Πότε θα ηρεμήσω ο ταλαίπωρος, δεν ξέρω.
Δε με φτάνει η κρίση, το κοπέλι που κήρυξε απεργία πείνας, δικαιώθηκε κι αντί να μιλάει για τις σπουδές του υμνεί την αναρχία, και η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας που τη μετατρέψανε σε πολιτική σκακιέρα εις βάρος μας, μα, άξαφνα, φάνηκε ο Σήφακας, βρακοφόρος, με τα στιβάνια και το κροσσωτό κεφαλομάντηλο σφιχτοδεμένο, το ατζιδερό μουστάκι να στάζει πίκρα κι ανάμεσα τα σμιγμένα κατοχρονίτικα χείλη του ξεπετάχτηκαν κοφτερές, να με τσακίσουν, κουβέντες που μόναχα στα απροσκύνητα Κρητικά βουνά ακούγονται.
-Πε του, του πώς τον λένε, Ρίχτερ θαρρώ, πως για να μιλήσει για τσι Κρητικούς, του πρέπει να πλένει μ’ αθόνερο το στόμα του.
Πήρε ανάσα, συνέχισε.
-Όντε επολεμούσαμε εμείς, αυτόν τον βύζανε η μάνα του κι εξόν από κοντυλοφόρους και σβηστήρια, δε κατέει πράμα για τίμιο αγώνα με το μπέτι μπροστά και ξοπίσω τη σπάθα και το ντουφέκι. Κι άμα θέλει να γράψει, μήνυσέ του, για τη Μάχη τση Κρήτης, τση δικιάς μας μάχης που την εκάμαμε να βαστήξουμε ελεύτερα τα χώματά μας, θρησκεία, γυναίκες και παιδέγγονά μας, και ποτίσαμε τα βουνά με αίμα, πε του ανάθεμα τσι διαόλους, πως δε γράφεται με τσι φυλλάδες και τα ιντερνέτια, μα πρέπει του, να έρτει έπαέ, να ανέβει στα γκρεμνά και τα όρη, να ζήσει με τα μας, να κοινωνήσει, άμα τα καταφέρει, των Αχράντων Μυστηρίων, να ματώσει σα που ματώσαμε, κι υστερνά, πε του, το κουβεντιάζουμε.
Τον έβλεπα, ρίγη με διαπερνούσαν, περηφάνια ποτιζόμουνα κι αδύναμος, έτρεμα ομπρός το ανήμερο ετούτο θεριό. Και να δεις, δεν ήταν ένας. Ξεπροβάλανε απ’ τα ιερά τα χώματά μας κι άλλοι δυο τρεις που σταθήκανε πάνω σε μνήματα αγριεμένοι και θωρούσανε αψηλά. Πολύ αψηλά και βρυχήθηκαν λιγοστές λέξεις που τρόμαξα.
-Πού είστε μωρ’ αβλαστοί μας; Γιάντα κι αχαμνώσατε έτσα λογιώ;
Μα προχού τελέψει η κουβέντα τους ετούτη, σεισμός εγίνηκε, χαράκια γκρεμίστηκαν, στσι μαδάρες απάνω βρέθηκα κι έλιωσα, ξανεμίστηκα, σαν άστραψε απανωτά κι ευτύς γιόμισαν τ’ αγριοτόπια βρακοφόρους Κρητίκαρους, να τους βλέπω και να μου κόβεται η ανάσα. Έσκαγε η γης μωρέ κοπέλια και πεταγόντουσαν και ξαρμάτωτοι εστέκοντο καρφωμένοι στα χώματά μας τα ιερά, με γενειάδες κι αντί για μάτια είχανε ψυχές που στάζανε αίμα. Τση Κρήτης, μαθές, ήντο η ψυχή, γιατί, το κατέχετε καλλι’ από μένα, η Κρήτη, είναι θεριό που κείτεται ανάμεσα στα πελάγη κι ανασαίνει και χαίρεται σα βαδίζουμε σωστά και μουγκρίζει άμα λάχει και στραβοπατήσουμε.
Και τούτη τη φορά μουγκρητό φοβερό ακούστηκε.
Κι ο άμοιρος, κατάλαβα, λούφαξα, ένιωσα σαν το ανυπάκουο κοπέλι που παραστρατεί, με πήρε ένα παράπονο κι αρχίνιξα να κλαίω.
Σήκωσα στερνά τα μάτια κι είδα μιλιούνια τς άντρες να στέκονται σε μνήματα απάνω. Κι απόμεινα χωρίς φωνή, χωρίς ύλη.
Κι απορούσα. Πού βρεθήκανε τόσα παλληκάρια.
Τα κόκκαλα των προγόνων μας, μωρέ, που ντυθήκανε τις σάρκες τους να υπερασπιστούνε ξανά την πολύπαθη Κρήτη μας, αυτοί ήντουσαν.
Κι υστερνά, ούλα σβήσανε κι απόμεινα με το Σήφακα αντικριστά, χωρίς να ξέρω αν ήταν κι αυτός πραγματικότητα, φαντασία ή όραμα. Κι αυτός ο γεροδρύς, μου ‘δωκε διάτα.
-Γράψε, για τα ρεζιλίκια που θωρώ.
Ξανάστραψε, χάθηκε κι αυτός όπως χάθηκε τότε, στις 5 του Μαΐου όταν με ένα μαχαίρι και το βοσκοράβδι του υπερασπιζόταν την ελευτερία της πατρίδας μας.
Κι έρχεται τώρα ένας απ’ αυτούς τους εισβολείς, ή σπόρος αυτωνώνε, να προσβάλει τον Κρητικό αμυντικό μας αγώνα ενάντια στον σιδερόφραχτο εισβολέα.
Και χειροκροτούν μωρέ.
Μα δεν είμαστε καλά κύριε Ρίχτερ με τις ιστορικές κι ουσιαστικές ανακρίβειες που αραδιάζεις σε ένα βιβλίο που μόνο ο τίτλος του βρωμαίζει την ιστορία και τη λεβεντιά του νησιού, της Ελλάδας ολάκερης.
Και καλά. Θα μου πεις, Γερμανός είναι, αλλόεθνος, αλλόθρησκος, κάνει αυτό που του προστάζουν, αυτό που του αρέσει. Δεν μπορούμε να τον φρενάρουμε.
Αμ οι σεβαστοί πανεπιστημιακοί πατέρες μας, αυτόν διαλέξανε να τιμήσουν και να ανακηρύξουν επίτιμο καθηγητή;
Ελεος κύριοι. Δεν θέλω να πιστέψω πως, αλλιώτικα, περίεργα κίνητρα, σας οδήγησαν σε μια τόσο λαθεμένη ενέργεια.
Ακούστε τη φωνή της κοινωνίας που βαρυγκωμεί εις βάρος σας. Έχετε υποχρέωση να την ακούσετε αγαπητοί μου.
Και να αποκριθείτε. Μην κρύβεστε!
Φτάνουν τα πλήγματα που καθημερινά δεχόμαστε σαν έθνος. Φώς περιμένουμε από σας. Όχι το σκότος.
Κι αν εσείς κάνετε τέτοια λάθη, τι να σου κάνουν άλλες επιτροπές κι οργανώσεις που διευθύνονται από πρόσωπα όχι τόσο «λαμπρής» εμβέλειας;
Μήπως είναι κάποιο ξενόφερτο, υποχθόνιο σχέδιο να διαγράψουν οι φίλοι μας Γερμανοί τις οφειλές τους προς την Ελλάδα; Ή μήπως σχεδιάζουν να ζητήσουν αυτοί αποζημίωση; Τίποτα δεν αποκλείεται στον κόσμο που ζούμε.
* gkamvysellis@yahoo.gr