Μάνα πολλά μαλώνεις με κι εγώ θα φύγω θέλω
ε, ναι, να φύγω θέλεις, να πάω μάνα μου στα μακριά
κι εις τον αλάργο κόσμο, να κάμεις μήνες να με δεις
χρόνους να μ’ ανταμώσεις. Να ‘ρθούνε μάνα μου
οι γι Αποκριές και τω Βαγιών οι σκόλες,
να πάεις μάνα μου εις την εκκλησιά να κάνεις το σταυρό σου.
Θα δεις μανάδες με τσι γιους, γυναίκες με τους άντρες
και τότεσας θα θυμηθείς, θ’ αναστενάξεις και θα πεις
πως έχεις γιο στα ξένα, μάνα μου ένα γιο στα ξένα.
Μαντινάδες (από τους παλιούς) παλιές
Μποδίζω την αγάπη μας και μπόδιο είναι η φτώχεια
που με μποδίζει πάντοτε, συχνά τα πρωτοβρόχια.
Οτι κι αν φάω βλάφτηκε κι ότι κι αν πιω χαλάμε
τση προβατίνας το μερί ευρέθηκε φελάμε.
Εις του σπιτιού σου την αυλή μια λεμονιά ανθισμένη
τα λόγια σου δεν τα ‘κουσα σ’ όλη την Οικουμένη.