Όταν ήμουν φοιτητής, πάντα περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία τα Χριστούγεννα.
Σπούδαζα στα Γιάννενα και η Καίτη Αγγλική Φιλολογία στην Αθήνα.
Έφευγα, έλεγα στη μάνα μου ότι πάω στο Πανεπιστήμιο και εγώ πήγαινα στην Αθήνα.
Πάντα λέγαμε με την Καίτη ότι τα Χριστούγεννα θα συναντηθούμε στα Χανιά.
Από την αγωνία μου κατέβαινα στην πόλη μια εβδομάδα πριν από αυτήν.
Ήθελα να νιώσω τον ίλιγγο της αναμονής της.
Αυτό στην αρχή μου άρεσε, αλλά στο τέλος κούραζε τα νεύρα μου.
Η Καίτη κατέβαινε πάντα την παραμονή των Χριστουγέννων.
Όταν είσαι ερωτευμένος, δύσκολα περνούν οι μέρες, αλλά οι έρωτες είναι για τους νέους.
Έτσι δεν είναι;
Όταν κατέβαινε η Καίτη έλαμπα.
Άντε τώρα από το πρωί να περάσει η ώρα για να συναντηθούμε το βράδυ.
Πιστεύω ότι τα Χριστούγεννα είναι μια νυχτερινή γιορτή.
Ειδικά όταν είσαι νέος, αμολάρεις το βράδυ.
Το βράδυ λοιπόν, κάναμε ατέλειωτες βόλτες στο λιμάνι και μετά στο μπαράκι για ροκ εντ ρολ, μέχρι σκασμού.
Η πόλη, το λιμάνι ήταν τότε μια ροκ εντ ρολ πόλη.
Όποια πόρτα κι αν άνοιγες, άκουγες να τζαμάρουν.
Στήνανε το γλέντι και στα σοκάκια και ήταν τόσο όμορφα, που μέσα στο κρύο χορεύαμε, πίναμε το βρισκούμενο, γελούσαμε.
Τα Χριστούγεννα είχαν νικήσει τη μοναξιά και η μάνα μου να λέει:
«Αύριο θα ‘ρθεις σπίτι;»
Α, ρε μάνα, έπρεπε να μεγαλώσω για να καταλάβω τι αξία έχουν τα Χριστούγεννα στο σπίτι, με λαϊκή μουσική…