«Βαθιά στις ρίζες τους, όλα τα φυτά κρατάνε το φως…»
Γ. Σεφέρης
Οι μεταβατικές εποχές του χρόνου έχουν τη δική τους γοητεία.
Μόνο που καθώς φαίνεται μετρούν απώλειες στις μέρες μας, με συνέπεια τις πολύ θερμές μέρες που ζούμε κάθε Σεπτέμβρη.
Η ανάγκη διαφυγής από την πόλη εκείνες τις μέρες, σε συνδυασμό με μια ενστικτώδη νοσταλγία, με οδήγησαν στα ορεινά του Νομού Χανίων.
Κόντευε μεσημέρι όταν έφτασα σ’ ένα μικρό χωριό, όπου ζει ένας υπερήλικας συγγενής μου.
Είχα έναν χρόνο να πάω να τον δω και ήμουν έτοιμος να δεχτώ τα παράπονά του και να απολογηθώ.
Δεν κυκλοφορούσαν άνθρωποι στους δρόμους, αλλά αυτό δεν ήταν παράξενο με τέτοιο λιοπύρι.
Λίγο νερό έτρεχε ακόμη από μια βρύση, κι έπεφτε μέσα στη μικρή στέρνα αναταράσσοντας μαλακά, τα ήρεμα νερά της.
Ένωσα τις χούφτες των χεριών μου και ήπια αυτό το κρύο ανακουφιστικό νερό, με τη μεταλλική γεύση, που ερχόταν από τις δεξαμενές των βουνών για να παρηγορήσει τους διψασμένους, κι ύστερα να συνεχίσει ως τις ρίζες των ελαιόδεντρων λίγο πιο κάτω.
Μετά από μικρή πεζοπορία, έφτασα μπροστά σ’ ένα γνώριμο μεταλλικό πορτάκι βαμμένο με σκούρο πράσινο χρώμα.
Έσπρωξα λίγο και πέρασα στην πλακόστρωτη αυλή που ήταν καταστόλιστη ως συνήθως, με γλάστρες γεμάτες βασιλικούς και γεράνια.
Τότε είδα τον γέροντα.
Κοιμόταν ήρεμα, ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα στον ίσκιο της κληματαριάς.
Μια καράφα με λίγο νερό ήταν στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα του.
Πλησίασα αθόρυβα, προσέχοντας να μην ταράξω τη γαλήνη του.
Κοιμόταν με το κεφάλι γερμένο ελαφρά στον ώμο.
Κάπου – κάπου σάλευε τα χείλια και τα φρύδια του.
Ποιες εικόνες άραγε να ενοικούσαν στα όνειρά του;
Μπορεί ανάμεσα σ’ αυτές να ήταν και του παππού μου, του εξαδέλφου του, να μαζεύουν τις ελιές ή να νεροβροχιάζουν τα κάστανα.
Το πρόσωπό του σκαμμένο με άπειρες ρυτίδες και με μια πυκνή λευκή γενειάδα, έδειχνε υγιέστατο.
Το σώμα του ήταν λεπτό, με μεγάλα χέρια, που τα χοντρά τους δάχτυλα μαρτυρούσαν τον αγρότη.
Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια.
Με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να κατατάξει την εικόνα μου ανάμεσα στις αναμνήσεις του.
«Ο Νίκος είσαι, ο γιος τσι Ελένης».
«Όχι δεν είμαι ο Νίκος».
«Δεν σ’ ακούω γιε μου ήντα πες;»
«Οχι θείο δεν είμαι ο Νίκος», επανέλαβα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου.
« Ε , τότε θα είσαι ο Ευτύχης κι ήρθες από την Αμερική. Είσαι πολλή ώρα;»
«Θυμάσαι τον ξάδερφό σου που έπαιζε λαούτο; Ο εγγονός του είμαι».
Εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του γέροντα έγινε ακόμη πιο διαπεραστικό.
Ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και με περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω.
Άραγε θα μου ζητούσε κάνα χαρτί ή να του ανοίξω το στήθος μου και να του δείξω την καρδιά μου;
«Μαρία» φώναξε.
Στην πόρτα του σπιτιού πρόβαλε ντυμένη στα κατάμαυρα μια γερόντισσα.
«Καλώς τον», πρόλαβε να πει καλοσυνάτα αλλά ο γέροντας ξερόβηξε κι ύστερα σαν σύγχρονος Αλκαίος είπε το πιο ωραίο ποίημα, το πιο ωραίο τραγούδι που άκουσα αυτό το καλοκαίρι.
«Γυναίκα φέρε κρασί, γιατί μας ήρθε ένας καλός συγγενής και φίλος».
Με πλησίασε με τα χέρια του διάπλατα.
Λίγες ώρες αργότερα, το απογευματάκι, ανοίγοντας το πράσινο πορτάκι για να βγω έξω στον δρόμο της επιστροφής , ήθελα να προσκυνήσω κάθε δέντρο, κάθε σταγόνα λάδι, κάθε γουλιά κρασί, κάθε σβησμένο χνάρι, κάθε τραγουδισμένη μαντινάδα, κάθε ηλιοβασίλεμα, κάθε μαντάτο που ήρθε από μακριά, κάθε γράμμα που σταμάτησε να’ ρχεται γιατί έτσι είναι η άτιμη η ζωή, κάθε σιωπή που παρατάθηκε ώσπου να παγιωθεί η απόλυτη αποξένωση.
Ένοιωθα σαν να έκλεινα ένα κύκλο και βρισκόμουνα πάλι στην αρχή.
«Αυτές είναι οι ρίζες μας οι ζωντανές αξίες μας», έλεγα με το νου μου οδηγώντας το αυτοκίνητο στον πολύστροφο δρόμο για τα Χανιά.
Ευτυχώς που ακόμη δεν έχουν ξεριζωθεί εντελώς.
Μπορεί να είχε δίκιο η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου όταν έγραφε ότι, «οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι να επιστρέφουμε σ’ αυτές».
Όμως χορταίνει η καρδιά σου με μια γουλιά κρασί, στην αυλή των αναμνήσεων.
* καθηγητής – φυσικός
Mpravo toy kyr. Drakaki , makari oloi na aisthanomastan etsi mprosta stis “mikres xares ” tis zohs mas ,gnisia atofia agapi kai ektimisi gia toys suggenis mas, to perivalon kai tin paradosi mas hthh kai ethima Eyge!!!!!!!!!!
Στου Μανόληγ Δρακάκη το λόγο, η απόλυτη ακρίβεια των φυσικών νόμων δοσμένη με την απλότητα της ζωής που φέγγει αδυσώπητα σεμνά μέσα στο χάος που σηκώνεται αργά μα σταθερά γύρω μας. Πού θα πάει, ο λόγος του μανόλη θ’ ακουστεί.