Πουλάκι εκελάηδησε στου Γαλατά τον Πύργο
στση ματζοράνας τον ανθό – την κορφή
στου ροσμαριού τη φούντα – την τρούλα.
Δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ και σαν αηδόνι
μόνο κελάηδε κι ήλεγε και τη καρδιά, καρδιά μου πλήγωνε.
Ξενιτεμένο μου πουλί κι αλέργο μου γεράκι,
η ξενιθειά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Λαϊκό του παλιού καιρού
Θρέφεται ο πεύκος στα βουνά κι ο έλατος στο χιόνι
θρέφεται κι ένας νιος καλός σε μιας ξαθής αγκάλη.
Σέρνει σφιχτά αγκαλιάζει την κι από τη πλάτη πιάνει
τα δυο της μάγουλα φιλεί.
Αϊτέ που κάθεσαι ψηλά στ’ όρος το χιονισμένο
τρώεις το δρόσος του χιονιού, πίνεις νερό κατάκρυο
λαγό κι αν πιάσεις γεύγεσαι περδίκι και δειπνάς το, το περδίκι.
Φιλείς και κόρην όμορφη.
Κρήτη που σε πολέμησαν πολλώ λογιώ κουρσάροι
Σαρακηνοί κι Αγαρηνοί, Τούρκοι και Μουσουλμάνοι
και Ενετοί και Γερμανοί και όλους τους πολέμησες
θυσία σου μεγάλη.
Αθάνατο ριζίτικο