Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Ριζίτικα και “Νεοριζίτικα”

Με αφορμή το τελευταίο άρθρο μου στα Χ.Ν. (16.3.2015) για την έκδοση από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης του βιβλίου  “Άσματα λαϊκά Κρητών ή Συλλογή κρητικής ποιήσεως ποικίλης” από το Αρχείο Παύλου Γ. Βλαστού γνωστοί μου με ρώτησαν γιατί έγραψα ότι “ο χαρακτηρισμός «νεοριζίτικα» για συνθέσεις των τελευταίων δεκαετιών είναι άστοχος και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο” και επομένως δεν έχει νόημα η χρησιμοποίησή του.

Αν και είχα προσθέσει ότι “και αυτός ο όρος «ριζίτικα» έχει εισαχθεί (στη γνωστή τουλάχιστον βιβλιογραφία) εδώ και λίγες δεκαετίες”, θεωρώ σκόπιμο να γίνει εκτενέστερος λόγος για το θέμα αυτό.

Η προέλευση του όρου “ριζίτικα” σχετίζεται, όπως είναι γνωστό, με το ότι τα τραγούδια τα οποία χαρακτηρίζει εμφανίστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν και καλλιεργήθηκαν στα χωριά που βρίσκονται γύρω από τα Λευκά Όρη, στις υπώρειες ή “ρίζες” τους.

Με την πάροδο του χρόνου, και επειδή τόσο με το περιεχόμενό τους όσο και με τη μελωδία με την οποία ντύθηκαν συγκινούσαν και εξέφραζαν τους κατοίκους και άλλων περιοχών, εξαπλώθηκαν και στις πεδινές περιοχές, και πέρα από αυτές, καλύπτοντας κατά κύριο λόγο τους (σημερινούς) Νομούς Χανίων και Ρεθύμνου.

Ήταν τραγούδια του λαού, ανώνυμα, όπως συμβαίνει γενικά με την κατηγορία της λογοτεχνικής παραγωγής την οποία δηλώνουμε με τον όρο “δημοτικά τραγούδια”.

Συνδέθηκαν με την “τάβλα”, δηλαδή με συνεστιάσεις (συμποσιακά), και με τη “στράτα”, με κοινωνικές εκδηλώσεις κατά τις οποίες υπήρχε μετάβαση από περιοχή σε περιοχή.

Είναι αυτονόητο ότι τραγούδια (με μελωδία ή χωρίς αυτήν) δεν δημιουργούσαν μόνο των “ριζών” οι κάτοικοι.

Μέσα στη φύση του ανθρώπου είναι και το τραγούδι, γι’ αυτό το συναντάμε σε όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές.

Το τραγούδι όμως όσων κατοικούσαν σε “ριζίτικα” χωριά είχε κάτι το ξεχωριστό, που σχετιζόταν με την ιδιομορφία της δικής τους ζωής και με την ψυχοσύνθεση την οποία σταδιακά διαμόρφωσαν.

Ορεσίβιοι καθώς ήταν, είχαν να παλέψουν με την τραχύτητα της ζωής σ’ εκείνα τα μέρη αλλά και με κινδύνους που οφείλονταν στην ίδια αυτή ζωή που ζούσαν ή σε εχθρούς (και κατακτητές) οι οποίοι απειλούσαν ή και στέρησαν την ελευθερία των κατοίκων. Μέσα από όλα αυτά δοκιμάστηκαν και σφυρηλατήθηκαν το αδούλωτο φρόνημα, η αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία, η αγωνιστική διάθεση, η ανάγκη για σύμπραξη με τον διπλανό, η απόφαση για θυσία. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκαν και οι κοινωνικές σχέσεις και η διαπροσωπική επικοινωνία, και καλλιεργήθηκαν η συλλογική υπερηφάνεια και δράση και το ηρωικό πνεύμα.

Γενιές και γενιές ζυμώθηκαν με τα βιώματα αυτά, τα οποία στη συνέχεια εξέφρασαν και αποτύπωσαν στο τραγούδι τους.

Αν τα χωριά στα οποία ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονταν “ριζίτικα”, μας είναι άγνωστο αν, και από πότε, τα δικά τους τραγούδια είχαν πάρει αυτόν τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Μαρτυρίες από το παρελθόν δεν υπάρχουν – παρά μόνο για το αντίθετο: στις παλαιότερες συλλογές που περιλαμβάνουν αυτά τα τραγούδια οι συλλογείς χρησιμοποίησαν τον όρο “άσματα” (δημώδη) επηρεασμένοι ίσως από τη λόγια γλώσσα που ακολουθούσαν. Θα περίμενε όμως κανείς να παρεμβάλλουν σε κάποια σημεία και την ονομασία  “ριζίτικα” τραγούδια για τον πρόσθετο λόγο ότι τα τραγούδια αυτά που είχαν συγκεντρώσει ήταν καθρέπτης της γλώσσας του λαού.

Και δεν παρατηρείται αυτό μόνο στις συλλογές τραγουδιών αλλά και σε συγγράμματα λαογραφικού ή άλλου περιεχομένου στα οποία έχουν περιληφθεί και τραγούδια.

Για παράδειγμα, ο Παύλος Βλαστός στο βιβλίο του “Ο Γάμος εν Κρήτη” (1893) κάνει λόγο πάντοτε απλώς για “άσματα”.

Ο Ιωάννης Μαυρακάκης (1948) στη μελέτη του ”Ποιμενικά Δυτικής Κρήτης” χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο, “άσματα”, παράλληλα με τον όρο “(δημοτικό) τραγούδι”, τη στιγμή που χαρακτηρίζει “ριζίτικα” ορισμένα χωριά και “ριζίτικες” τις μαδάρες της Κυδωνίας και μιλάει για “Σφακιανοριζίτικα μέρη”. Ο Ι. Δ. Μουρέλλος στην Ιστορία της Κρήτης (1931) παρεμβάλλοντας τραγούδια σχετικά με τα γεγονότα που εξιστορεί τα προσγράφει στη “λαϊκή μούσα”. Ο Βασίλειος Ψιλάκης στην (δική του) Ιστορία της Κρήτης (1909) χρησιμοποιεί τον όρο  “άσματα δημώδη”, παραθέτοντας δε το τραγούδι “Πότε θα κάμει ξαστεριά” το χαρακτηρίζει “πολυφίλητον άσμα των Ριζιτών”.

Ο Αντώνιος Γιάνναρης (1876) και ο Αριστείδης Κριάρης (1909 και 1920), οι πρώτοι που ασχολήθηκαν συστηματικά με τη συγκέντρωση των τραγουδιών, χρησιμοποίησαν επίσης τον όρο “άσματα”.

Το 1935 η Ειρήνη Σπανδωνίδη εξέδωσε Συλλογή με τον τίτλο “Κρητικά τραγούδια. Σφακιανά ριζίτικα”. Στη σύντομη εισαγωγή τού βιβλίου έγραψε για τη συλλογή της ότι περιέχει “σφακιανά και ριζίτικα τραγούδια”, ενώ στο Λεξιλόγιο περιέλαβε την αναφορά “Ριζίτικα τραγούδια = τραγούδια απ’ τα ριζοχώρια, απ’ τις ρίζες”.

Δεν έχω υπόψη μου αν σε ποικίλα δημοσιεύματα (π. χ. σε εφημερίδες)  χρησιμοποιήθηκε ο όρος “ριζίτικα”. Εντόπισα όμως μικρό άρθρο στην εφημερίδα των Χανίων Νέα Έρευνα (24.11.1919, σελ. 2), όπου για δημοσιευόμενο τραγούδι αναφέρεται ότι είναι “από τα λεγόμενα ριζίτικα” (βλ. το άρθρο μου “Λαογραφικά Σύμμεικτα” στην Κρητική Εστία, τομ. 7, 1999, σελ. 137).

Συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων δείχνει ότι ο όρος “ριζίτικα” υπήρχε και ως χαρακτηρισμός, συγκεκριμένων όμως, τραγουδιών.

Ώσπου το 1956-57 ο Ιδομενέας Παπαγρηγοράκης εξέδωσε το βιβλίο “Τα κρητικά ριζίτικα τραγούδια” προβάλλοντας έτσι για πρώτη φορά τόσο καθαρά τον όρο “ριζίτικα”. Δεν παρέλειψε όμως να διαχωρίσει τα “καθαρώς ριζίτικα” από τις “ρίμες”και να τονίσει ότι τραγούδια “πολεμικά, ηρωικά και ιστορικά … δεν είναι ριζίτικα αλλά παγκρήτια”.

Παρατήρησε μάλιστα και εκείνος ότι “σε καμιά από τις παλιές συλλογές κι εκδόσεις των ριζίτικων τραγουδιών δεν αναφέρεται η ονομασία αυτή από τους εκδότες των.

Μ’ αυτό βέβαια δεν έπεται ότι η ονομασία τούς δόθηκε τα τελευταία μόνο χρόνια”.

Με βάση τα παραπάνω, που ενισχύονται από βιωματική πείρα αλλά και από τον κοινό νου, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα σε ποια  τραγούδια παραπέμπει ο όρος ριζίτικα.

Προφανώς, όχι σε όλα! Αν θέσουμε ως κριτήριο το αν ένα τραγούδι προοριζόταν να τραγουδιέται, επομένως συνοδευόταν από κάποια μελωδία, θα πούμε ότι στα ριζίτικα εντάσσονται λιγότερα από τα μισά (βλ. σχετικά τον Πίνακα με τις “μουσικές ομάδες” στις οποίες ανήκουν, στο: Σταμ. Α. Αποστολάκη, Ριζίτικα Τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης). Σαφέστερος όμως οδηγός είναι η ίδια η ονομασία τους, καθώς τα συνδέει με τον γεωγραφικό χώρο στον οποίο δημιουργήθηκαν και όχι με εσωτερικά χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η μορφή, η φρασεολογία, το περιεχόμενο, οι ιδέες και οι αξίες που εκφράζουν κ. ά. (προσφυέστατα ο Παπαγρηγοράκης διαχώρισε τα ριζοχώρια από την υπόλοιπη Κρήτη βάζοντας στη μια μεριά τραγούδια “ριζίτικα” και στην άλλη τραγούδια “παγκρήτια”).

Τα συνδέει επίσης, εμμέσως πλην σαφώς, με το χρόνο, για το λόγο ότι άλλη ήταν η κατάσταση στην οποία ζούσαν τα “ριζοχώρια” κατά το παρελθόν και άλλη σήμερα. Τότε από τους ανθρώπους πήγαζε τραγούδι καθαρό και αληθινό, ξεχείλισμα ψυχής γεμάτης παλμό, τώρα όλα έχουν ισοπεδωθεί από την επέλαση της σύγχρονης ζωής.

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να γίνεται λόγος για “νεοριζίτικα” προκειμένου να δηλωθούν στιχουργήματα της εποχής μας τα οποία δεν έχουν σχέση με τους παράγοντες που γέννησαν τα ριζίτικα;

Είναι αρκετό το ότι υπάρχουν και σήμερα (όπως υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν και στο μέλλον) ταλαντούχοι στιχουργοί, ακόμη και ποιητές, που γράφουν ακολουθώντας τον τύπο (δηλαδή εξωτερικά γνωρίσματα) των ριζίτικων τραγουδιών;

Έχουμε την εντύπωση ότι κλέβοντας μια ελκυστική ονομασία τιμάμε την παράδοση;

Θεωρούμε επιτυχία το να αντιγράφουμε, κακότεχνα πολλές φορές, πρότυπα που μας έχει κληροδοτήσει το παρελθόν πιστεύοντας ότι έτσι προσθέτουμε κάτι καινούργιο στο υπάρχον οικοδόμημα;

Υπάρχει όμως και άλλη πτυχή στο θέμα αυτό. Αν δηλαδή δεχτούμε ότι ο όρος ριζίτικα χρησιμοποιήθηκε από την αρχή της δημιουργίας των τραγουδιών αυτών, και ότι πάντως είναι πολύ παλαιός, πρέπει  να αναζητήσουμε ή στην ανάγκη να προσδιορίσουμε τα χρονικά όρια  (αρχή, τέλος) εντός των οποίων τοποθετείται η συγκεκριμένη ποιητική παραγωγή.

Να προσδιορίσουμε, κατά συνέπεια, και το χρονικό σημείο μετά το οποίο τα παραγόμενα τραγούδια δεν είναι πλέον “ριζίτικα” αλλά “νεοριζίτικα”.

Από το ότι εγχείρημα σαν κι αυτό δεν έχει βάση φαίνεται και η καταχρηστική και χωρίς  ουσιαστικό περιεχόμενο επινόηση του όρου “νεοριζίτικα”.

Επιπλέον, οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν  τα τραγούδια που συντέθηκαν π. χ. γύρω στο 1900 ήταν και αυτά “νεοριζίτικα” σε σχέση με όσα προϋπήρχαν!…

Σημειώνω πάντως ότι ο Παπαγρηγοράκης στη Συλλογή του περιέλαβε τραγούδια σχετικά με τον πόλεμο κατά των Γερμανών το 1941, χωρίς να τα χαρακτηρίσει “νεοριζίτικα”.

Ομολογώ πως δεν έχω καταγράψει είτε στη μνήμη μου είτε αλλού το πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η επίμαχη ονομασία.

Μου είναι επίσης άγνωστο ποιος την επινόησε.

Όμως, ό,τι και αν ισχύει για τα ερωτήματα αυτά, είναι φανερό πως έγινε απόπειρα να ακουμπήσουν κάπου σύγχρονες έμμετρες συνθέσεις, λες και βρίσκονταν στον αέρα.

Αυτό το “κάπου” βρέθηκε εύκολα και ήταν το παραδοσιακό ριζίτικο τραγούδι. Το ότι στα νέα αυτά τραγούδια υπάρχουν στοιχεία τα οποία οι δημιουργοί τους αντέγραψαν από τα παλαιότερα θεωρήθηκε “προσόν” και βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η παράδοση και η συνέχισή της. Αναρωτιέμαι όμως αν έχουν αυτά τα τραγούδια το χάρισμα της έμπνευσης και της πρωτοτυπίας, αν μπολιάζουν δημιουργικά τη συγκεκριμένη ποιητική παράδοση, αν, τελικά, έχουν τη δύναμη να συγκινήσουν όσους τα ακούνε, ώστε να γίνουν κτήμα τους.

Γιατί αυτό είναι κυριαρχικό γνώρισμα του λαϊκού πολιτισμού: το δημιούργημα του ενός γίνεται κτήμα της ομάδας, του συνόλου, και έτσι διαιωνίζεται.

Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί και το ότι στις μέρες μας στιχουργοί επιδίδονται συστηματικά στη σύνθεση, όπως τα χαρακτηρίζουν, “νεοριζίτικων”, τα οποία και τυπώνουν σε βιβλία ή δημοσιεύουν σε άλλα έντυπα ερχόμενοι έτσι σε κραυγαλέα αντίθεση με θεμελιώδες γνώρισμα των δημοτικών εν γένει τραγουδιών, δηλαδή με την ανωνυμία.

Για τη δημιουργία (και χρήση) του όρου “νεοριζίτικα” ίσως προβληθεί το επιχείρημα ότι  το πρώτο συνθετικό νεο- χρησιμοποιήθηκε για το σχηματισμό και άλλων παρόμοιων όρων, από τα παλιά ακόμη χρόνια: νεοανακτορική περίοδος, νεοδαρβινισμός, νεοθετικισμός, νεοκλασικισμός, νεοορθοδοξία, νεοπυθαγόρειος, νεοπλατωνικός, νεορομαντισμός, νεοφιλελευθερισμός κ.ά.

Όμως, το πρώτο αυτό συνθετικό (που το συναντάμε σε πλήθος σύνθετων λέξεων όλων των περιόδων της γλώσσας μας) “δηλώνει τις σημασίες: α)του πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου… β) του μεταγενέστερου, του καινούργιου, αυτού που έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές, του ανανεωμένου… γ) του νέου σε ηλικία” (βλ. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, έκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, τομ. 7, σελ. 384).

Τι άραγε από όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δηλώνεται με τον όρο “νεοριζίτικα”; Νομίζω τίποτε, για τον απλό λόγο ότι είναι όρος χωρίς περιεχόμενο, χωρίς εσωτερική σύνδεση και συνάφεια με τον προγενέστερο όρο “ριζίτικα” – δηλαδή μια απλή ταμπέλα, αχρείαστη μάλιστα.

Για να μην υπάρξει παρανόηση, τονίζω το ότι όσα έγραψα παραπάνω σχετίζονται όχι με την όποια αξία των καινούργιων τραγουδιών αλλά με τη σύνδεσή τους με τα ριζίτικα μέσω του νεολογισμού “νεοριζίτικα”.

Ίσα – ίσα που η ενασχόληση με τη σύνθεσή τους είναι γόνιμη πνευματική διεργασία όχι μόνο θεμιτή αλλά και ευπρόσδεκτη και επαινετή.

Καλό όμως είναι να μην παρασυρόμαστε άκριτα στην υιοθέτηση έστω και λέξεων / όρων, χωρίς προηγουμένως να ελέγχουμε τη σημασία τού υλικού το οποίο χρησιμοποιούμε και το αποτέλεσμα που τελικά προκύπτει.

*φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα