Σ’ έστειλε ο Θεός στη γη τον κόσμο για να σώσεις και την ψυχή με το κορμί να του αφιερώσεις.
Ομως Χριστέ οι πόνοι Σου λύγισαν το κορμί Σου και παρακάλιες το Θεό να πάρει την ψυχή Σου.
Τα δάκρυά Σου έβρεχαν του Γολγοθά το δρόμο, που γλυκοδροσοπότιζαν τσι βιόλες με το δυόσμο.
Οι ίδιοι που σε ύμνησαν σου δώκανε το ξίδι κι όντε σταυρό σου φόρτωσαν απλώθηκε σκοτίδι.
Η πονεμέν’ η μάνα σου εθώριε το παιδί τση να τση το βασανίζουνε κι έκλαιγε η ψυχή τση.
Ηταν απαρηγόρητη κάτω απ’ το σταυρό σου και μοιρολόγια έλεγε για το μαρτύριό Σου.
Μη μπέμπεις Θε μου εις τη γη ανθρώπους που σταυρώνουν, που τυραννούν τσοι δίκαιους, μα και τσοι μαραζώνουν.