Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου, 2025

Σα βγω στην πίστα του χορού…

Παρόλο που υπάρχουν πολλών ειδών πίστες (αγώνων µηχανοκίνητου αθλητισµού, αεροδροµίων, ηλεκτρονικών παιχνιδιών, χιονοδροµίας κ.ά.), τη σκέψη κάθε Κρητικού που έχει µεράκι για γλέντι µε τους ήχους της παραδοσιακής κρητικής µουσικής, µονοπωλεί  µια πίστα…η πίστα του χορού!

Η  πίστα του χορού, ή αλλιώς χοροστάσι, µπορεί να είναι το δάπεδο ενός παραδοσιακού κρητικού καφενείου, όπου σε αλλοτινές εποχές, ο λυράρης και ο παίκτης µαντολίνου ή ο λαουτιέρης, καθισµένοι στη µέση ενός κύκλου που σχηµάτιζαν οι χορευτές, έπαιζαν τις δοξαριές ή τις κοντυλιές τους. Επίσης, µπορεί να είναι η πλατεία χωριού ή άλλος δηµόσιος χώρος του, ακόµη και χώρος εκτός του οικιστικού ιστού, όπως οι κατάλληλα διαµορφωµένοι εξωτερικοί χώροι µητάτων, που λέγονταν «χορεύτρες», στις οποίες οι συµµετέχοντες στις κουρές των προβάτων χόρευαν παλιότερα, µετά το τέλος της κουράς [1]. Φυσικά, σε πίστα χορού µπορεί να µετατραπεί και το πάτωµα δωµατίου, η αυλή ή το δώµα ενός σπιτιού, στο πλαίσιο αρραβώνα, γάµου, ονοµαστικής εορτής, παρέας που επισκέπτεται τα σπίτια του χωριού για τραγούδι ή/και χορό κλπ.

Εκτός όµως από τα προαναφερόµενα µέρη του κρητικού χωριού, που χρησιµοποιούνται και ως πίστες χορού όταν η ανάγκη του Κρητικού για διασκέδαση το επιβάλει, υπάρχουν και οι πίστες των κρητικών κέντρων διασκέδασης, της Κρήτης ή άλλων περιοχών, και κυρίως της Αθήνας, όταν πρόκειται για κρητικά κέντρα διασκέδασης που βρίσκονται εκτός Κρήτης.

Είναι απερίγραπτα τα συναισθήµατα που κατακλύζουν κάθε Κρητικό/-ια, από τη στιγµή ακόµη που σηκώνεται για να φτάσει στην πίστα του χορού και να χορέψει, συµµετέχοντας έτσι πιο ενεργά σε µια µυσταγωγία κρητικής µουσικής, την ώρα που στην πίστα του χορού συντελείται ένα µοναδικό δρώµενο, συνεπικουρούµενο όχι µόνο από τους µουσικούς, αλλά  και από τους θαµώνες που παρακολουθούν και χειροκροτούν τους µουσικούς και τους χορευτές, µε κάθε ευκαιρία. Οι µουσικοί καλούν στην πίστα, ονοµαστικά, όποιον έχει παραγγείλει χορό για να χορέψει µαζί µε την οικογένεια ή/και τους φίλους του. Κάποιες φορές, αναφέρουν συγκεκριµένο κρητικό χωριό, καλώντας όσους από τους παρευρισκόµενους προέρχονται από αυτό να χορέψουν. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν αυτό συµβαίνει µακριά από την Κρήτη, η συγκίνηση του Κρητικού γίνεται ακόµη µεγαλύτερη όταν ακούει το όνοµα του χωριού του, όπως έχω διαπιστώσει εξ ιδίων, ακούγοντας σε αθηναϊκά κέντρα κρητικής διασκέδασης την προτροπή – κάλεσµα του λυράρη: «Οι Κουρούτες στην πίστα!» ή «Οι Κουρουθιανοί στην πίστα!»        

Το µεσονύχτι έφταξα στο Κρητικό το Κέντρο,

απ’ τση παράδοσης ζητώ να γευτώ καρπούς το δέντρο.

Θωρώ τη µ-πίστα του χορού οµπρός καµπόσα µέτρα,

απού τη µ-πόρτα τη «ζυγιά» σύντοιχα ’πο τη µ-πέτρα.

Σκιρτά η καρδιά σ’ ήχους γλυκούς, η λύρα συνεπαίρνει,

γιαµιά στη µ-πρώτη δοξαριά το κέφι ανεβαίνει.

Το αργαστήρι τση ψυχής γερά αντιλαψίζει,

και «κελαηδούνε τα πουλιά», χαράς πηγή αναβλύζει.

Στο έµπα µας ο λυρατζής Σκορδαλό κινά να παίξει,

ότι «…τσ’ αγάπης ο καηµός τη σταµατά τη σκέψη» [2].

Ετσά µοναδικό σκοπό να µη ντονε χορέψω;

µα ’ρχιξα ’δά να χαιρετώ κ’ έχω να ξετελέψω.

Από τη µια µου δίνουνε χαρά γνωστοί και φίλοι,

κι απού την άλλη µε κεντά η-του χορού το φτίλι.

Γκαρσόνια πάνε κ’ έρχουνται µ’ ασκελισµό µεγάλο,

οι αφανείς οι γ-ήρωες είναι το δίχως άλλο.

Βάνου ντο κόκκινο κρασί στο µακρουλό τραπέζι,

µεζεδικά ονόστιµα ωσά ντο πετιµέζι.

Να πάω θέλει στο χορό, απόφαση το πήρα,

η-το µυαλό µου είν’ εκειά, στη µ-πίστα και στη λύρα.

Για να σιµώσω πολεµώ, το ζάλο µου σπουδάζει [3],

’µπόδια δε µε στένουνε κ’ η γνώµη δεν αλλάζει.

Βγαίνουσί µου από δεξά κι από ζερβά όσκε λίγοι,

θαρρώ δε φτάνω στο χορό όξω όντε θα λήγει!

Στου διαδρόµου τα µισά λιγοψυχιά µε πιάνει,

σα ντο τζιρίτη που γλακά κι όλο σ’ εµπόδια φτάνει.

Και το δοξάρι διαντηρώ, κοντό κι α(ν) σταµατήσει,

η µαντινάδα ’πόκαµε µα η λύρα συνεχίζει…

Σα βγω στη µ-πίστα του χορού η ψυχή γεµίζει Κρήτη,

χορευτής του µύθου γίνοµαι στο γέρο Ψηλορείτη,

π’ όπως ηχεί στην ασπίδα ντου µε δεινή κλαγγή το ξίφος,

καταχτυπά στο µπέτη µου η καρδιά µου στο ηµίφως.

Και το κορµί π’ άλλες φορές βαραίνει µε σα βράχος,

θαρρώπως µου συβάζεται, λώπως δε γ-κάνω λάθος.

Γι’ ασπίδα ’χω το σεβασµό εις τη µ-παράδοσή µας,

σπαθί µου θέλω τη µ-πρεπιά, γνώρισµα τση φυλή µας.

Άντρες, γυναίκες, ο γεις τ’ αλλού χέρια σφιχτά κρατούνε,

µάθια γλυκά ξανοίγουνται όντε συναντηθούνε.

Εις το ρυθµό τση µουσικής, µε τση χαράς το κύµα,

χορεύγουνε µα σέβουνται  µη χάσου γ-και το βήµα.

Κρατεί µπροστά, κάνει στροφές, µια γ-κοπελιά ντελίνα,

ντελικανίδες πέφτουνε σ’ αληθινή φουρτίνα!

Παλιού καιρού ανάµνησες στη σκέψη µου γλιστρούνε,

στα νιάτα τυραννούσα µε µα ’δά γλυκά περνούνε.

Αλλάζ’ ο συρτός αµά κι αυτός στο Σπηλιανό ανήκει:

«Πολλά βαριά κληρονοµιά είναι το µερακλίκι…» [4]

Θωρώ ’να γέρο, δάκρυα συγκίνησης σκουπίζει,

µε κοντυλίες του Σκορδαλού στα νιάτα ντου γυρίζει.    

Στο κούτελο τον ίδρω µου νιώθω σιγά να στάζει, 

στο ν-τοίχο η µεγαλόνησος τα µάθια ξεκουράζει.

Μ’ όντε ν-τελειώνει ο χορός που τσι ψυχές ευφραίνει,

η τελευταία κοντυλιά και χωρισµό σηµαίνει·

όσες καρδιές γι’ άλλη καρδιά πλια δυνατά χτυπούνε

θα καρτερούν άλλους χορούς να ξανανταµωθούνε·

γιατί ο χορός αληθινά κάνει κι αυτός να θέλει

η-το κοπέλι κοπελιά κ’ η κοπελιά κοπέλι [5].

Και τ’ αποξηµερώµατα που ’χου’ ντα φώτα σβήσει,

κατέω πως στο κλινάρι µου ο νους θα συνεχίσει.

Στη σκέψη ανέµοι δε χτυπούν, εκειά ’ναι καλοκαίρι,

µα ’ποζητώ η-τση κορφής το δροσερό αγέρι.     

Ξύπνου µου σκέψεις όµορφες θα µε περιπλανήσου,

θα ταξιδέψω νοερά σε τόπους παραδείσου·

θα στέσω χορούς στα σόπατα των αοριώ σου Κρήτη

σάµε να µου παντήξουνε τα ζάλα ’νούς Κουρήτη·

και πατουχιά τη µ-πατουχιά εκειά ’κριβώς θα φτάξω

απού γεννήθηκε ο χορός [6] κ’ ύστερας θα πετάξω·

απάνω να βγω και χαµηλά σε νέφη και φαράγγια

να ιδώ τ’ αγρίµια του βουνού σε λάκκους και σε πλάγια·

να ιδώ φωλιές εις τα ψηλά, των αετώ ληµέρια, 

να φανταστώ πως άγγιξα µε το χορό τ’ αστέρια!   

αµά=αλλά

ανε=αν

αντιλαψίζω=εκπέµπω λάµψη

(το) αόρι=το βουνό

αποζητώ (’ποζητώ)=λαχταρώ

αποκάνω (’ποκάνω)=τελειώνω

(τα) αποξηµερώµατα=κοντά στο ξηµέρωµα

απού=από (και «που»)

(ο) ασκελισµός=ο διασκελισµός

βγαίνω=ανεβαίνω

(ο) γεις τ’ αλλού =ο ένας του άλλου

γιαµιά(ς)=αµέσως

γλακώ=τρέχω

δεινός,-η,-ο=ο φοβερός

διαντηρώ=παρατηρώ επισταµένως

εδά (’δά)=τώρα

εκειά=εκεί

(το) έµπα=η είσοδος

ενούς (’νούς)=ενός

ετσά=τέτοιου είδους

(το) ζάλο=το βήµα (το ζάλο µου σπουδάζει=επιταχύνω το βήµα µου)

ζερβά=αριστερά

(η) ζυγιά=το δίδυµο µουσικών

θαρρώπως=νοµίζω πως

θωρώ=βλέπω

(ο) ίδρως=ο ιδρώτας

ιδώ=δω, να ιδώ=να δω (από το ρήµα «ορώ»)

(ο) κάµποσος,-η,-ο=ο αρκετός (κάµποσα & καµπόσα=αρκετά)

κατέω=ξέρω

κεντώ= ανάβω (γράφεται και «καιντώ»)

(η) κλαγγή= ο δυνατός ήχος από τη σύγκρουση µεταλλικών αντικειµένων

(το) κλινάρι=το κρεβάτι

κοντό=άραγε

(το) κοπέλι=εδώ σηµαίνει «ο έφηβος» ή «ο νεαρός άντρας»

(η) λιγοψυχιά=η ανυποµονησία

λώπως=λέω πως

(το) µεζεδικό=ο κρεατοµεζές

(το) µερακλίκι=η συναισθηµατική ιδιοσυστασία του ατόµου που έχει πάθος και γνησιότητα, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει το σωστό

(ο) µπέτης=το στήθος

να πάω θέλει=θα πάω

(ο) ντελικανής=ο νεαρός άντρας

(η) ντελίνα=η νεαρή γυναίκα

ντονε=τον

ξανοίγοµαι=κοιτάζοµαι

ξετελεύ(γ)ω=αποτελειώνω κάτι

ξύπνου µου=όταν είµαι άγρυπνος

όντε=όταν (όξω όντε=παρά όταν)

όσκε λίγοι=όχι λίγοι, αρκετοί

παντήχνω=συναντώ

(η) πατουχιά=το αποτύπωµα της πατηµασιάς

πλια=πιο, πιο πολύ

πολεµώ=προσπαθώ

(η) πρεπιά=η σωστή συµπεριφορά

σέβοµαι=προσέχω

(το) σόπατο=το επίπεδο µέρος

στένω=σταµατώ, στήνω

συβάζοµαι= συµβιβάζοµαι (εδώ σηµαίνει «το σώµα υπακούει»)

σύντοιχα=κοντά στον τοίχο

τζη & τση=της

(ο) τζιρίτης=αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα

τσι=τις, τους

(η) φουρτίνα=η φουρτούνα

ωσά(ν)=σαν, όπως

ΠΗΓΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μιχαήλ Ε. Σκούληκας, «Χοροί και χορευτές αρχαίας και νέας Κρήτης». Περιοδικό «Ιστορία», Εκδόσεις «Πάπυρος», Απρίλιος 2002, τεύχ. 406, σελ. 80.

2. Ο στίχος «ότι τσ’ αγάπης ο καηµός τη σταµατά η-τη σκέψη» περιλαµβάνεται στον δίσκο 78 στροφών του Θανάση Σκορδαλού, µε τίτλο: «Συρτός Σπηλιανός Ρεθυµνιώτικος» (ODEON, 1947).

3. Το ηµιστίχιο «το ζάλο µου σπουδάζει» (Βλ. παραπάνω τον 21ο στίχο του ποιήµατος), περιλαµβάνεται στον στίχο Ε 901 -στην έκδοση Σ. Ξανθουδίδη- του έπους «Ερωτόκριτος», του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου.

4. Ο στίχος «Πολλά βαριά κληρονοµιά είναι το µερακλίκι» περιλαµβάνεται στον δίσκο 33 στροφών του Θανάση Σκορδαλού, µε τίτλο: «Ο χρυσός δίσκος του Σκορδαλού» (PANIVAR, 1979).

5. Ο στίχος «το κοπέλι κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι», περιλαµβάνεται και στον δίσκο 33 στροφών του Κώστα Μουντάκη, µε τίτλο: «Αναφορά στον Καζαντζάκη» (MINOS, 1976).

6. Σύµφωνα µε τη µυθολογία, οι Κουρήτες ήταν και εξαίρετοι χορευτές.

7.Η φωτογραφία µε τους τρεις χορευτές είναι από το αρχείο µου και έχει τραβηχτεί το 1986 στην Αθήνα, στην πίστα του (τότε) κέντρου κρητικής διασκέδασης «Αγρίµια», ενώ η φωτογραφία του υπαίθριου χορού προέρχεται από παλιά καρτ ποστάλ, ενθύµιο από την περιοχή της Σητείας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα