Έγερνε ο ρήγας τ’ ουρανού για την ωραία του δύση
τον πορφυρό μανδύα του φορώντας το λαμπρό
κι η σκέψη μου φτερούγιζε για να σε συναντήσει
γιατί απ΄ όταν έφυγες γκρίζο ουρανό θωρώ.
Τον κάβο* οι ναύτες έλυναν απ΄ τις μικρές τις τράτες
για ν’ ανοιχτούν στο πέλαγος και τούτη τη βραδιά
και η ψυχή μου ακλούθαε τις μακρινές τους στράτες
ποθώντας να βρεθώ γοργά στην πλάνα σου αγκαλιά.
Η θάλασσα απλωνότανε γαλήνια πέρα ως πέρα
κι από κλαδάκι σε κλαδί πετούσαν τα πουλιά
κι ενώ ανταμωνότανε η νύχτα με τη μέρα
έρημος βράχος έμοιαζα στην έρμη ακρογιαλιά.
Και μ’ ήβρε η νύχτα η μάγισσα στης θάλασσας την άκρη
με τ’ άστρα κουβεντιάζοντας – στολίδια- τ’ ουρανού
κι από τα μάτια μου έσταξε ένα πικρό μου δάκρυ,
γιατί είσαι τώρα αγάπη μου, στην αγκαλιά αλλουνού.
(Από την καινούργια ποιητική συλλογή “Του έρωτα αναστεναγμοί” )
* κάβος: χοντρό σχοινί