Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

“Ρώτα το παραμύθι”

«Παιδιά που δεν συναντήθηκαν με τα παραμύθια θα τα βρει απροετοίμαστα η αγριότητα στη ζωή»
Πριν από μερικά χρόνια -θαρρώ 12- σε ένα ταξίδι μου στην ευνομούμενη τότε Συρία, ανάμεσα στα άλλα αξιοθέατα παντός είδους – αρχαιολογικούς χώρους, χριστιανικούς ναούς, κάστρα των σταυροφόρων -ένα πρωί μας πήγαν και σε ένα καφενείο.

Eκεί, στη μέση της σάλας, καθισμένος ένας κύριος με κελεμπία και φέσι, εν μέσω καφέδων, τσαγιών και ναργιλέδων,  μιλούσε και κάτι έλεγε. Είναι ένας παραμυθάς, μας ψιθύρισε συνωμοτικά ο ξεναγός μας και εμείς, μετά την πρώτη έκπληξη, καθίσαμε κοντά του κι αρχίσαμε να τον χαζεύουμε. Μια ιστορία έλεγε για μία Πεντάμορφη που κινδύνευε και για τον ιππότη που έτρεχε πάνω στο άλογό του να την σώσει. Και τι περίεργο.  Μιλούσε  στην γλώσσα του. Όλοι οι ξένοι που είμαστε εκεί παρόντες, Άγγλοι Γάλλοι, Πορτογάλοι και Έλληνες βεβαίως βεβαίως, πέρα από ένα σαλαάμ μαλέκουμ  δεν ξέραμε, ούτε καταλαβαίναμε άλλη λέξη στα αραβικά. Την ιστορία, όμως, της Ξανθομαλλούσας και του αγαπημένου της, την καταλάβαμε όλοι, και πολύ καλά μάλιστα. Και παρότι ενήλικες  και το αφήγημα  παραμυθένιο, το απολαύσαμε δεόντως.
Παραμύθι: μια σύντομη φανταστική ιστορία. Ή όπως λένε κάποιοι άλλοι μία αληθινή ιστορία που δεν έχει συμβεί ακόμα. Μια από τις αρχαιότερες μορφές λογοτεχνίες.   Προφορικό, λαϊκό και ανώνυμο στις απαρχές του, γραπτό και επώνυμο στις μέρες μας, πάντα με την ίδια ψυχαγωγική, παιδευτική και παρηγορητική διάθεση. Ένα  είδος  στο οποίο δεν υπάρχουν περιορισμοί ούτε καν από τους νόμους της φυσικής. Ούτε  δεσμεύσεις. Που δεν χρειάζονται εξηγήσεις για τίποτα. Εκεί που όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Εκεί που μόνο η φαντασία βασιλεύει. Οι ήρωες του μπορούν να πετούν ή να ζουν μέσα στην θάλασσα, να υπερνικούν τον χρόνο χωρίς πρόβλημα και χωρίς κανείς να αναρωτιέται το πώς. Μπορούν να μεταμορφωθούν, μπορεί ακόμα και να πεθάνουν. Το κυριότερο. Μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια που τους βάζουν οι κακοί. Και στο τέλος ό,τι μα ό,τι και να γίνει, ακόμα και αν το παραμύθι δεν έχει αίσιο τέλος, θα απονεμηθεί η δικαιοσύνη.
Σήμερα το παραμύθι παρόλα τα σκαμπανεβάσματα που πέρασε, εξακολουθεί να ζει. Έχει βέβαια, μεταλλαχθεί. Άλλαξε κυρίως ως προς την ηλικιακή ομάδα στην οποία απευθύνεται. Έγινε είδος παιδικό. Οι ενήλικες στράφηκαν αλλού – είναι σοβαροί αυτοί, με παραμύθια θα ασχολούνται τώρα; Μόνο αυτά τα τελευταία χρόνια άρχισαν δειλά δειλά να ακούγονται κάποιες φωνές ότι μπορεί εξίσου καλά να αφορά και τους μεγαλύτερους. Ή όπως λέει ο Παναγιώτης, ο συγγραφέας μας, αυτούς που διαθέτουν παιδική ψυχή.
Σε κάποιες μελέτες που διάβασα αυτές τις μέρες είδα να αναφέρονται οι διαφοροποιήσεις μεταξύ του λαϊκού και του λόγιου παραμυθιού. Ότι δηλαδή στα σύγχρονα παραμύθια αποφεύγεται ο έντονα μαγικός κόσμος, οι πολλές αγριότητες, η ταξική κοινωνία. Ωστόσο, εγώ θα έλεγα ότι βεβαίως το παραμύθι έχει αλλάξει, όπως έχει αλλάξει και η εποχή μας. Εξακολουθεί,  όμως, να απηχεί  τις φοβίες,  τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του σύγχρονου παιδιού. Μέσα από το παραμύθι προτείνονται ιδέες και λύσεις. Βοηθά το παιδί να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τα προβλήματά και τα άγχη του. Το αποενοχοποιεί για τα όποια συναισθήματά θυμού και ζήλιας το διακατέχουν. Ταυτίζεται με τους ήρωές του και παίρνει δύναμη από αυτούς. Εκπαιδεύεται, μαθαίνει να βλέπει τα πράγματα ευρύτερα. Του ανοίγει νέους ορίζοντες. Και όπως λέει κι ο Παναγιώτης, «ρώτησε το παραμύθι» για να βρεις απαντήσεις στα ερωτηματικά και τα αδιέξοδα που σε απασχολούν
Οι επιστημονικές έρευνες υποστηρίζουν: Το σύγχρονο παιδί έχει πρόωρη πνευματική ανάπτυξη. Αυτό ακούγεται πολύ ωραία – α, τι καλά, το παιδί μας είναι πανέξυπνο από τα γεννοφάσκια του – αλλά έχει σαν  αποτέλεσμα να μικραίνει η παιδική του ηλικία. Πράγμα που σημαίνει, όπως λεν οι ειδικοί, πως οι νέες γενιές, αυτές δηλαδή που δεν έχουν υπάρξει παιδιά, θα είναι πιο δυστυχείς και οι νέοι αυτοί θα εξελιχθούν σε  πολύ σκληρούς ανθρώπους.
Ένας άλλος παραμυθάς, ο  Max Luthi, υποστηρίζει πως: Παιδιά που δεν συναντήθηκαν με τα παραμύθια θα τα βρει απροετοίμαστα η αγριότητα στη ζωή.
Πατήματα των κλασσικών παραμυθιών θέλησε να ακολουθήσει και ο Παναγιώτης με τούτο δω το πρώτο του πόνημα που έγινε η αφορμή να σμίξωμε απόψε. Τέτοια πρότυπα ξάμωσε. Και θα έλεγα τα κατάφερε πολύ καλά. Οι  τέσσερεις παραμυθοϊστορίες του, κάθε μια αλλιώτικη, μας προσφέρουν ψυχαγωγία και διδάγματα. Στην πρώτη την πιο παραμυθένια, την πιο παραδοσιακή, μας υποδεικνύει πως για να φτάσουμε στην γιορτή των παραμυθιών, ο δρόμος περνά μέσα από τα μονοπάτια των ονείρων, το λιβάδι της φαντασίας και το βουνό του χρυσαφιού, εκεί όπου η παιδική ψυχή φυλάει τα διδάγματα τους. Έτσι δεν είναι; Βασικό  συστατικό των παραμυθιών είναι  η φαντασία και το όνειρο. Και οι διδαχές τους μένουν φυλαγμένες μέσα μας…. ανεκτίμητος πλούτος σε όλη μας την ζωή..
Με μια ευρηματική και αιρετική θα έλεγα σύλληψη, παρουσιάζει τους ήρωες των παλιών παραμυθιών στο σήμερα – αλήθεια, εσείς πώς τους φαντάζεστε αυτούς τους παλιούς ήρωες; Ο Παναγιώτης πάντως έχει άποψη περί αυτού, πολύ ιδιαίτερη  και τους βάζει επιπλέον να διατυπώνουν την γνώμη ότι είναι σειρά νεότερων ηρώων να τους διαδεχθούν.
Στην δεύτερη, ο νεαρός Γιώργος που βιάζεται να μεγαλώσει και βλέπει υποτιμητικά οτιδήποτε «παιδικό», διδάσκεται ότι ποτέ δεν είμαστε τόσο μεγάλοι ώστε να μην μπορούμε να ανακαλύψωμε την μαγεία μέσα μας. Και η νεράιδα Μελιστίχη  μας μαθαίνει πώς να έχωμε αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.
Στην Τρίτη, οι αδελφοί παραμυθοκατασκευαστές  διαφωνούν για το ποιος από όλους τους είναι πιο σπουδαίος και απαραίτητος ώστε τα παιδιά να έχουν τις ωραιότερες ιστορίες. Στο τέλος, καταλαβαίνουν ότι για ένα υπέρτερο σκοπό αξίζει να θυσιάσεις το εγώ σου, καθώς και ότι ενωμένοι καταφέρνουμε περισσότερα και μεγαλύτερα.
Στην τέταρτη και λίγο ευτράπελη θα έλεγα, αφού μιλά για τη ζωή, διερωτάται για το πώς ενώ το ζητούμενο είναι πάντα να την καλυτερέψωμε, να την βελτιώσουμε, τελικά εξαιτίας του χαρακτήρα μας καταφέρνουμε να την κάνουμε πιο δύσκολη και χειρότερη. Δίνει, όμως, κι εδώ ο Παναγιώτης την ελπίδα ότι ακόμα και γι’ αυτήν τη μπερδεμένη και περίπλοκη κατάσταση, υπάρχει λύση. Μια λύση που δεν προέρχεται από την πεζή πραγματικότητα, ούτε από τα υλικά πράγματα που μπορεί να αποκτήσει κανείς, ούτε από τα τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου, αλλά από μέσα του. Από το από μέσα μας υλικό. Και μας δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε  να αλλάξουμε τον κόσμο. Να  τον κάνουμε καλύτερο, ειρηνικότερο, λιγότερο σκληρό. Και να γίνουμε οι άνθρωποι ευτυχέστεροι.
Μέσα στον παραμυθένιο κόσμο του όλοι χωράνε, και τα παιδιά και οι νεράιδες και οι πριγκίπισσες και οι καλικάντζαροι. Ακόμα και τα  ομιλούντα ζωάκια. Ο τόπος τους; απέραντος. Από τις νεραϊδοσπηλιές, τα πριγκιπικά παλάτια, τα καλικαντζαροδάση ως την Κεφαλλονιά, ως το σπίτι μας, ως τον κόσμο ολόκληρο.
Μου  έκανε εντύπωση, όταν αντιλήφθηκα  ότι βάζει και κοντινούς του ανθρώπους μέσα στην ιστορία. Δίνει τα ονόματά τους στους ήρωές του, τους χρησιμοποιεί στις δράσεις του, στην ουσία τους κάνει κοινωνούς στο παραμυθένιο του σύμπαν. Κι είναι πολύ όμορφο αυτό το ανακάτεμα φαντασίας και πραγματικότητας.
Και όλο τούτο το οικοδόμημα το κάνει πιο ενδιαφέρον όταν βλέπεις πως ο δημιουργός του είναι ένας νέος άνθρωπος. Και χαίρεσαι να ανακαλύπτεις  ότι εν μέσω δύσκολων και χαλεπών καιρών κάποιοι δεν το βάζουν κάτω, αποφεύγουν τις εύκολες λύσεις της πεπατημένης και προσπαθούν. Το κυριότερο: Δημιουργούν καινούργια, ενδιαφέροντα και  όμορφα πράγματα.

Χαίρομαι που βλέπω πως ο Παναγιώτης πάτησε πάνω σε παραδοσιακούς δρόμους για τούτη δω την δημιουργία του. Τα παραμύθια του, χωρίς να είναι παρωχημένα, διαθέτουν όλα τα βασικά υλικά της παλιάς πετυχημένης συνταγής. Ψυχαγωγούν,  διδάσκουν και λειτουργούν θεραπευτικά.
Ρώτησε κάποτε μια νεαρή μαμά τον Αϊνστάιν τι θα μπορούσε να κάνει για να προετοιμάσει καλύτερα τον πεντάχρονο παιδί της για το σχολείο και τη ζωή.
Ήρεμος και χαμογελαστός, ο μεγάλος φυσικός της απάντησε: «Να του λέτε παραμύθια». «Καλά τα παραμύθια, του λέω. Αλλά τι άλλο;» απόρησε η νέα μητέρα. «Πολλά παραμύθια» επέμεινε εκείνος. Και όταν η μητέρα ρώτησε τρίτη φορά, κάπως δύσπιστα: «Καλά, εντάξει, αλλά και τι άλλο;», ο Αϊνστάιν είπε: «Δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο. Μονάχα κι άλλα παραμύθια. Πάρα πολλά παραμύθια».
Περιδιαβαίνω στο διαδίκτυο. Άπειρες σελίδες αναφέρονται στο γιατί είναι χρήσιμο και αναγκαίο να διαβάζουμε παραμύθια. Γιατί οξύνεται η φαντασία του παιδιού, η συναισθηματική του νοημοσύνη, γιατί εξελίσσεται λεκτικά, γιατί μαθαίνει την αξία της ηθικής, γιατί ευαισθητοποιείται απέναντι στους διαφορετικούς ανθρώπους, στην φύση, τα ζώα, το περιβάλλον, μαθαίνει ότι και άλλοι – οι παραμυθοήρωες – έχουν  βάσανα όμοια με τα δικά του και ότι μπορεί να τα αντιμετωπίσει το ίδιο καλά με αυτούς. Μαθαίνει να διαχειρίζεται δύσκολα θέματα όπως  η απώλεια κι ο αποχωρισμός.
Όλοι αυτοί οι λόγοι ισχύουν. Και άλλοι τόσοι. Και άλλοι, άλλοι τόσοι.
Και πώς μπορούμε στην εποχή μας της τεχνολογίας, της ταχύτητας, των κινητών και των υπολογιστών να βρούμε χρόνο για να διαβάζουμε παραμύθια στα παιδιά μας; το κυριότερο. Πώς να τα πείσουμε ότι τα παραμύθια δεν αφορούν μόνο τους μικρούς;  Ότι  μας αφορούν όλους και να συνεχίσουν να διαβάζουν και τα ίδια μεγαλώνοντας;
Νομίζω, μόνο μυώντας τα από νωρίς στην μαγεία των παραμυθιών. Μόνο ανακαλύπτοντας  όμορφα παραμυθοκείμενα σαν τα σημερινά,  του Παναγιώτη, που θα τα καταφέρουν και θα ξελογιάσουν τους αναγνώστες τους και θα τους κρατήσουν κοντά τους για πάντα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα