Για ιδές περιβόλι ν όμορφο, για ιδές κατάκρυα βρύση,
στο περιβόλι μας τ’ όμορφο
κι όσα δεντρά ‘μπεψεν ο Θιός μέσα ‘ναι φυτεμένα
φυτεμένα στο περιβόλι μας μέσα ‘ναι φυτεμένα
στο περιβό, στο ώριο περιβόλι μας τ’ όμορφο.
Κι όσα πουλιά πετούμενα μέσα ‘ναι φωλεμένα
στο περιβόλι μας, στ’ ώριο περιβόλι μας τ’ όμορφο.
Μέσα σε κείνα ντα πουλιά ευρέθ’ ένα παγώνι, το παγωνάκι μας,
ευρέθ’ ένα παγώνι στο περιβό, στο ώριο περιβόλι μας τ’ όμορφο.
Και χτίζει τη φωλίτσα ντου σε μιας μηλιάς κλωνάρι
το παγωνάκι μας, σε μιας μηλιάς κλωνάρι
στο περιβό, στ’ ώριο περιβόλι μας τ’ όμορφο.
Από τους παλιούς παλιό
Αρνάσαι πως μ’ εφίλησες κι έπιασες τα βυζιά μου
κανακά – μοσκοκανακάρη μου, κατσουλέ,
χήρας υγιές πλανόμαστε, κατσουλοπαιγνιδόματε.
Μ’ όσες φορές μ’ εφίλησες κι έπιασες τα βυζιά μου
τόσα μαχαίρια δίστομα να μπούνε στην καρδιά σου
κυράς υγιές πλανόμαστε κατσουλέ, κατσουλοπαιγνιδόματε
τόσα μαχαίρια και σπαθιά.