Ριζίτικο παλιό
Τη συντροφιά σας χαίρομαι την αξιοτιμημένη
την άξια και την φρόνιμη και τη μπεγεντισμένη,
ζηλεύγουνέ ντην’ οι γι άρχοντες, ζηλεύγη ο κόσμος ούλος
μα σα ζηλεύγη μια ξαθή, γειά σου σγουρή και γειά σου ξη.
Με πήρ’ ο ύπνος κι έγειρα σε κρύο μαξιλάρι
κι ήρθε τ’ αϊδόνι της αυγής κι εγλυκοξύπνησέ με
ξύπνα κι εσύ καλό πουλί να κελαηδήσεις πάλι.
Ρίμα
Από την άκρη των ακριών ώστε να πα στην άλλη
έχουση ταύλες αργυρές στρωμιά μαλαματένια
ποτήρια με τις ερωθιές κι απού τα δει πλανάτε
ονιός πλανάτε, και πέρασ’ ένας βασιλιάς κι είδεντα
και πλανέθη ο νιός πλανέθη, χριστέ μην ήμουν
βασιλιάς χριστέ μην ήμουν ρήγας να πέζεφνα
να χόρεβγα με τη Παπαδοπούλα, να κάτσω
να χαροκοπώ ώστε να ξημερώσει.