλήρωτοι έρωτες, αναζήτηση ταυτότητας· το έδαφος αρχίζει πάλι να τρέμει. Το προσδοκώμενο εμβαδόν στο μέλλον· τα παιδιά παίζουν, το σκάνε κρυφά από τους γονείς τους, ζητούν την αγάπη, δελεάζονται απ’ όσα φτάνουν από τα δυτικά, ζουν ανάμεσα στο σήμερα και τη φαντασία· ξημερώνει 26η Απριλίου 1986.
Αφήγηση σφικτή, δουλεμένη στη λεπτομέρεια, τίποτα περιττό να μη μείνει. Κάποιες στιγμές ασφυκτική. Το νήμα, που ενώνει τους σπόνδυλους του μυθιστορήματος, λεπτό μα ανθεκτικό, λειτουργεί αφηγηματικά και δεν εκβιάζει απλώς τη συνοχή. Γλώσσα ποιητική, ελαφρώς εξεζητημένη κάποιες στιγμές, σε ευθεία αντίστιξη με το σκηνικό, αλλά και χρήση λέξεων πιο μοντέρνων ή δανεισμένων από την αργκό, μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη στην αντίστιξη. Έχει σίγουρα ενδιαφέρον η απόπειρα του Παπαντώνη -όπως είχε διαφανεί και από τον Καρυότυπο- να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα είδος που θα το ονόμαζα στυλιζαρισμένο ρεαλισμό, διερευνώντας τα όρια της συναισθηματικής στεγανότητας μιας εγκεφαλικής κατασκευής.
Η σιωπή μετά την έκρηξη είναι στιγμιαία, στη μνήμη των μαρτύρων όμως κρατάει για ώρες, για μέρες. Η αφήγηση απορροφά μέρος από τους ήχους, τις φωνές, τα κλάματα, τους συναγερμούς, τις κόρνες, τις εντολές. Κάποιες συχνότητες διαφεύγουν της μόνωσης· μια τζαμαρία θρυμματίζεται καθώς ένα παιδικό σώμα τη διαπερνά τρέχοντας. Η έκρηξη επιφέρει σύγχυση. Η χρονική ακρίβεια των γεγονότων γίνεται σχετική, ο χρόνος μετά την έκρηξη κυλάει διαφορετικά ακόμα και για έναν ψύχραιμο παντογνώστη αφηγητή. Αναγωγή των πάντων σε πριν και μετά. Όσο απομακρύνεται κανείς από το σημείο μηδέν, τόσο καθαρίζει η ατμόσφαιρα, μέχρι να συναντήσει το επόμενο σημείο μηδέν με τους καπνούς, που στέκουν για πάντα ακίνητοι θαρρείς, λες και ίχνος ανέμου δεν πέρασε από εκεί ποτέ, και την αιωρούμενη σκόνη, που δεν λέει να κατακάτσει. Η μνήμη. Ως συλλογικό κατασκεύασμα και ως ατομικό βίωμα. Οι ζωντανοί αναλαμβάνουν την αφήγηση, οι νικητές την επικράτηση.
Για τον Παπαντώνη το Τσερνόμπιλ μοιάζει απλώς η αφορμή, η σκανδάλη, ένα μυθικό απόνερο της παιδικής ηλικίας, καθώς είναι γεννημένος το 1978. Ευκαιρία για έρευνα στα πλαίσια της μυθιστορηματικής αναβίωσης της εποχής, απόπειρα κατανόησης του τρόμου μπροστά σε μια καταστροφή· ματιά ανθρωποκεντρική, χωρίς απαντήσεις σε ερωτήματα ευθύνης και πολιτικής το ενδιαφέρον των οποίων εκ των υστέρων μοιάζει κενό, έστω αδιάφορο μυθιστορηματικά. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για το Τσερνόμπιλ αυτό, είναι ένα μυθιστόρημα για κάποιους ανθρώπους που ζούσαν εκεί κοντά στις 26 Απριλίου 1986.