Η Γιαννάκαινα δεν είχει μπλιό ύπνο κι εστριφογύριζε ούλη νύχτα μα κι ανέ την ζάλιζε, κιαμιά φορά εθώριε όλο κακά ονείρατα για τον Γιαννό τση. Θαρρώ πως δεν ήτονε άλλο πράμα η έγνοια ντου θα με φάει εσκέφτουντανε συνέχεια ετσά που επιενοερχόντανε στσι δουλιές τσι πέρα πόδες με ταμάχι απού προτού να ξημερώσει. Τα’ άστρα ήτονε ακόμης στον ουρανό κι ευτή ήτανε ξυπνημένη και καταχτύπα σαν το καταχανά, για να τα προλάβει ούλα πριχού τη καμπαντήσουνε.
Αχι κι όφου μωρέ Γιαννιό μου έλεγε και ξανάλεγε φωναχτά κι απού μέσα τσι, ηντάχεις παθομένα ροδαρά κι αποφάνησή μου, και μαράθηκες έτσιδά λογιός. Σφαλίζει τη πόρτα μας το μαράζι που σέχει βρομένο θαρρώ πως θα χτικιάσει και μένα δεν θα του γλιτώσω. Παναγία Παρθένα μου τσι ομορφάδες του καλοκαιριού να μην τσι θωρεί κι ούλη μέρα κάθετε κάτω απ’ την μουρνιά αφανόλαλος και μόνο όντε του φωνιάζω για φαΐ γλακά σαν το ζεματισμένο και φαίνετε πως το κατεβάζει κι αμάσητο απού το ζόρεντου και ξελιγομένος, κάνει σαν να μην εξανάδε φαΐ. Θε μου κι ηντάνε ο συλλογισμός ντου. Σ’ ότι και να του λέω είναι σαν να μην με θωρεί σαν νάναι κουφός, πράμα δεν χαμπαριάζει αλλού κι αλλού είναι ο νούς του.
Πως θα τα βγάλω η κακομοίρα πέρα με τόσανά βάσανα και τόσεσάς δουλειές; ούλα μου τα παράδοκε για τίποτις μπλιό δεν ανανογάτε κι ούτε για πράμα δεν μπατσιάρετε. Παιδιά θε μου ήθελα και να κάτεχα που διάει κι όντεν εξαφανίζετε απού μπρος μου ετσά στα καλά καθούμενα σα να τον έχει κι η γης καταπιομένο. Όι μωρέ Γιαννιό μα κακά θαν’ είναι τα ξέτελα μας με τούτανά τα νοικοκεράτα που κάνεις ούλα επιενοερχόντανε στο νούτσι συνέχεια την αναφαίρνανε και τσι διώχνουντανε να πάρει των αμαθιών τσι, μα τονέ λυπούντανε κι όλας το παντέρημο κι έκανε υπομονή χωρίς κι η ίδια να κατέει που τη έβρισκε. Εθώριε τσι ανθρώπους ξέγνιους να χαίρουντε την ζωήντονε το καλοκαίρι, ν’ αποσπερίζουνε, να γλεντούνε, να κάνουνε πολλών των λογιό ξεφάντωσες, να πιενόρχοντε στο γιαλό κι ευτηνής δεν έλεγε να σκάσει τα χείλι τσι απού την αγωνία κι απού τσ’ ανάλωσες. Ετσά που θώριε τσ’ ανθρώπους να πιενόρχουντε στα σοκάκια και να χασκογελούνε. Θε μου έλεγε και Παναγία μου κι ηντάνε τούτανά που με βρήκανε. Δεν εμαντάλωσε ο Γιαννιός μόνο την πόρτα μα και την ψυχή με την καρδιά μου μ’ ετσά που πράττει. Πάνω π’ αποσιάξαμε τα κοπέλια μας, απάνω πούπρεπε κι εμείς να’ νασάνουμε και να χαρούμε τσι κόπου μας, μας τα ξαναστρόφισε ούλα ο Θεός. Μιαν ημέρα η Γιαννάκενα αφουρλαντισμένη ετσά που θώριε τσ’ ανθρώπους να χαίρουντε κι ευτή να μην κατέει που να δώσει εσίμωσε του Γιαννιό και μιά με τ’ άγκριγιο και μια με το ήμερο τον ερώτα. Ήντά’ χεις; σου κάμανε πράμα; πονείς ποθές; σε φοβερίσανε; Γιάντα είσε ετσά λογιός μαραμένος; ήντα σεγκλέτια σε καίνε; Πες μου μπορεί ν’ αλαφρώσεις και να γαήρεις στα συγκαλά σου για δεν είναι ζωή ετούτηνά που κάνουμε. Γη με περιπαίζει, ετούτοσές ο άνθρωπος και με τυραννά, εσκέφτουντανε ορισμένες φορές ετσά που εθώριε να παιγνιδίζουνε τα μάθια ντου οντέν επαιρνούσανε απού μπρος του και σισοραδούσανε οι τουρίστριες. Είναι κι όλας λοδά ντίπης γδυμνές και ξυπόλητες μ’ ένα ψιχαλάκι πανί που τονέ χώνει λίγα – λίγα τα’ απόκριφάντονε. Είναι όμως ναζιάρες, όμορφες, πασίχαρες, ξανθιές, οι παντέριμες, καλοζωισμένες και κουζουλαίνουνε ούλους τσι μιτσομέγαλους άντρες απ’ όπου περνούνε. Μόλις έρθουνε η πρώτηντονε δουλειά είναι να ζευγαρώσουνε με τα χωριανάκια μας, να βγάνουνε αράδα φωτογραφίες, να γλεντούνε, ολημέρνιος τσι μέρας με τσι νύχτας, να καλοπερνούνε κι’ απόης μιά πρωινή να γκάβουμε χαρούμενες κι αμέριμνες. Όι εμένα θα μοιάζουνε απού βολοκοπώ, απού τα’ αποδιαφώτισμα κι ώσπου να φέγγει ο Θεός και να καρκατσελίζω χωρίς στεμό σαν και τη σβούρα. Γιαννιό θαν’ αλλάξω κεφαλή, γροικάς, δε γροικάς, θα δώσω των αμαθιών μου και χτύπα τη κεφαλή σου δεν είναι ετούτηνέ ζωή που κάνω να σ’ έχω μόνο να κάθεσε κάτω απ’ τη μουρνιά να βγορολωγάς μα κι ορισμένες φορές να χάνεσε χωρίς να μου δίνεις λογαριασμό και δίχως να κατέω πούνε η εντουρά σου και γω ν’ αγωνιώ να χάνουμαι και να θαρρώ πως θα τριπηδήξει όξω να φύγει η καρδιά μου. Δώσε μου Θέ μου φώτιση να τόνε κουλαντρίσω. Σαν το σφανταγμένο μου φαίνετε όπως είναι ετσά λογιός που δεν ανανογάτε που πατεί και που βρίσκεται. Θα του φέρω καμιάν ημέρα τον παπά να τονέ λουτρουήσει μπορεί να θέλει ο Θεός να γαήρει να σιάξει και να πάψει να με παιδεύει ετσά λογιός. Μιαν αργαδινή ετσά που κάθουντανε οι δυό ντονε στην αυλή που’ χε δροσινάδα, αποστεμένη και εφτός αφανόλαλος σαν να’ χε πιωμένο το αμίλητο νερό εστριφογύριζε ο νους τσι σ’ ούλα τα πρώτα ντονε και σε τουτανά τα καινούργια που υπόφερνε. Μιας κοπανιάς την ώρα που εβολιτέρνανε πέρα, πόδες, πατούλιες, πατούλιες, οι ξένες τον έπιασε με μια ξαμθομάλα να κάνει παράξενα σχέδια. Με μιας ο νους τσι εξαναστρόφισε και για να μην τη θωρεί κιανείς έγκαψε μέσα κι άρχιξε να κοπανίζεται και να γούζιεται για τα καταντήματα τ’ άντρα τσι. Παναγία μου έλεγε και ξανάλεγε ήντα τονέ σπρώχνει η μοίραντου να κάνει, βούκινο θα γενούμε. Το μωροπαίδι του γουστάρισε; Μ’ ετσά χάλια απούχει; γι’ αυτό είναι ετσά ξελωΐσμένος; Ετούτανά τα θυληκά είπανέμου πως στη θάλασσα κολυμπούνε ντίπης τσίτσιδα και έχουνε τροζάνει ούλους τσ’ άντρες και των ακλουθούνε ξελωισμένοι σαν τα σκυλάκια. Πρέπει ετούτεσάς οι κοπελοπούλες τονέ κουζουλάνανε και το Γιαννιό μου… Έχειντα χαϊμένα εδά, ετσά λογιός που πράτει, θα μας σε πάρουνε ούλοι στο μασκαραλίκι ανέ καταλάβουνε ηντά’ χει. Στεμό δεν θαν’ έχουμε απού τα περιπαίσματα. Η Γιαννάκενα δεν έλεγε να μερώσει, δεν έλεγε πράμα του Γιανιό, μα δεν τον άφηνε κι απού τα μάθια τσι. Όντεν εχάνουντανε όμως σαν νάνοιγε η γης και τονέ κατάπινε δεν εμπόριε να βρει που ήτονε τριπομένος και ηντάκανε ετοσινά πολύ ώρα άφαντος. Μα δεν θα μπω εδά Θε μου κι όλας να του συνορίζομαι στσι λολάδες του. Θα’ ρχίζω κι εγώ να μην τονέ σωντηρώ θα κάνω τσι δουλειές μου και δεν θα τονέ λογαριάζω κι όπου το βγάλει η βράση Όσκες θα κάτσω να του συνορίζομαι να με κουζουλάνει , κιόλας να με περιπαίζουνε οι ανθρώποι κι απού πάνω. Εδά είναι αρχές τ’ Αυγούστου ίδια αύριο θα πάω στο γιαλό στη κολύμπα να λούσω τσι προβατίνες κι ας είμαι και μοναχή μου. Δεν θα με κουράσουνε γιατί μόνο η μιλιά τονέ λείπει. Σαν έφταξε η γι’ ώρα μαζί με τσι προβατίνεστσι, επήρε το δρόμο για τη κολύμπα. Σ’ ούλη τη στράτα εσκέφτουντανε πως θανέβαναι κι ευτή τα πόδια τσι στη θάλασσα να ξαμουδιάσουνε και να’ λαφρώσουνε λίγα λίγα. Σαν έλουσε τσι προβατίνες και τσι’ καμε κουργιάλι τσ’ αμόλαρε για να βρούνε πράμα να φάνε. Αποχαυνομένη έκατσε απάνω σ’ ένα χαράκι κι ευτή με τα πόδια τσι μέσα στο νερό για να τσι τα μαγληνίσει και να τσι τα ξεκουράσει η θάλασσα. Εβάστα όμως και το σκοινί τσι προβατίνας συνέχεια σαν να’ χε προαισθήσεις για να μη τσι το πάρει κανένα κύμα. Χωρίς να σκέφτεται πράμα αγνάντευε τη θάλασσα όσπου εφτάνανε τα μάθια τσι. Όμως κάτι περίεργα τσουτσουρίσματα ακούγουντανε οπίσω απού τα κοχιαστά χαράκια. Άσκεφτα χωρίς να χάσει καιρό έβαλε τα λαλίνια τσι κι εσίμωσε περίεργη να δεί ηντάνε και ήντα εγίνουντανε εκειδά. Μα μόλις τσι βγορίσανε ευτοί, που ήτονε θεμένοι απάνω στην αμμούτσα, εσκοτείνιασε ο ουρανός κι εβγήκανε μονομιάς τα’ στρα μπροστά στα μάθια τσι κι’ επαιγνηδίζανε κι ας ήτονε μέρα ακόμης. Ο Γιαννός τσι, σαν το κοπέλι ετραπαλεύοντανε με την κοπελιά που εκάνανε νοήματα και δεν εγνωρίζουντανε. Χωρίς να τη πάρουνε χαμπάρι τονέ σίμωσε κι άρχιξε να τσι καταχτυπά μ’ ούλη τσι τη δύναμη με το σκοινί που’ χε και κέρκελο χωρίς στεμό, όπου έβρισκε και τονέ φώνιαζε κιόλας. «Εδά θα σα σε σοτερέψω εγώ κατά που σα σε στέκει». Κι οι δυόντονε αναλωμένοι εμπήκανε και γούζιουντανε και απουκιάς, αφού δεν είχανε ήντα θα γεννούσε επέσανε μπρούμητα για να μη τσι στραβώσει κιόλας, απ’ τα διαόλιά τσι με τοσηνά μάνιτα απ’ ούχε, να τσι καταχτυπά… Σαν τσίκαμε τ’ αλατσιού και τσι φλασκομούριασε κι αιματοκυλισμένους και τσίτσιδους τσι παραίτησε στη τύχηντονέ. Επήρε λαχανιασμένη κι απογοητευμένη τσι πραβατίνες τσι κι εξεκίνησε για τον δρόμο του γαερμού. Σ’ ούλη τη στράτα επαραμιλούσε σάνάτονε μεθυσμένη, σαν και νάχε πιομένο μια νταρμεντσάνα κρασί. «Ηντάνε οι ντροπές τα’ φέντη σας παιδιά μου, εσάς μόνο σκέφτουμε τη προσβολή και τη παραπόνεσι που θα σας σε φέρει ο αχάριστος… Όι μα και το κατώφλι μας δεν θα το ξαναπεράσει ο ξεμυαλισμένος. Ν’ ακλουθήξει ετούτη σας που τονέ γλύκαινε ετσά λογιός πρωτευουσιάνικα. Γι’ αυτό ευτός ελάλιε σα το κουζουλό και μέφαε ζωντανή… ο γεροντοέρωντας τονέχει τροζαμένο. Άντρα όφου κι άχι, άντρα δεν θανέχω μαθώς ποτές μου εγώ μπλιό η γιάτυχη.»
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Καμπαντήσουνε = με νίκησαν, δεν τις προφταίνω
Αφανόλαλος = αμίλητος
Χαμπαριάζει = καταλαβαίνει
Ξέτελα = τέλος
Μαντάλωσε = έκλεισε, κλείδωσε
Αφουρλαντισμένη = εκνευρισμένη
Χώνει – κρύβει
Ολημέρνιος τσι μέρας = όλη μέρα
Γκάβανε = φεύγανε
Καρκατσελίζω = ασχολούμαι με δουλειές συνέχεια
Βγορωλογάς = κοιτάζεις
Εντουράσου = η εμφάνισή σου
Κουλαντρίσω = να μπορώ να τα βγάλω πέρα
Ανανογάτε = καταλαβαίνει
Μιας κοπανιάς = μια στιγμή
Πατούλιες = παρέες
Περιπαίζματα = ειρωνείες
Λολάδες = τρέλες
Όσκες = όχι
Τσουτσουρίσματα = σιγανές ομιλίες
Ετραπαλευούντανε = ‘έπαιζαν
Σοτερέψω = φτιάχνω – κανονίσω απειλητική έκφραση
Φλασκομούριασε = πρήστηκε το πρόσωπό τους