Χρόνια πολλά σε μια πλαγιά
είν’ ένα παλληκάρι
κοιμάται δίχως να ξυπνά
στ’ αμάραντα λουλούδια.
Μυρτιές με δάφνες ρίζωσαν
κι εσκέπασαν τα κάλλη
του ήρωα που χάρισε
με λεβεντιά τα νιάτα.
Που η πατρίδα ξέχασε
στη μάνα να το πάει
να το τιμήσει στοργικά
να το μοιρολογήσει.
Ν’ ανάβει το καντήλι ντου
να χαίρεται να κλαίει
να νιώθει και περήφανη
για τη μεγαλοσύνη.
Του γιου τση που τον έστειλε
μ’ όνειρα να γυρίσει
περήφανος και λεύτερος
τση δόξας παλληκάρι.
Το χάδι τση μάνας το στερνό
δεν το ‘χει συντροφιά ντου
και το πικρό το δάκρυ τση
τη δόξα δεν ποτίζει.
Ρωτώ σε παλληκάρι μου
ανέ παραπονάσε
πού μεινες δίχως όνομα
κι άθαβος δοξασμένος.
Ρωτώ σε παλληκάρι μου…