Γέρος και νιος εκάθουντο σ’ αρχοντικό κονάκι
κι ορμήνευέ ντου για πολλά, πολλά ορμήνευέ ντου.
– Γιε μου κι αμ πας στο καπηλειό και βρεις τους χαροκόπους
γύρω για γύρω του σκαμνιού την τάβλα να καθίζεις
με το καλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου.
Μαντινάδες
Το μερακλή τον άνθρωπο όλοι τον αγαπούνε
κι όπου περάσει και σταθεί ρωτούνε από πούναι.
Όταν σε πρωτοείδανε τα μάθια τα δικά μου
ήταν το στήθος μ’ ανοιχτό και μπήκε στην καρδιά μου.
Τάσσω σου Παναγία μου Γαβαλοχωριανή μου
λαμπάδα σαν το μπόι μου να βλέπεις τη καλή μου.
Πανεμορφο