Σε τούτονε τ’ αρχοντικό, σε τούτο το τραπέζι
τους Άγγελους φιλοξενούν και το Χριστό κερνούνε
και τη Παρθένος Παναγιά γλυκά τηνε φιλούνε.
Πίσσα σκοτίδι και βροχή και άστραφτε και βρόντα
κι οι αστραπές μου φέγγανε τη νύχτα και πορπάτουν,
κι εγώ μου ‘ναι σε ραντεβού, μια λυγερή παρέα.
Κι εδώρισέ μου η λυγερή δυο μήλα μυρωδάτα
το ένα είχε έρωντα και τ’ άλλο είχε μάγια
και μ’ έβαλε τσ’ αγκάλες της.
Μαντινάδα
Πολλά ‘ναι τα τραγούδια μου θέλω να τα δωρίσω
θέλω να βρω ‘να μερακλή να του τα χαλαλίσω.
Τρεις χρόνοι πάνε σήμερο τέσσερις πορπατούνε
καλή καρδιά δεν έκαμα ούτε και θέλω κάμει,
για τη γλυκιά πατρίδα μας, τη ξακουσμένη Κρήτη
που ‘χε το Μίνω βασιλιά τον πρώτο νομοθέτη
τον πρώτο νομοκράτορα απου ‘καμε τσοι νόμους.
Στραθιώτης και πραματευτής σε στράτα πορπατούσαν
τραγούδιε ο πραματευτής και γρίκα ο στραθιώτης.
– Πες μου τραγούδι όμορφο, τραγούδι να μ’ αρέσει.
– Σαν ίντα θέλεις να σου πω;
Εγώ πολλές εφίλησα, ξαθιές και μαυρομάτες
μα σα τση χήρας το φιλί άλλο φιλί δεν είδα.
Τη συντροφιά σας χαίρομαι τη συναναστροφή σας
ήθελα νάναι μπορετό να ‘μαι πάντα μαζί σας.
Τ’ Αγιού Πνευμάτου ο δροσιός, τσι σβουριχτής αέρας
που μα σε μονομέργιασε πιτήδεια μου παρέα.