Το “Ρόμα”, η νέα αμερικανομεξικάνικη ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν (σε σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία και μοντάζ) με το “Χρυσό Λιοντάρι” του φετινού φεστιβάλ Βενετίας, αναφέρεται στη “Ρόμα”, μια μεσοαστική συνοικία στο ιστορικό κέντρο της Πόλης του Μεξικού, τη δεκαετία του ’70.
Στην οικογένεια ενός Μεξικάνου γιατρού με τέσσερα παιδιά, εργάζεται, η Ινδιάνικης καταγωγής, Κλέο, ως οικιακή βοηθός. Στο οικογενειακό αυτό πλαίσιο, αναπτύσσεται το σενάριο της ταινίας, που λειτουργώντας αυτοβιογραφικά, είναι εμπνευσμένο, κατά 90%, από τις παιδικές αναμνήσεις του σκηνοθέτη, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος. Σ’ αυτά τα παιδικά χρόνια του σκηνοθέτη κυριαρχούν οι μνήμες των γυναικών (όπως της Κλέο), που τον μεγάλωσαν. Γι’αυτό και η Κλέο, ως οικιακή βοηθός, που φροντίζει, μεγαλώνει και αγαπά πραγματικά τα τέσσερα παιδιά, αναδεικνύεται η αληθινή ηρωίδα της οικογένειας, γιατί αντί να καλύπτει τις προσωπικές της ανάγκες, περιορίζεται στην φροντίδα της οικογένειας και στην αγάπη των παιδιών. Γι’ αυτό, στη συνέχεια, η ταινία ασκεί σοβαρή κριτική στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης, αλλά και στις διαφορές ανάμεσα στη μεσαία και στην εργατική τάξη, στην οποίαν ανήκει η Κλέο. Όλα αυτά παρουσιάζονται με περίτεχνη σκηνοθεσία, εικονογραφία και ασπρόμαυρη φωτογραφία (από τον ίδιο, το σκηνοθέτη του Gravity), με συγκλονιστικά επεισόδια και δρώμενα (στο δεύτερο μέρος της ταινίας). Όπως αυτό της σφαγής του Corpus Christi του 1971 ή τις ακροδεξιές δράσεις φασιστικών μορφωμάτων, που εμπλέκονται στην πλοκή του σεναρίου ή ακόμα και στη γέννα του εξώγαμου νεκρού παιδιού της Κλέο, από τη σχέση της με τον φασίστα σύντροφό της, λάτρη των πολεμικών τεχνών. Τέτοιες σεναριακές αναφορές θάλεγε κανείς, ότι είναι επηρεασμένες από τους δημιουργούς του Ιταλικού νεορεαλισμού (Φελλίνι, Βισκόντι, Ροσελίνι, κ.ά.), ως καθημερινές αφηγήσεις για τη Ρώμη, που στο φιλμ αυτό του Μεξικανού Α.Κουαρόν, καταλήγουν ακόμη και σε μελοδραματικές καταστάσεις, οι οποίες όμως εντάσσονται αρμονικά στο ψυχο-συναισθηματικό κλίμα της ταινίας. Αποδεικνύοντας έτσι ότι το “Ρόμα” που θα παίζεται στο ΑΤΤΙΚΟΝ, από τις 10 του Γενάρη, δικαίως πορεύεται προς τα Oscar, ως μια από τις καλύτερες ταινίες του 2018, μαζί με τους “Κλέφτες καταστημάτων” και τον “Ψυχρό πόλεμο” (βλέπε προηγούμενο σημείωμά μου στα Χ.Ν.) που επίσης προβλήθηκαν πρόσφατα στο ΑΤΤΙΚΟΝ.