Άντρες, γυναίκες και παιδιά, τση Κρήτης αντρειωμένοι,
τση Λευτεριάς τη Ρήγισσα ήρθανε να σκλαβώσουν,
βροντά κι αστράφτ’ ο ουρανός κι η θάλασσα βρουχάται,
τα όρη αναταράσσονται και τα βουνά βροχούνται
κι ο Διγενής σέρνει φωνή απού τον Ψηλορείτη:
– Απού ‘χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίσκει.
Ριζίτικο
Ίντα ‘ναι η μονομέριαση στσ’ Αράδαινας τη μπάντα
κι αγκομαχά ο φάραγγας και τα βουνά βογκούνται.
Αραδαινιώτες ήρθανε πάλι να γνωριστούνε
πάλι να σμίξουνε καρδιές κι αδερφοκτοί να γίνουν,
τ’ Αστράτηγου ‘ναι η γιορτή τ’ Αστράτηγου ‘ναι
η σκόλη, μεγάλη μέρα των Σφακιών.
Μαντινάδες
Παιδιά κι ανέ τζη γύρισα τσι όμορφες Μαδάρες (έρημες)
μ’ από Σφακιά κι απ’ Ομαλό τση Σαμαριάς τσι τόπους
και στη κορφή Μελινταού που φαίνετ’ ούλη η Κρήτη
έκατσα να ξεκουραστώ να μου βγορίσ’ ο κόσμος.
Λεβέντης είσαι φίλε μου λεβέντικα χορεύεις
λεβέντικα πατείς τη γης και δεν τη κοροϊδεύεις.
Ευχαριστώ σου φίλε μου σ’ αυτή τη μαντινάδα
και να ‘χεις την υγεία σου και να τη λέεις πάντα.
Πω! Πω! Ριζιτη μου μας έδωσες κουράγιο πάλι πολύ όμορφα και πολλές αναμνήσεις τις έχω γυρίσει τις Μαδάρες